Οι εναπομείνασες ελίτ πρέπει να στρωθούν στη δουλειά

Φάνης Ουγγρίνης 28 Ιουν 2016

Ένιωσε δικαιωμένος ο Τσίπρας, και πολλοί γύρω του στο ΣΥΡΙΖΑ. Φταίνε-είπε-οι Βρυξέλλες για το Brexit, με τη γραφειοκρατία και τον νεοφιλελευθερισμό τους. Θράσος. Κι έτσι πήραμε μια γεύση για το ύφος και το περιεχόμενο των θέσεων όσων κυρίως ευθύνονται για τις διαλυτικές τάσεις στην Ευρώπη, όπως αυτές θα κατατεθούν στον προσεχή πολιτικό διάλογο. Το ΗΒ έχει ίσως την πιο ανοικτή και απορρυθμισμένη οικονομία στην ήπειρο μας, όμως γι αυτό δεν ευθύνονται η ΕΕ , μα η Θάτσερ. Οι δε ενωσιακοί θεσμοί ελάχιστα επηρεάζουν τη Γηραιά Αλβιόνα, με τις πάμπολλες εξαιρέσεις της σε βασικούς τομείς, όπως στην εσωτερική μετανάστευση, στη Σένγκεν, στο νόμισμα, στα προνόμια του Σίτυ, στο ειδικό καθεστώς των φορολογικών παραδείσων της Μάγχης, ακόμη και στα μέτρα και σταθμά που χρησιμοποιεί. Συνεπώς , ο πρωθυπουργός μας ξεστόμισε ακόμη μια περισπούδαστη κοτσάνα εσωτερικής κατανάλωσης, παρόμοια μ’ εκείνες που αράδιαζαν όλο το προηγούμενο διάστημα οι Τζόνσον και Φάρατζ, παραπλανώντας το βρετανικό λαό.  Το ενδιαφέρον για εμένα είναι πως τέτοια  φορτωμένα συναισθήματος μα κενά περιεχομένου συνθήματα φαίνεται να επηρεάζουν μεγάλες μάζες σε όλο τον δυτικό κόσμο, χωρίς σοβαρή αντίδραση. Γιατί αυτό?

Ξέρω πως θα ακουστεί κυνικό, μα ποτέ οι ψηφοφόροι των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών δεν ήταν του ίδιου επιπέδου. Οι επιλογές τους επηρεάζονται μόνο από τα συμφέροντα τους, μέσα από πρίσματα  όπως η παιδεία τους και ο βαθμός ενημέρωσης τους. Επί δεκαετίες λοιπόν οι εθνικές ελίτ, μέσω των ΜΜΕ, καθοδηγούσαν διακριτικά την κοινή γνώμη προς τις συμφωνημένες κατευθύνσεις του κάθε τόπου. Καλώς ή κακώς έτσι μπόρεσαν να υλοποιηθούν ποικίλα μακροπρόθεσμα προγράμματα, όπως οι αυτοκινητόδρομοι του Αϊζενχάουερ, το Μπρέτον Γουντς, ο βιομηχανικός μετασχηματισμός Ιαπωνίας και Κορέας, το δικό μας σχέδιο Ζολώτα, και φυσικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα αμέτρητα υποπρογράμματα της. Σε όλο τον δυτικό κόσμο, ομοφωνίες μεγαλοεπιχειρηματιών, συνδικαλιστών, εκδοτών, πανεπιστημιακών, ακόμη και ιεραρχών, καθόριζαν από κοινού με τις πολιτικές ηγεσίες την εθνική στρατηγική του κάθε κράτους και εγγυούνταν πως αυτή θα προχωρούσε με όσα λιγότερα εμπόδια ήταν δυνατόν. Η λειτουργία αυτών των φιλοαμερικανικών ελίτ, συνδυασμένη με τον φόβο τους για τη Σοβιετική αρκούδα, κρύβεται και πίσω από την συνεχή πρόοδο της ΕΟΚ, μια πρόοδος που έδειχνε πως θα κατέληγε στην πρώτη εθελοντική συγχώνευση λαών της ιστορίας.

Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ταυτόχρονα με την έκρηξη της οικονομικής παγκοσμιοποίησης έθεσαν την σκοπιμότητα ύπαρξης της σε αμφισβήτηση, υποχρεώνοντας τους ιθύνοντες τους να αναζητήσουν το νέο διακύβευμα, κι αυτό συμφωνήθηκε να είναι βασικά το Ευρώ. Και μόνο το γεγονός αυτής της επιλογής αποδεικνύει πως τα στατικά προβλήματα του κοινού μας σπιτιού είχαν ήδη αποκαλυφθεί πριν μια εικοσαετία. Κοντόφθαλμα, το κάρο μπήκε μπροστά από τ’ άλογο, κι αντί να σχεδιαστεί μια ενιαία πολιτεία, με προσιτό σύνταγμα, όμοιους φόρους, ίσες συντάξεις, κοινή συνοριοφυλακή και τελωνεία και άλλες ομοσπονδιακές δομές, προτιμήθηκε η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος, για την υποστήριξη του οποίου δεν προβλέφθηκε καν μια ενιαία δημοσιονομική πολιτική. Το ευρώ δεν προκάλεσε ποτέ την επιδιωκόμενη ενοποίηση, και πλέον απειλεί και την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ. Όμως αυτό ελάχιστα σχετίζεται με το βρετανικό ζήτημα.

