Μελέτης Η. Μελετόπουλος, Ο Άρχοντας με τα Πολλά Πρόσωπα, χρονικό μιας οικογένειας, 1685-1920, 480 σελίδες, εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2017
H ιστόρηση είναι μια παλιά τέχνη. Χρησιμοποιεί άλλοτε την εξιστόρηση πραγματικών συμβάντων, άλλοτε την παραμυθία και κατασκευές του φανταστικού για να εξάψει το ακροατήριο, να ελκύσει την προσοχή του, να το ψυχαγωγήσει (αγωγή ψυχής). Από τον Όμηρο έως τους σύγχρονους λογοτέχνες που ασχολούνται με το ιστορικό μυθιστόρημα, οι άνθρωποι αγαπούν πολύ τις ιστορίες που βασίζονται σε σημαντικό βαθμό σε πραγματικά συμβάντα, αναζητώντας να μάθουν με εύκολο τρόπο ιστορικά γεγονότα, να αισθανθούν την κοινότητα της ανθρώπινης κατάστασης σήμερα και άλλοτε, να ταυτισθούν ή να διαφοροποιηθούν από ήρωες των ιστοριών, να αισθανθούν λίγο ή περισσότερο ήρωες και αυτοί, αναλογιζόμενοι τι θα έκαναν αν ήταν οι ίδιοι πρωταγωνιστές στις ιστορίες.
Υπάρχει βέβαια ένα θέμα πολιτισμικού ανήκειν. Οι Έλληνες, διεκδικώντας διττή ταυτότητα, και ανατολική και δυτική, απορροφώνται εξίσου άνετα από ιστορήσεις πολιτισμικά δυτικές αλλά και ανατολίτικες. Και φυσικά, από ιστορήσεις ιανικές, παράλληλα δυτικές και ανατολίτικες.
Ο κοινωνιολόγος, ιστορικός και πολιτικός επιστήμων Μελέτης Μελετόπουλος, παρουσιάζοντας το πρώτο του μυθιστόρημα, φιλοτεχνεί μια αυθόρμητα δυτική ελληνική ιστόρηση. Το καταταλαιπωρημένο στον δημόσιο λόγο της χώρας ‘ανήκομεν εις την Δύσιν’, στον Άρχοντα με τα Πολλά Πρόσωπα, δεν είναι ούτε κατασκευή ούτε επιθυμία: είναι μια πραγματική, πηγαία συνθήκη που κινητοποίησε γενιές πολεμιστών Ελλήνων, σε διαρκείς, κατά κανόνα εκ των προτέρων καταδικασμένες, εξεγέρσεις κατά των Τούρκων κατακτητών, μια συνθήκη που επαληθεύθηκε από την τελικά θετική εξέλιξη της ιστορίας, με τις εγγυήσεις που έδωσαν οι δυνάμεις της Δύσης για την ίδρυση και μακροημέρευση του ελληνικού κράτους (ναυμαχία στο Ναυαρίνο, μακρόχρονη αποτροπή της υφαρπαγής του γεωπολιτικού ελέγχου της Ελλάδας από την Ρωσία, πρόσδεση της Ελλάδας, με μεγάλη μάλιστα συναίνεση των Ελλήνων στην Δύση: ΕΕ, ΝΑΤΟ, στενή σχέση με τις βασικές δυνάμεις της Δύσης, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία κοκ).
Από την εποχή του Μοροζίνι, ο οποίος ήταν ελληνικής καταγωγής στρατηγός και αργότερα δόγης των Ενετών και ο οποίος το 1685 ξεκίνησε μια μακρόχρονη εκστρατεία κατάκτησης του Μοριά και της Ρούμελης, με τελικό στόχο την Πόλη, την οποία ήθελε να ανακτήσει για να αναβιώσει την Ρωμαϊκή/Βυζαντινή Αυτοκρατορία (υπό ενετική εντολή βεβαίως), πολλοί Έλληνες πολέμησαν σε στενή συνεργασία με τους δυτικούς για να διαβρώσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία και εντέλει, να κατορθώσουν να την διαλύσουν, περιορίζοντας την εμβέλεια της τουρκικής γεωπολιτικής παρουσίας σε ένα σημαντικό μεν γεωγραφικά χώρο, πλην όμως όχι κάτι περισσότερο από ένα ισχυρό κράτος, που δεν είναι όμως, εδώ και δύο αιώνες ούτε υπερδύναμη, ούτε μεγάλη δύναμη, ούτε πολιτισμικά ούτε γεωγραφικά.
