Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σε νέα τροχιά

Χρήστος Ροζάκης 14 Απρ 2024

Οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας έχουν μπει στον αστερισμό της ειρήνης. Για πρώτη φορά τα τελευταία, τουλάχιστον, είκοσι χρόνια το Αιγαίο δεν αντιμετωπίζει καθημερινές αεροπορικές ή ναυτικές οχλήσεις, και οι δηλώσεις, από τη μεριά της Τουρκίας δεν είναι εξίσου εκρηκτικές και ερεθιστικές, όσο στο παρελθόν. Η Διακήρυξη των Αθηνών τηρείται κατά γράμμα, με την εξαίρεση της δήλωσης Ερντογάν ότι έπρεπε το 1974 να έχει καταληφθεί ολόκληρη η Κύπρος από τα τουρκικά στρατεύματα. Η δήλωση αυτή θα μπορούσε να πυροδοτήσει αντιδράσεις εκ μέρους της Αθήνας, που όμως αποφεύχθηκαν μετά από ψύχραιμες σκέψεις των Αθηνών.  Εξάλλου, δε νομίζω ότι υπέκρυπτε οποιαδήποτε απειλή, εφόσον αναφερόταν μόνο στο παρελθόν, και δεν περιείχε ρητή αναφορά σε κάποιο σχέδιο μελλοντικής ενέργειας, κάτι το οποίο θα προσέκρουε σε γεωπολιτική αδυναμία της Τουρκίας, καθώς δεν θα άφηνε ατάραχη την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η Κύπρος είναι σήμερα μέλος. Και η Τουρκία δεν μπορεί να προκαλέσει πόλεμο, τον τρίτο στην περιοχή μας, τη στιγμή που επιδιώκει τον κατευνασμό και την ειρήνη. Ομοίως σχετικά με τις πρόσφατες δηλώσεις για το καθεστώς των φυσικών πάρκων, δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν καθότι είναι γνωστό ότι η Τουρκία αμφισβητεί το τρέχον καθεστώς του Αιγαίου και των νήσων της. Μην περιμένουμε να αλλάξει ρότα σύντομα αν δεν λυθεί οριστικά το θέμα αυτό ή δεν παραμεριστεί με τις συνομιλίες.

Το κλίμα, λοιπόν, είναι καλό στις σχέσεις. Το ερώτημα είναι πως εκμεταλλευόμαστε το κλίμα αυτό, τη στιγμή που εδραιώνεται. Δυο είναι οι προφανείς απαντήσεις. Είτε αρκούμαστε σε αυτό προσπαθώντας να οικοδομήσουμε ακόμα περισσότερες συνέργειες σε διαφόρους τομείς του επιστητού (οικονομικές, πολιτιστικές, μεταναστευτικές συνέργειες) αφήνοντας τις μεγάλες εκκρεμότητες για το απώτερο μέλλον, είτε επιχειρούμε, παράλληλα με τις βραχυχρόνιες προσπάθειες προσέγγισης, να λύσουμε κα τα καυτά ζητήματα, που για χρόνια μας ταλαιπωρούν.

Η πρώτη οδός είναι σχετικά εύκολη, και υπαγορεύεται από την ανάγκη αποκατάστασης της εμπιστοσύνης, που απαιτείται για μια ήμερη επίλυση των μεγάλων διαφορών. Δηλαδή των τριών θαλάσσιων ζωνών: Της αιγιαλίτιδας, της υφαλοκρηπίδας κα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Η λύση είναι αυτή που ακολουθείται με τη συναίνεση των δυο μερών και είναι βαθμιαία, αλλά όχι συμφωνημένη ως βαθμιαία. Με άλλα λόγια μπορεί να μετεξελιχθεί, αφού αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη σε ένα στάδιο ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, μπορεί όμως και να παραμείνει αδρανής, ως προς αυτό το αποτέλεσμα.

Ο μεγάλος κίνδυνος είναι, όταν η Τουρκία ικανοποιήσει τις βλέψεις της που την οδήγησαν στην τρέχουσα βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα, είτε αυτές είναι η προμήθεια των F-16 από τις ΗΠΑ, είτε η βελτίωση της θέσης της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως με μια πιο συμφέρουσα συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης, είτε η βελτίωση της γενικότερης διεθνούς και εσωτερικής κατάστασης της χώρας, να ανακρούσει πρύμνη και να επανέλθει πλησίστια στις προηγούμενες πρακτικές της και στις έωλες απαιτήσεις της, που μας είχαν ταλαιπωρήσει στο πρόσφατο παρελθόν. Κυρίως στο επιχείρημα ότι η κυριαρχία των ακραίων ελληνικών νησιών εξαρτάται από τη συμμόρφωση της χώρας μας  με το καθεστώς αποστρατικοποίησης που επέβαλαν η Συνθήκη της Λωζάννης, η Σύμβαση της Λωζάννης (η οποία, σημειωτέον δεν ισχύει πλέον, με το να έχει αντικατασταθεί από τη Συνθήκη του Μοντρέ), και η Συνθήκη των Παρισίων, στην οποία η Τουρκία δεν είναι μέρος, και αφορά τα Δωδεκάνησα.

