Πόσοι αναγνώστες της ATHENS VOICE παρακολουθούν την προεκλογική εκστρατεία με κομμένη την ανάσα; Φαντάζομαι ελάχιστοι. Ακόμη και εγώ (που σε αυτές τις εκλογές υποδύομαι τον υποψήφιο βουλευτή) ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να δείξω πολύ ενδιαφέρον για τις μανούβρες του Α ή του Β κόμματος, για τις δηλώσεις του Χ ή του Υ πολιτικού.
Δεν αμφιβάλλω ότι οι εκλογές της 6ης Μαΐου θα είναι κρίσιμες και το αποτέλεσμά τους καθοριστικό. Αυτό όμως που κυρίως με απασχολεί είναι τι θα γίνει στις 7 Μαΐου. Θα μπορέσει να μπει η χώρα μας σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;
Οι δημοσκοπήσεις είναι αντιφατικές μεταξύ τους (και, ίσως, αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας). Συμπίπτουν όμως όλες στο ότι κανένα κόμμα δεν πρόκειται να εξασφαλίσει –ούτε καν να πλησιάσει– την πολυπόθητη αυτοδυναμία, παρότι το εκλογικό σύστημα είναι φτιαγμένο για να μετατρέπει αδύναμες εκλογικές μειοψηφίες σε ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Συνεπώς, την επομένη των εκλογών όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα δίλημμα. Ή θα στηρίξουν μια κυβέρνηση συνεργασίας ή θα οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογές. Η πρώτη επιλογή φαίνεται ότι υποστηρίζεται από τα δύο τρίτα της κοινής γνώμης, αν και δεν έχει πολλούς (φανερούς) θιασώτες μεταξύ των πολιτικών. Η δεύτερη επιλογή είναι εκείνη που προτιμά η ΝΔ, ίσως και άλλοι.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσω –ή μήπως χρειάζεται;– γιατί η δεύτερη επιλογή θα ήταν καταστροφική. Παρά τη δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο ΙΙ, δεν έχουμε ακόμη αποφύγει τη χρεοκοπία. Η διεθνής βοήθεια μάς προσφέρει χρήμα και χρόνο (έναντι φυσικά οδυνηρών ανταλλαγμάτων) για να νοικοκυρέψουμε το κράτος και την οικονομία. Εάν σπαταλήσουμε το χρόνο (και το χρήμα) προκειμένου να γίνει ο κ. Σαμαράς πρωθυπουργός, τότε εκείνος μεν θα βρεθεί να κυβερνά μια διαλυμένη χώρα, εμείς δε οι υπόλοιποι να ζούμε σε αυτή.
Συνεπώς, εάν δεχθούμε ότι η ακυβερνησία θα ήταν καταστροφική (και κανείς δεν έχει καν προσπαθήσει να μας πείσει για το αντίθετο), κάποια κυβέρνηση συνεργασίας είναι απαραίτητη. Το θέμα είναι ποια κυβέρνηση, με ποιον επικεφαλής και κυρίως με ποιο πρόγραμμα. Η απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αποτέλεσμα των εκλογών. Το πρόγραμμα όμως της επόμενης κυβέρνησης μπορεί να συζητείται από σήμερα. Ή, μάλλον, θα έπρεπε να είναι το βασικό θέμα συζήτησης αυτής της προεκλογικής περιόδου. Δεν είναι, επειδή οι πολιτικοί μας σκέφτονται ακόμη με τα μυαλά της προηγούμενης φάσης: «εκλογές = κενές υποσχέσεις + θεαματικές κινήσεις + απαξίωση του αντιπάλου». Όσο για τα πραγματικά προβλήματα των πραγματικών ανθρώπων: «Ε, ας εκλεγούμε πρώτα… μετά όλο και κάτι θα σκεφτούμε».
Τι σκέφτομαι εγώ; Η Δημοκρατική Αριστερά (το κόμμα στο οποίο ανήκω) είναι η αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Ούτε όμως μπορεί να παίζει το ρόλο του αφελούς συνυπεύθυνου για πολιτικές επιλογές άλλων. Ούτε επείγεται για κυβερνητικά πόστα: δεν είναι σαν κάποια κόμματα που λειτουργούν ως γραφεία ευρέσεως εργασίας για τα στελέχη τους.
Τι απομένει; Ένας μόνος δρόμος, νομίζω. Η Δημοκρατική Αριστερά έχει καταθέσει μια σειρά από «ισοδύναμα»: μέτρα που μειώνουν το έλλειμμα όσο και τα μέτρα της τρόικας, αλλά με κοινωνικά δικαιότερο τρόπο. Επίσης, έχει επεξεργαστεί συγκεκριμένες προτάσεις για την προστασία των πιο αδύναμων από τα θύματα της κρίσης, μέσω της ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτύου ασφαλείας. Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς θα πρέπει λοιπόν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα αυτά. Και, εάν αυτό γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής στη νέα κυβέρνηση.
* Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει κοινωνική, πολιτική και δημόσια οικονομική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ είναι υποψήφιος βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς στην Α΄ Αθηνών.