Η Laurie Penny έκανε μια εκπληκτική επισήμανση σε άρθρο της στο New Statesman. Έγραψε πως  αυτό δεν ήταν ένα δημοψήφισμα σχετικό με την ΕΕ, μα με ολόκληρο τον κόσμο. Σχετικό με τον στρεβλό καπιταλισμό, με την μαζική μετανάστευση, με την ανυπόφορη φορολογία, με τη διεθνή τρομοκρατία και εγκληματικότητα, με την αυξανόμενη ανισότητα, με την παντού ανεπαρκή κρατική γραφειοκρατία. Και πράγματι, τα προβλήματα όσων  επέλεξαν Leave σοβαρότατα, όμως σχετίζονται όχι τόσο με τους-ομολογουμένως ξινούς-ευρωϋπαλλήλους  όσο με ολόκληρη την παγκοσμιοποίηση. Το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των δυτικών κοινωνιών έναντι των τριτοκοσμικών «εταίρων» τους είναι που ευθύνεται για τις τεκτονικές μεταβολές ανάμεσα στα φτωχά κράτη και στα πλούσια, και για την επακόλουθη υπερχρέωσή τους, μαζί με την καταστροφή της παραγωγικής τους βάσης. Κάποιοι λαοπλάνοι, απόφοιτοι του Ήτον και των ακριβών πανεπιστημίων, παρέσυραν τις μάζες να κατηγορήσουν τις Βρυξέλλες για κάτι που ελέγχεται ουσιαστικά από τη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον.  Κι άντε, αυτοί ήταν αδίστακτοι μπροστά στό σκοπό τους, η παραδοσιακή ηγεσία γιατί δεν αντέδρασε?

Το κωμικοτραγικό με την παγκοσμιοποίηση είναι πως η επιτυχία της διέσπειρε και τις παλιές κατά τόπους οικονομικές ελίτ, δια της διεθνοποίησης τους. Τα ταμπλόιντ του Λονδίνου ελέγχονται σήμερα από έναν αυστραλό εκδότη, κάτοικο Χόνγκ Κόνγκ, του οποίου οι εταιρίες είναι εγγεγραμμένες στο NYSE. Οι στρατηγικές προοπτικές της βορειανατολικής Αγγλίας ελάχιστα απασχολούν τον Μέρντοχ, ο οποίος απλά ενδιαφέρεται να βγάζει τα περισσότερα και ευκολότερα κέρδη οπουδήποτε κι αν δραστηριοποιείται. Και φυσικά το ίδιο ισχύει για τους μεγαλομετόχους όλων των ισχυρών πολυεθνικών ομίλων, εκείνων που ελέγχουν το 60% του παγκόσμιου εμπορίου. Στη θέση τους αναδεικνύονται νέα τζάκια, με δικές τους τοπικές φιλοδοξίες, που θεωρούν πως έχει έρθει η ώρα για ένα ξαναμοίρασμα της τράπουλας. Κι ακολουθούν το παράδειγμα του  Γιέλτσιν και των  συντρόφων του, τους τότε τοπάρχες των σοβιετικών «δημοκρατιών», οι οποίοι επέλεξαν να διαλύσουν μια προαιώνια αυτοκρατορία ώστε να διοικήσουν ανεμπόδιστοι τα κομμάτια της. Όπλο αυτών των ανερχόμενων πολιτικών είναι ο λαϊκισμός, αριστερός και δεξιός. Χρηματοδότες τους σκιώδεις παράγοντες μα και κράτη με αναθεωρητικές ατζέντες όπως η Ρωσία, η Βενεζουέλα, το Ιράν.  Και ακροατήριο τους όλοι οι ζαλισμένοι,  θυμωμένοι νοικοκυραίοι, που βλέπουν αργά μα σταθερά τον κόσμο τους να χάνεται, χωρίς τίποτα το θετικό να εμφανίζεται σε αντικατάσταση του. Στην Ισπανία σκόνταψαν, στην Αγγλία μετά τη νίκη χάζεψαν , παραμένουν όμως ισχυροί παντού αλλού.

Δε γνωρίζω πώς θα σταματήσει η λαίλαπα του νέου εθνικοσοσιαλισμού. Αυτό όμως για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι αναλύσεις σαν αυτή που διαβάζετε ελάχιστα μπορούν να προσφέρουν για την επίτευξη αυτού του στόχου. Οι πολλοί πάντα προτιμούν τις χειροπιαστές έννοιες από τα λεπτομερή κείμενα. Επιζητούν μονάχα σταθερότητα και σαφήνεια. Οι μανδαρίνοι των Βρυξελλών απέτυχαν να απευθυνθούν στις ανησυχίες τους, επειδή απλούστατα κακώς τους ανατέθηκε αυτό το καθήκον. Οι λεγόμενοι «συστημικοί» πολιτικοί έχουν πλέον την ευθύνη να διαφωτίσουν τους ψηφοφόρους τους με γλώσσα κατανοητή, και να τους απομακρύνουν από τις Σειρήνες του διχασμού και του απομονωτισμού. Επιβάλλεται όμως και να αναζητήσουν ενεργητικά τις τολμηρές εκείνες λύσεις που θα ξαναδώσουν την ελπίδα στους αγχωμένους κατοίκους κάθε γηρασμένης δυτικής χώρας. Μπορούν?