Πληθαίνουν οι πολιτικές αναλύσεις που γίνονται για να εξηγηθεί το φαινόμενο της ανόδου της Χρυσής Αυγής, αλλά κυρίως για τα πιθανά μέτρα που πρέπει να ληφθούν, ώστε να διαμορφωθεί ένας σύγχρονος ηγεμονικός λόγος κατά του νεοναζισμού. Όλοι όσοι αναγνωρίζουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, εκούσια ή ακούσια, θεωρητικώς ή ενστικτωδώς, την φιλελεύθερη δημοκρατία ως αυταξία, βλέπουν στην άνοδο της Χρυσής Αυγής μια βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας μας. Πολύ φοβάμαι όμως πως αυτές οι αναλύσεις, παρόλο που γίνονται στο όνομα της υπεράσπισης του ορθολογισμού, διέπονται περισσότερο από ένα θεμιτό πάθος κατά της βίας, όχι όμως και από μια ανάλυση της διαφοράς μεταξύ της βίας που χρησιμοποιούν οι εχθροί της δημοκρατίας από τη μία και του φασισμού από την άλλη.
Το ζητούμενο βεβαίως δεν είναι να δούμε ποιος κάνει τις πιο «εμβριθείς» αναλύσεις και ποιος όχι. Το ζητούμενο είναι το πώς, άνθρωποι από τον σοσιαλδημοκρατικό, τον συντηρητικό, τον φιλελεύθερο, τον ανανεωτικό και ριζοσπαστικό αριστερό χώρο, θα βρουν τρόπους και παρά τις διαφορές που τους χωρίζουν, θα μπορέσουν να αρθρώσουν ένα ηγεμονικό λόγο υπέρ της Δημοκρατίας. Γιατί το μεγάλο έλλειμμα της εποχής και της χώρας είναι το έλλειμμα δημοκρατίας.
Για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να αποφευχθεί η σύγχυση που προκύπτει όταν ο φασισμός, ως το πλέον αντι-ανθρωπιστικό ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό μόρφωμα, συγχέεται με τις διάφορες μορφές εκδήλωσης της βίας. Και από μορφές εκδήλωσης βίας στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη… «να φάνε και οι κότες». Όμως όλες οι μορφές βίας δεν είναι φασισμός. Ας περιοριστώ στην ελληνική περίπτωση, αν και αρκετές φορές έχω αναφερθεί και σε περιστατικά βίας στη Δυτική Ευρώπη, που καθόλου δεν υπολείπονται των δικών μας.
Η βία στην Ελλάδα, όπως αυτή προέκυψε μετά την υπογραφή του Μνημονίου, δεν ήταν φυσικά κεραυνός εν αιθρία. Πριν απ’ αυτή την έξαρση της βίας, είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα ένας ηγεμονικός λόγος, ο οποίος πήγαζε από τα αριστερά και «περιέργως» εκβαλλόταν στα δεξιά, σύμφωνα με τον οποίο η Δημοκρατία, αποτελεί μια τυπική πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος ή του δυτικού ορθολογικού κακού για την καθ’ ημάς Ανατολή και τίποτα παραπάνω. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρήσεις, η Δημοκρατία είτε είναι άσχετη με τα λαϊκά αιτήματα, είτε λειτουργεί ως μηχανισμός υπαγωγής των λαϊκών αιτημάτων στις λογικές του καπιταλιστικού συστήματος, είτε βρίσκεται σε διάσταση με την προτεραιότητα του κοινοτισμού έναντι του ατόμου και της κοινωνίας. Το κοινό σημείο αυτών των θεωρήσεων είναι πως αντιλαμβάνονται τη Δημοκρατία ως μια τυπικότητα και τίποτα παραπάνω. Όποιος όμως πιστεύει πως το δικαίωμα της ελεύθερης εκλογής, της αλλαγής μέσω εκλογών των κυβερνώντων, αλλά και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης είναι ένα τυπικό δικαίωμα, είναι πολύ εύκολο να θεωρήσει ότι το δικαίωμα της διαφορετικής γνώμης του άλλου, είναι επίσης τυπικό. Γι’ αυτόν είναι εύκολο να πει πως «η Χούντα δεν τελείωσε το ’73» και από εκεί είναι πολύ εύκολο να πει πως η εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων δεν είναι δα και κανένα μεγάλο αμάρτημα. Αρκεί αυτή η εξόντωση να είναι προς όφελος του λαού, της τάξης ή της φυλής.
