Ενα κλασικό αξίωμα λέει πως τις εκλογές τις κερδίζει εκείνος που καταφέρνει να επιβάλει το εκλογικό δίλημμα, το κεντρικό ερώτημα στο οποίο με την ψήφο τους απαντούν οι ψηφοφόροι. Ποιο, λοιπόν, θα αποδειχθεί ότι είναι το βασικό ερώτημα αυτών των εκλογών, που αναγγέλθηκαν μεταξύ αγίου μύρου και Σταύρωσης και ορίστηκαν για την 6η Μαΐου, ημέρα που η Εκκλησία μας γιορτάζει τον πολύαθλο άγιο της υπομονής, τον Ιώβ;
Το πρώτο που διεκδικεί τον ρόλο του «κρίσιμου διακυβεύματος» είναι το ερώτημα που συνοψίζει τα πάθη της περασμένης διετίας, το ερώτημα γύρω από το οποίο αναδιατάχθηκαν οι κομματικοί συσχετισμοί και κινητοποιήθηκαν οι πλατείες: Υπέρ ή κατά του Μνημονίου; Με το Μνημόνιο ή εναντίον του;
Αλλά ενώ το ερώτημα μοιάζει αυτονόητο, η απάντηση σε αυτό δεν είναι διόλου αυτονόητη ούτε μονοσήμαντη. Το «ναι» στο Μνημόνιο περιλαμβάνει μια γκάμα επιλογών από «ναι – ναι» («ζήτω η τρόικα, αυτή μπορεί να μας βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, αφού μόνοι μας είμαστε ανίκανοι να κυβερνηθούμε σωστά και να κάνουμε το σωστό») ώς το «ναι – όχι» («ναι στην ευρωπαϊκή λύση του προβλήματος, με το Μνημόνιο ως αναγκαίο προσωρινά κακό, όχι στον τροϊκανό δογματισμό της λιτότητας») και με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις. Μια ακόμη μεγαλύτερη γκάμα επιλογών καλύπτει το «όχι» στο Μνημόνιο. Από το «όχι – όχι» («όχι» στο Μνημόνιο, «όχι» στην Ευρώπη) ώς το «όχι – ναι» («όχι» στο Μνημόνιο, «ναι» στην Ευρώπη). Από το «όχι – κι ας πεινάσουμε» ώς το «όχι – εκ του ασφαλούς, δεν θα μας αφήσουν να χρεοκοπήσουμε». Και, προπάντων, από το ανομολόγητο, αλλά πλειοψηφικό «όχι – γιατί δεν θέλουμε να αλλάξει τίποτε από την ωραία προμνημονιακή εποχή, της κατανάλωσης και του πελατειακού, φεουδαρχικού πολιτικαντισμού» ώς το μειοψηφικό «όχι – γιατί θέλουμε να τα αλλάξουμε όλα, να καταργήσουμε (εμείς, μόνοι στον κόσμο!) τον καπιταλισμό».
Το δεύτερο ερώτημα που διεκδικεί να μονοπωλήσει την ψήφο μας, ομόζυγο και αντιθετικό του πρώτου, είναι το ερώτημα που τον περασμένο Νοέμβριο, μετά τη σύντομη, μοιραία περιπέτεια του δημοψηφίσματος, όρισε τον σχηματισμό και τον βίο της κυβέρνησης Παπαδήμου: Μέσα ή έξω από την Ευρώπη; Μέρος της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, έστω και με το βάρος της ύφεσης που μας επιβάλλεται, ή «αντίσταση στο Μνημόνιο», ακόμη και με τίμημα την έκπτωση από τον ευρωπαράδεισο;
Αλλά κι αυτό το ερώτημα, όσο αυτονόητα ισχυρό κι αν προβάλλει, έχει μεν μια μονοσήμαντη (και μειοψηφική) αρνητική απάντηση, αλλά η πλειοψηφική, θετική απάντηση σε αυτό περιλαμβάνει επίσης μια ευρεία γκάμα επιλογών και αποχρώσεων. Από το «ναι, όπως είμαστε – χωρίς στ’ αλήθεια να αλλάξουμε ούτε εμείς ούτε η Ευρώπη» ώς το «ναι – αλλά να αλλάξουμε κι εμείς εκ θεμελίων και η Ευρώπη στην κυρίαρχη συντηρητική επιλογή της».
Και, τέλος, ένα τρίτο ερώτημα, που με ένταση συζητήθηκε αυτές τις ημέρες της εκλογικής προθέρμανσης είναι αυτό που αφορά τη μορφή της μετεκλογικής διακυβέρνησης: μονοκομματική, αυτοδύναμη κυβέρνηση ή συμμαχική κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας;
Αλλά και αυτό το ερώτημα, ενώ έχει απαντηθεί πριν καν τεθεί (ούτε δύο στους δέκα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, γοητεύονται από την ιδέα μιας «ισχυρής, μονοκομματικής πλειοψηφίας»), δεν απαντά στο κρίσιμο ερώτημα: ποια και με ποιο πολιτικό πρόσημο συνεργασία; Με τη συμμετοχή ποιων; Και με ποια αποστολή;
Συμπέρασμα πρώτο: Απέναντι σε καθένα από τα τρία ερωτήματα – Μνημόνιο, Ευρώπη, επιλογή διακυβέρνησης – η απάντηση απαιτεί μια επιλογή που ξεφεύγει από τα απλοϊκά, μεταφυσικά διλήμματα της αντιμνημονιακής διετίας που ζήσαμε και ακολουθεί την ξεχασμένη, αλλά ισχυρή και αναπόδραστη διάκριση Δεξιάς – Αριστεράς. Συμπέρασμα δεύτερο: Δύσκολα θα προκύψει σε αυτές τις εκλογές ένα κεντρικό διακύβευμα, ένα θαυματουργό στην απλότητά του ερώτημα που να συνθέσει τον πολιτικό κατακερματισμό, να συνοψίσει σε ένα απλό «ναι» ή «όχι» την ψήφο μας και να αναδείξει «νικητή».
Ετσι συμβαίνει μάλλον στις μεταβατικές εποχές, όταν κάτι παλιό πεθαίνει και το νέο δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Η μετάβαση θέλει χρόνο και υπομονή. Οπότε, μια χαρά ταιριάζει σε αυτές τις εκλογές που ορίστηκαν την ημέρα του Ιώβ…