Το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού που απαρτίζει το Σύριζα δεν είναι τίποτα άλλο από «εφεδρικές» δυνάμεις που σε όλη την μεταπολίτευση συναγελάζονταν με το κυριαρχούν πολιτικό σύστημα, τον πρώην πανίσχυρο δικομματισμό.
Βέβαια στο Σύριζα και μάλιστα στην ηγετική του ομάδα ηγεμονεύει(;) μια νεότερη γενιά πολιτικών με πρωταγωνιστή τον σαραντάρη Αλέξη Τσίπρα αλλά και αυτής ο λόγος δεν προσκομίζει τίποτα το καινούργιο, παραμένει στα μεταπολιτευτικά στερεότυπα. Δίπλα μάλιστα σ αυτό το λόγο συνυπάρχουν διαρκείς φιγούρες από την λεγόμενη γενιά του Πολυτεχνείου (την οποία την γνωρίζουμε εξ ιδίας πείρας) αλλά και παλιότεροι οι οποίοι χρησιμοποιούν ένα «ασάλευτο», «προ- μεταπολιτευτικό» λόγο και μάλλον υπέρ-προσδιορίζουν την όλη αφήγηση του Σύριζα. Και δεν είναι μόνο ο Παναγιώτης Λαφαζάνης. Ούτε οι «αντιμνημονιακοί» Πασόκοι του Αλέξη Μητρόπουλου. Ούτε και η κα Κωνσταντοπούλου η οποία οικοδομεί ένα ηθικολογικό και εθνικιστικό προφίλ με διαφορετικά από τα κλασσικά αριστερά στερεότυπα. Είναι αυτά τα δεδομένα που μας κάνει να ισχυριζόμαστε ότι ο Σύριζα παραμένει σε ένα λόγο εθνικού κράτους πριν την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως νέου διεθνούς υποκειμένου. Σ αυτό το χαρακτηριστικό του Σύριζα ήρθε να δέσει με τρόπο που κανείς μας δεν φανταζότανε η σχέση με τους ΑΝΕΛ. Μάλιστα μερικοί στο Σύριζα έσπευσαν να το αιτιολογήσουν θεωρητικά. Η λαϊκή (ακρο)Δεξιά του Καμένου εκφράζει το εθνικό και ο Σύριζα (ως Αριστερά) το κοινωνικό…
Άλλωστε συνολικά το πολιτικό προσωπικό του Σύριζα , εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, με την πολιτική παιδεία που διαθέτει και αφορά κυρίως συνδικαλιστικές και κομματικές διαδικασίες, είναι δύσκολο να παρακολουθεί τις καθημερινές ευρωπαϊκές λειτουργίες και αυτός είναι ένας από τους λόγους να τις αποστρέφεται. Κάτι ανάλογο συνέβαινε με τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ που αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν, για το κακό και το καλό, τις κυβερνητικές λειτουργίες. …[i]
Βέβαια όσα εδώ τονίζουμε οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι διαχειριστές της τελευταίας φάσης της κρίσης δεν είναι παρά οι τελευταίοι μιας εποχής που απέρχεται. Το δίλλημα δηλαδή αν η κυβέρνηση Σύριζα είναι το κλείσιμο μιας εποχής ή η έναρξη μιας καινούργιας έχει μάλλον την πρώτη απάντηση. Οι εφεδρείες της μεταπολίτευσης θα ολοκληρώσουν τον ιστορικό της κύκλο με όρους που προσιδιάζει στις εφεδρείες.
Αν αυτή η εκτίμηση έχει βάθος το συμπέρασμα είναι ότι και αυτή η κυβέρνηση δεν θα μακροημερεύσει. Θα συνεχιστεί δηλαδή, όπως συνέβη και με τις «μνημονιακές» κυβερνήσεις, αλλά με χειρότερους όρους η αβεβαιότητα. Αυτή η εκτίμηση διαφέρει παρασάγκας από την περίφημη περί «αριστερής παρένθεσης». Η κυβέρνηση αυτή δεν θα φύγει έτσι απλά ώστε η διαδοχή που θα προκύψει να είναι επάνοδος του υπάρχοντος πολιτικού κατεστημένου.
Βέβαια σε μια πολιτική συγκυρία πέραν της κύριας αφήγησης την οποία υπαινιχτήκαμε υπάρχουν πάντα αντινομίες και ιδιαιτερότητες η αντιμετώπιση των οποίων θα έχει επιπτώσεις ως προς την διάρκεια αυτής της κυβέρνησης και των εν γένει αντοχών της.