Η κατάληξη αυτής της αντίληψης, είναι η νομιμοποίηση της άποψης πως το αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε πολίτη να αντιμετωπίζεται ως φορέας νόμιμων απόψεων, με τις οποίες ο καθένας μπορεί φυσικά και να διαφωνεί, είναι ένα τυπικό δικαίωμα. Από εδώ ως τη νομιμοποίηση της άσκησης διαπροσωπικής βίας έναντι οποιουδήποτε σκέφτεται διαφορετικά απ’ αυτόν που ex officio εκφράζει τα συμφέροντα της τάξης, του λαού, του έθνους ή και εγώ δεν ξέρω ποιου άλλου, είναι όσο η απόσταση να ανέβει κανείς από την Κάτω Πλατεία στην Άνω και από εκεί να πάρει στα χέρια του το ψηφοδέλτιο της Χρυσής Αυγής. Η έξαρση όμως των φαινομένων βίας στην Ελλάδα του Μνημονίου, είναι ένα σημαντικό πρόβλημα, αλλά δεν είναι φασισμός. Όπως δεν είναι φασισμός και πολλές από τις πλευρές εκδήλωσης της κοινωνίας της αγένειας. Μερικές κοινωνικές στάσεις όπως η έλλειψη σεβασμού μερικών δημοσίων λειτουργών προς τους πολίτες, η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου στις συγκοινωνίες ή στους δημόσιους οργανισμούς για ίδιο όφελος και η αδιαφορία για τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των άλλων, αλλά και κάποιες «πολιτικές» στάσεις και συμπεριφορές όπως η γενικευμένη νομιμοποίηση παραβατικών φαινομένων (φοροδιαφυγή, εκβιασμοί, ρουσφέτια, διαφθορά στις διαπροσωπικές συναλλαγές, όπως και στις συναλλαγές με το Δημόσιο) και ανομικών φαινομένων («δεν πληρώνω», γιαουρτώματα), προδίδουν μια κοινωνία έτοιμη να ριχτεί στις αγκαλιές του φασισμού. Δεν είναι όμως αυτό φασισμός. Όπως δεν είναι φασισμός, αν και είναι μορφή ιδεολογικής βίας, το να ταυτίζει κανείς την εφημερίδα Αυγή με τη Χρυσή Αυγή. Είναι όμως όλα τα παραπάνω, τα υλικά με τα οποία γίνεται η ασφαλτόστρωση του δρόμου, μέσα από τον οποίο η αδύναμη κοινωνία των πολιτών οδηγείται στον φασισμό. Το ξεχείλωμα όμως του τι είναι φασισμός, ευνοεί τον πραγματικό φασισμό.
Κατά τη γνώμη μου οι ιδεολογίες και οι πρακτικές που απαξιώνουν τη Δημοκρατία είναι βία, αλλά δεν είναι φασισμός. Γιατί ο τελευταίος δεν είναι μια θεωρία βίας σαν όλες τις άλλες. Είναι μια θεωρία βίας που έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό. Όταν κανείς εξομοιώνει γενικά τη βία με τον φασισμό ως μορφή έκφρασης ενός βαθύτατου μίσους για την ίδια την ανθρώπινη κοινωνία, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να κάνει πιο εύπεπτο τον φασισμό στις συνειδήσεις των κοινωνικά περιθωριοποιημένων. Ο φανατισμός δεν είναι φασισμός, αν και ο φασισμός είναι και φανατισμός. Αυτή η εξομοίωση είναι βούτυρο στο ψωμί των απανταχού κασιδιάριδων, μια που στη συνείδηση μεγάλων στρωμάτων τίποτα πλέον δεν διαχωρίζει τους φασίστες από τους εχθρούς της δημοκρατίας. Οι φασίστες όμως δεν είναι μόνο απλοί εχθροί της δημοκρατίας, είναι εχθροί του ανθρώπινου λόγου και πολιτισμού, εχθροί του ανθρωπισμού.
Η δυνατότητα αντιμετώπισης του φασιστικού τέρατος, περνάει μέσα από μια προσπάθεια άρθρωσης ενός σύγχρονου ηγεμονικού λόγου υπέρ της Δημοκρατίας. Ενός λόγου που θα αναδεικνύει τη Δημοκρατία όχι μόνο ως μια μορφή πολιτεύματος, αλλά και ως κοινωνικό σύστημα, που περισσότερο απ’ όλα τα άλλα επιτρέπει εκείνο τον ταξικό ανταγωνισμό, μέσα από τον οποίο μπορούν να προκύψουν τεράστια οφέλη για μεγάλα κοινωνικά στρώματα.
Η Δημοκρατία οφείλει να είναι η απάντηση της Αριστεράς στις κοινωνικές ανισότητες και της Δεξιάς στην αποσταθεροποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Η Δημοκρατία ως μορφή κράτους παροχής υπηρεσιών προς τους πολίτες, αποτελεί την πιο αποστομωτική απάντηση προς όλους τους εχθρούς της. Γιατί, σε τελική ανάλυση, Δημοκρατία είναι η προσπάθεια για την επικράτηση της κοινής λογικής και του ορθού λόγου, έναντι του ανορθολογισμού των ασυνάρτητα ψεκασμένων Ελλήνων. Φυσικά και δεν χωράει καμία συμμαχία με αυτούς τους «ασυνάρτητα ψεκασμένους» Έλληνες.
Ακόμη όμως και αν διαφωνούμε για την εξομοίωση ή όχι των άκρων, πρέπει να συμφωνήσουμε πως χρειάζεται να υπερασπίσουμε τη Δημοκρατία και τον ορθό λόγο. Αλλά στην Ελλάδα, για να επιτύχουμε κάτι τέτοιο, πρέπει «να ανακαλύψουμε» άλλους πολιτικούς, άλλους αστούς, άλλους συνδικαλιστές και άλλους πνευματικούς ανθρώπους. Το Μνημόνιο δεν μας εμποδίζει να τους ψάξουμε. Μερικοί είναι δίπλα μας.