Ορθά ο πρωθυπουργός προβάλλει την ενέργεια ως τον κεντρικό τομέα συνεργασίας με το Ισραήλ, αλλά και ως το ισχυρότερο ελληνικό χαρτί στην προσπάθεια ανάκτησης περιφερειακού ρόλου και επιρροής. Τόσο στην εσωτερική συζήτηση επί του θέματος όσο και στις σχετικές κινήσεις μας προς το εξωτερικό, θα πρέπει βεβαίως να αποφευχθούν οι υπερβολές και οι υψηλές προσδοκίες που δεν στηρίζονται σε επιστημονικά στοιχεία. Τα πρόσφατα, όχι ιδιαίτερα ευχάριστα, νέα από την Κύπρο εμπεριέχουν άλλωστε και ένα σχετικό δίδαγμα το οποίο φαίνεται να λαμβάνει υπόψη η ελληνική πολιτική ηγεσία.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, οι πρόσοδοι από τους κυπριακούς υδρογονάνθρακες δεν θα πρέπει να αναμένονται πριν από το 2020, στην καλύτερη περίπτωση. Σε αναμονή της απόφασης του Ισραήλ για την ποσότητα και τις οδούς εξαγωγής του δικού του φυσικού αερίου, φαίνεται ότι το πιθανότερο σενάριο είναι η υγροποίηση (LNG), εξέλιξη σαφώς ενδιαφέρουσα για τους Ελληνες πλοιοκτήτες, ενώ θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια αξιοποίησης των εγκαταστάσεων της Ρεβυθούσας. Ο υποθαλάσσιος αγωγός προς Ελλάδα μόνο ως μακροπρόθεσμο έργο και υπό προϋποθέσεις μπορεί να εξεταστεί, ενώ και το σενάριο για αγωγό προς Τουρκία αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες αν δεν προηγηθεί επίλυση του Κυπριακού. Η δε διασύνδεση υδρογονανθράκων και λύσης του κυπριακού ζητήματος που επιχειρείται από ορισμένους κύκλους μάλλον θα περιπλέξει ακόμη περισσότερο την κατάσταση και αυτό έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό.
Σωστά η ελληνική προεδρία θα επικεντρωθεί και σε ζητήματα θαλασσίων ζωνών, αλλά το ειδικό βάρος της Ε.Ε. σε τέτοια ζητήματα είναι υπαρκτό μεν, περιορισμένο δε. Φαίνεται να σημειώνεται κάποια πρόοδος στις συνομιλίες για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, ενώ θετικά είναι και τα πρώτα μηνύματα από τη νέα αλβανική κυβέρνηση, τόσο για τη διμερή συμφωνία όσο και για το πλήρες εύρος των σχέσεων. Περισσότερο διαδικαστικού χαρακτήρα αλλά σαφώς χρήσιμη θα είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ιταλία. Ο αγωγός ΤΑΡ θα δώσει τη δυνατότητα αύξησης της θετικής αλληλεξάρτησης με τις βαλκανικές χώρες, ενώ ιδιαίτερα σημαντικές θα είναι οι κάθετες διασυνδέσεις, αρχικά με τη Βουλγαρία και, ενδεχομένως σε επόμενο στάδιο, με την ΠΓΔΜ, και μέσω αυτών με άλλες χώρες των Βαλκανίων.
Οσον αφορά τα ελληνικά ενεργειακά αποθέματα, οι μέχρι τώρα ανακαλύψεις δείχνουν ότι η συνεισφορά τους στο εθνικό ΑΕΠ δεν θα ξεπεράσει το 0,5%. Βεβαίως αυτή η εικόνα μπορεί -και όλοι ευχόμαστε- να μεταβληθεί σημαντικά προς τα άνω, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα των ερευνών. Οι ενεργειακοί πόροι μπορούν να συμβάλουν μελλοντικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και να αυξήσουν τη γεωστρατηγική της αξία, αλλά η άμεση συνεισφορά τους θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Να αναφέρουμε, τέλος, τρεις προφανείς διαπιστώσεις: την ανάγκη προσέλκυσης εταιρειών από σημαντικά κράτη, τη μη υποτίμηση του ρωσικού παράγοντα και την αποφυγή σύνδεσης της εξωτερικής πολιτικής με εσωτερικές πολιτικές διεργασίες.