Για παράδειγμα αν ο κ. Τσίπρας , τον οποίο αναγνωρίζει ένα σημαντικό τμήμα πολιτών στο πρωθυπουργοκεντρικό μας σύστημα, αποδεχθεί τον ρόλο του εντός της ΕΕ και προσπαθήσει στοιχειωδώς να συνεργαστεί μαζί της θα έχουμε διαφορετικές εξελίξεις από το εάν επιμείνει στην «άκαμπτη» στάση που εξέπεμπε για χρόνια και με μικρές παραλλαγές συνεχίζει να εκπέμπει ως τώρα. Αυτή η στάση προς το συμβιβασμό του πρωθυπουργού φαίνεται πως όσο περνούν οι μέρες θα γίνεται πιο πιθανή. Την στάση αυτή προσπαθούν να ενισχύσουν τα κυριότερα ευρωπαϊκά κέντρα τα οποία δεν θέλουν , για λόγους που κι εμείς πολλές φορές έχουμε επισημάνει, την Ελλάδα έξω από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η πρωτοβουλία της Μέρκελ να καλέσει των πρωθυπουργό στο Βερολίνο επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά αυτή την εκτίμηση.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα η κυβέρνηση θα αντέξει εκπέμποντας διπλό λόγο ως τον Ιούνιο στην «τελική διαπραγμάτευση». Τότε μπορεί να επιχειρηθεί και πάλι μια συμφωνία για ένα «ιστορικό συμβιβασμό» με την Ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει μεν σε κρίση την κοινοβουλευτική ομάδα του Σύριζα αλλά για ένα διάστημα θα υπάρξει δυνατότητα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τα «μνημονιακά» κόμματα της αντιπολίτευσης. Είναι το καλό σενάριο.
Όμως και μια τέτοια λύση δεν θα είναι παρά προσωρινή. Η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στην συμφωνία που πιθανώς θα υπάρξει τον Ιούνιο. Η κατάσταση κρίσης και αβεβαιότητας θα συνεχιστεί ώσπου να αναδιαμορφωθεί μια νέα πολιτική κατάσταση ευθύνης στη χώρα. Γιατί το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, με τους όρους του σήμερα, αδυνατεί να δώσει λύσεις…
[i] Είχα την τύχη να συνυπάρξω για τρις περίπου μήνες με την ΔΗΜΑΡ συμμέτοχο στην τριμερή αρχικά κυβέρνηση. Η προσφορά της και μόνο με την παρουσία της ήταν σημαντική. Αποτελούσε το «ηθικό» ανάχωμα στα άλλα δύο κόμματα που τα «συνέτιζε» και τα εμπόδιζε στο να καταφεύγουν στις γνωστές τους πρακτικές διαπλοκής. Οι μόνοι που δεν το καταλάβαιναν ήταν τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ που αδυνατούσαν (δεν ήξεραν αλλά και δεν ήθελαν να μάθουν) να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση της χώρας με όρους μεταρρυθμίσεων. Έτσι με την απόφαση του αρχηγού τους για έξοδο από την κυβέρνηση ανακουφίστηκαν. Το δυστύχημα είναι ότι η χώρα στερήθηκε των ηθικών αναπνοών που τόσο της χρειαζόταν. Το αποτέλεσμα το δρέπουμε τώρα …
[1] Είχα την τύχη να συνυπάρξω για τρις περίπου μήνες με την ΔΗΜΑΡ συμμέτοχο στην τριμερή αρχικά κυβέρνηση. Η προσφορά της και μόνο με την παρουσία της ήταν σημαντική. Αποτελούσε το «ηθικό» ανάχωμα στα άλλα δύο κόμματα που τα «συνέτιζε» και τα εμπόδιζε στο να καταφεύγουν στις γνωστές τους πρακτικές διαπλοκής. Οι μόνοι που δεν το καταλάβαιναν ήταν τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ που αδυνατούσαν (δεν ήξεραν αλλά και δεν ήθελαν να μάθουν) να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση της χώρας με όρους μεταρρυθμίσεων. Έτσι με την απόφαση του αρχηγού τους για έξοδο από την κυβέρνηση ανακουφίστηκαν. Το δυστύχημα είναι ότι η χώρα στερήθηκε των ηθικών αναπνοών που τόσο της χρειαζόταν. Το αποτέλεσμα το δρέπουμε τώρα …