Η δεύτερη οδός είναι μια κατά μέτωπον αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων, σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευθούμε το καλό κλίμα για την ειρηνική επίλυση τους. Αυτή η λύση προϋποθέτει την ενασχόληση του Πολιτικού Διαλόγου κατευθείαν με τα μεγάλα περιφερειακά ζητήματα που μας έχει σωρεύσει η Τουρκία, δηλ. το θέμα της κυριαρχίας των νησιών και το θέμα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης. Στο μεν πρώτο ελπίζω να υπερτερήσει η λογική και το εκκεντρικό επιχείρημα της Τουρκίας να μην έχει συνέχεια. Στο δεύτερο, δηλ. στην αιγιαλίτιδα, θα πρέπει να βρεθεί λύση συμβατή με τα συμφέροντα των δυο κρατών. Υπενθυμίζω ότι στις αρχικές συζητήσεις, κατά τη διάρκεια των διερευνητικών που είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση Σημίτη, η Τουρκία είχε συμφωνήσει σε 12 ν.μ. για τις ηπειρωτικές ακτές και 6 ν.μ. για τα νησιά, χωρίς να έχει γίνει δεκτό από την ελληνική πλευρά, και με την τελική υπαναχώρηση της Τουρκίας στο σημείο αυτό. Θα τολμούσα να προτείνω η Ελλάδα να δεχτεί τα 6 ν.μ. παντού, ώστε να προχωρήσει η διαπραγμάτευση , και να επεκτείνει στα 12 ν.μ. μετά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ ΑΟΖ, στα σημεία που θα βρίσκονται στην ελληνική πλευρά αυτών των δυο ζωνών.

Και επειδή η οριοθέτηση είναι δυσχερής και λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει η επίλυση με την παρουσία όλων των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, και λόγω των διεκδικήσεων των δύο μερών, η μόνη εφικτή λύση μπορεί να προέλθει από το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, το οποίο είναι κατεξοχήν αρμόδιο για την επίλυση θαλασσίων διαφορών, με μεγάλη εμπειρία δίκαιης κατανομής σε ανάλογες περιπτώσεις. Η δεσμευτικότητα της απόφασής του, εξάλλου, και το μεγάλο κύρος του θα εξασφαλίσει και την απρόσκοπτη και αγόγγυστη εφαρμογή της και από τα δυο μέρη. Πράγμα που θα σημάνει το τέλος των μεγάλων διαφορών. Απομένει το Κυπριακό, για το οποίο θα πρέπει να ενδιαφερθούμε ενεργητικά, και απελευθερωμένοι από τα διμερή ζητήματα. Αν και οι πρωτοβουλίες στο θέμα αυτό, βρίσκονται στα χέρια των δυο κοινοτήτων.

Το ζήτημα βέβαια είναι κατά πόσον υπάρχει ετοιμότητα της Τουρκίας για το μεγάλο αυτό άλμα. Γιατί είναι αλήθεια ότι η Τουρκία έχει δεχθεί την προσφυγή στη Χάγη, αλλά με την προϋπόθεση να παραπεμφθούν σε αυτήν όλες οι διαφορές που δήθεν απασχολούν τα δυο μέρη, δηλ. όλες οι τουρκικές διεκδικήσεις και αιτιάσεις. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να πεισθεί η Τουρκία να ενδώσει σε μια διαφορετική εκδοχή προσφυγής, που θα περιορίζεται στις δυο θαλάσσιες ζώνες και μόνον. Αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα που θέτει και το καίριο ερώτημα: Η ετοιμότητα της Τουρκίας για προσφυγή πόσο ειλικρινής είναι; Η απάντηση δε μπορεί να δοθεί in abstracto, αλλά πρέπει να τεκμηριωθεί στο πεδίο, στον πολιτικό διάλογο, εφόσον επιχειρηθεί. Κάτι που μπορεί να μας δώσει και το μέτρο των εξελίξεων του διαλόγου που μόλις έχει αρχίσει.

Πηγή: www.kreport.gr