Οι Ηπειρώτες, Αρβανίτες πολεμιστές που ξεκίνησαν από το Κούτσι της Χειμάρρας στα τέλη του 17ου αιώνα για την μεγάλη περιπέτεια αγώνων που κράτησαν σχεδόν 200 χρόνια, μαζί με άλλους, πολλούς, πολεμιστές στην Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα και τα νησιά, εν αγνοία τους -καθώς όταν κάποιος είναι μέσα στην παλαίστρα και παλεύει το μόνο που σκέφτεται είναι πώς να νικήσει ή αν δει ότι χάνει πώς θα επιβίωσει- συνετέλεσαν σε μια υπερπαραγωγή ιστορίας, αντάξιας της υπερπαραγωγής ιστορίας που επέτυχαν οι αρχαίοι Έλληνες στους περσικούς πολέμους και στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου. Το κοινό γνώρισμα των νεότερων Ελλήνων με τους αρχαίους Αθηναίους, Σπαρτιάτες, Πλαταιείς και Μακεδόνες ήταν ότι πήγαιναν, με αποφασιστικότητα που εντυπωσιάζει, κόντρα στα μαθηματικά. Έτσι, κατάγραφηκαν πολεμικά κατορθώματα όπως η συντριβή της τεράστιας -για τα δεδομένα της εποχής και τον συσχετισμό με τις δυνάμεις των Ελλήνων- στρατιάς του Δράμαλη, η άλωση της Τριπολιτσάς, η νίκη στο Βαλτέτσι, το Χάνι της Γραβιάς, οι λιγότερο γνωστές νικηφόρες μάχες στους Μύλους Αργολίδας και στην Βέργα Μεσσηνίας κόντρα στον Ιμπραήμ και τον επίσης θηριώδη σε μέγεθος στρατό του. Και να μην ξεχνάμε τους πυρπολητές και τους ναυμάχους, με τα μικρά αλλά ρωμαλέα σκαριά τους, που συνέτριψαν τον τουρκικό στόλο σε ουκ ολίγες μικρές και μεγάλες ναυμαχίες (Πάτρας, Σπετσών και Τενέδου το 1822, Άνδρου το 1825), αλλά και με αντάρτικές ενέργειες, όπως ήταν η πυρπόληση και ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη το 1822, ως ελάχιστη απάντηση και φόρος τιμής στις χιλιάδες των σφαγιασθέντων με φρικτό τρόπο στην καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους. Και άλλα πολλά, τα περισσότερα των οποίων παρουσιάζονται ενταγμένα στην ροή της αφήγησης του Άρχοντα, ενδεδυμένα με πληροφορίες και στοιχεία που έχει φέρει στο φως η νεότερη ιστορική έρευνα και η επίμονη σκαπάνη του ιστορικού Μελετόπουλου σε πολύτιμα αρχεία. Προσφέροντας έτσι στον αναγνώστη το όφελος μιας παράλληλης ιστορικής αφήγησης των εξεγέρσεων των Ελλήνων και φυσικά της μεγάλης και μοναδικής παγκοσμίως Επανάστασης του 1821.
Κομβικό στοιχείο στο μυθιστόρημα είναι η Μεγάλη Ιδέα, το πραγματικό κίνητρο όλων των ελληνικών εξεγέρσεων κατά των Τούρκων, αποτυχημένων (Ολωφικά, εξέγερση Λάμπρου Κατσώνη κοκ) και επιτυχημένων (Επανάσταση του ’21, Μακεδονικός Αγώνα κοκ). Η διαχείριση της Μεγάλης Ιδέας, ένα μάλλον ξεχασμένο θέμα στην εποχή μας, η οποία όμως προκάλεσε τεράστια πάθη, περιπέτειες και καταστροφές, γίνεται από τον συγγραφέα με μια επιτυχή αναγωγή στο πλαίσιο της εποχής που ανατέμνει, η οποία ανταποκρίνεται στον ψυχισμό των πρωταγωνιστών αλλά και στους φόβους των Οθωμανών. Το νήμα της Μεγάλης Ιδέας ξεκινάει από τον Μοροζίνι, στον οποίο ο συγγραφέας προσωποποιεί την μυθευτική προσέγγιση ότι οι κάτοικοι της ιταλικής χερσονήσου ήταν -ως και απόγονοι της Ρώμης- κατ’ ουσίαν Βυζαντινοί, αφού άλλωστε το Βυζάντιο, μετά τον Κωνσταντίνο, Ρώμη ήταν, πλην ελληνική. Η βαθύτερη αφήγηση εν προκειμένω είναι ότι η ιδρυτική έννοια της Ευρώπης και της Δύσης δεν είναι οι Φράγκοι, οι Αλεμάνοι και οι Γότθοι, αλλά οι Βυζαντινοί και οι διάδοχοι των Ρωμαίων (Ενετοί, Γενουάτες κοκ). Και πριν από αυτούς, οι Ρωμαίοι φυσικά. Και ακόμη πιο πριν, ποιοι άλλοι, οι Έλληνες. Υποσυνείδητα ίσως, ο συγγραφέας θέλει να θεμελιώσει το μυθιστορηματικό κληροδότημα των Κούτσηδων, των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματός του, ως έναν διαχρονικό ελληνισμό, με το πρόσωπο όμως στραμμένο σταθερά στην Δύση.
Παρά την υπόρρητη δυτικοφιλία του συγγραφέα, ο ρόλος της Ρωσίας, οποίος έχει προκαλέσει διαχρονικά πάθη στους Έλληνες, προσεγγίζεται με ιστορική ειλικρίνεια, πχ αναγνωρίζοντας την πολύ σημαντική συμβολή της Ρωσίας στην επιτυχία της επανάστασης του 1821. Δεν παραλείπει βέβαια να αναφερθεί, με τεκμηριωμένο τρόπο, και σε όλες εκείνες τις στιγμές της περιπετειώδους διαδρομής προς την απελεύθερωση, κατά τις οποίες οι Ρώσοι εξυπηρέτησαν την δική τους ατζέντα, μην διστάζοντας να χρησιμοποιήσουν τους αγώνες των Ελλήνων ως αντιπερισπασμό για να κερδίσουν εδάφη από τους Τούρκους στον βορρά.
Από τον Άρχοντα, που μοιάζει με ένα έντεχνο εργόχειρο παρουσίασης ενός πλήθους πραγματολογικών στοιχείων, που αποτυπώνονται με ερευνητική ακρίβεια, ζωντανεύοντας τις εποχές στις οποίες αναφέρεται το έργο, δεν λείπει η μεταφυσική διάσταση: στις 500χρονες γριές της Χειμάρρας, στο άλιωτο κορμί του χαμένου με ηρωσιμό Αλέξη Κούτση, μέχρι να τον διαβάσουν κοκ. Είναι όλα αυτά, μαζί με την γεωγραφική ψυχανάλυση που συντελεί ο συγγραφέας, με εμμονή και με χειρουργική στόχευση στον χάρτη τόπων που εμπλέκονται στις περιπετειώδεις εκστρατείες των Κούτσηδων, εκεί όπου άφησε το αποτύπωμά της η ιστορία με ανεξίτηλο τρόπο, προϊόντα μιας μηχανής, όχι νευρικής και πανίσχυρης, αλλά μιας μηχανής ρυθμικής και αργής, που μοιάζει με την μηχανότρατα που πρώτα απλώνει δίχτυα. Μια μηχανή που δούλεψε ρυθμικά και βασανιστικά, για πολλές δεκαετίες, οδηγώντας τον συγγραφέα σε μια βαθιά έρευνα για τις διαδρομές της οικογένειάς του και την σύνδεση των διαδρομών αυτών με την πραγματική ιστορία. Κάποια στιγμή, η μηχανή άρχισε να μαζεύει τα δίχτυα. Για να βγάλει μια σπουδαία συγκομιδή: τον Άρχοντα με τα Πολλά Πρόσωπα.
Ο Μελετόπουλος χρησιμοποιεί με μαστοριά τα τεχνάσματα της λαϊκής αφήγησης, με μεταφυσικές μορφές να εμφανίζονται κατά διαστήματα στον πραγματικό κόσμο για να εκπέμψουν μηνύματα, να προειδοποιήσουν, να προστατεύσουν. Εντάσσοντας οργανικά τον μεταφυσικό κόσμο στο μυθιστόρημα του, διασκεδάζει τις αληθινές ιστορίες των προγόνων του και των εποχών όπου έζησαν, παραπέμποντάς τις στην σφαίρα του παραμυθιού. Για να εξηγήσει, απολογητικά, κάπου στο τέλος (σελ 467) ότι «οι μεταφυσικές καταστάσεις, αν πράγματι υπάρχουν, χρησιμοποιούν συνήθως ‘νόμιμες’ επιστημονικές διαύλους για να εκπληρωθούν’.
Ακολουθώντας την γραμμική αφήγηση, χωρίς κουραστικά flash back, με πλοκή που αφήνεται στις αγκάλες της χρονολογικής ιστορικής γραμμής, αλλά με προσήλωση στην νομοτελειακή δομή της αρχαιοελληνικής δραματουργίας που ύφανε τα διαχρονικά έργα των Ελλήνων τραγικών πάνω στο μοτίβο Ύβρις – Άτη – Νέμεσις – Τίσις και εντέλει Κάθαρσις, ο συγγραφέας σε ένα παράλληλο και όχι τόσο πρόδηλο πεδίο, υφαίνει το δίδαγμα του μυθιστορήματος. Ένα δίδαγμα που δεν απευθύνεται στον καθένα, αλλά ιδίως στους Έλληνες, που διαχρονικά λειτούργησαν ως Ιανοί, άλλοτε ανταποκρινόμενοι στις ιστορικές συγκυρίες με τεράστια ανάληψη ευθύνης και αυτοθυσία και άλλοτε με ανωριμότητα, ναρκισσισμό και αλαζονεία, με αποτέλεσμα μεγάλες και μικρές εθνικές και κοινωνικές καταστροφές. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην άλωση του Ναυπλίου από τον Μοροζίνι το 1686, για την οποία ο συγγραφέας εστιάζει στο μεγάλο και αδιαφοροποίητο Εμείς των Ελλήνων που έφερε την εν λόγω νίκη (σελ 33). Σε αντίθεση, βέβαια, με όσα έγιναν πάμπολλες φορές στην ελληνική ιστορία, με πιο πρόσφατες μεγάλες καταστροφές τον εθνικό διχασμό των αρχών του 20ου αιώνα και τον εμφύλιο πόλεμο 1946-1949.
Το μυθιστόρημα που έχει δομή ανάλογη με έργο κλασικής μουσικής (αργή εισαγωγή, μετά ανέβασμα ρυθμών κοκ), έχει πολύ ωραίες αναφορές στην παράδοση της συντροφικής ναυτιλιακής οικονομίας και στους μηχανισμούς λειτουργίας του κοινοτικού συστήματος. Ακτινογραφεί επίσης, με διεισδυτικό τρόπο, τον ταξικό χάρτη της προεπαναστατικής Ελλάδας, με τις ιεραρχημένες αυστηρά κοινότητες, τους ρόλους που είχαν οι δημογέροντες, οι τοπικοί μικρο-φεουδάρχες και βέβαια οι ‘άρχοντες’, για τους οποίους, όπως σημειώνει, το αρχοντιλίκι ήταν υποχρέωση, όχι προνόμιο (σελ 46). Επίσης, ως βαθύς ερευνητής του κοινοτισμού, ανατέμνει τους μηχανισμούς κοινωνικής ανάδειξης, εξηγώντας πώς οι ισχυροί αποκτούσαν τον ρόλο τους στην κοινότητα, προβάλλοντας την ισχύ τους, που πήγαζε από τα πολεμικά τους κατορθώματα, αλλά και το ενάρετο και ηρωικό ηγετικό πρότυπο αυτοδιοίκησης (‘πρώτα το εμείς’), στοιχεία που τους καθιστούσαν φυσικούς ηγέτες στην κλίμακα της κοινοτικης λειτουργίας.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος δεν αποτελεί απλώς ένα μυθολογικό εύρημα. Αποτελεί επίσης το ‘πατρόν’ που δένει το αφήγημα και δίνει πολλά παράλληλα επίπεδα αναφοράς στην εξιστόρηση (χρονικός ιστός: ο ίδιος άρχοντας με άλλα πρόσωπα, αφού κι αν πεθαίνει συνεχίζουν την διαδρομή οι απόγονοι, με τις μεταμορφώσεις και αλλαγές του προσωπείου να αποσκοπούν στην επιβίωση αλλά και την επικράτηση -πχ έμπορος/πειρατής/πολεμιστής, αλλά και ελεήμων και μεγαλόκαρδος άρχοντας, συνάμα όμως σκληρός και τιμωρός, νταής αλλά και ευαίσθητος/ρομαντικός κοκ), ‘δένοντας’ έτσι τον χρόνο σε μια στιβαρή αλυσίδα, με όμοιους κρίκους και εξαίρετη συνοχή. Αυτό το παιχνίδι του συγγραφέα με την συμβολική αθανασία γενιών και γενιών που είχαν σχεδόν αποκλειστικό σκοπό να πολεμούν τον κατακτητή και όταν δεν μπορούσαν να τον πολεμούν, απλώς επιδίωκαν να επιβιώνουν, μοιάζει να λειτουργεί λυτρωτικά για την εθνική μας αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση, ανασύροντας, χωρίς πάθη και σκοπιμότητες σημαντικά κομμάτια της νεότερης ιστορίας που δείχνουν ότι όταν οι Έλληνες λειτουργούμε με το Εμείς, επιτυγχάνουμε σπουδαία πράγματα.
Αυτό που μας λείπει δηλαδή σήμερα, καθώς -ευτυχώς για την ώρα- βαδίζουμε, έστω και με αμηχανία, σε σταθερή πορεία προς Δυσμάς. Και το οποίο μας θυμίζουν οι άθλοι των Ελλήνων Higlanders, όπως εναλλακτικά θα μπορούσε να τιτλοφορείται το ξεχωριστό αυτό μυθιστόρημα.