Το πελατειακό σύστημα δεν είναι μόνο μία φαύλη πολιτική στάση.
Στοιχειοθετεί και απροκάλυπτη εγκληματικότητα. Τόσο βαριά μάλιστα, που προϋποθέτει ή συνεπάγεται, την απόλυτη σύγχυση του ιδιωτικού με το δημόσιο. Η οποία μάλιστα, όταν προσλαμβάνει διαστάσεις «πανδημίας», αποκτά πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση.
Διότι, όταν εγκληματεί μεμονωμένο άτομο, για τη κοινή αντίληψη είναι απλώς εγκληματίας. Όταν όμως στο ίδιο έγκλημα μετέχουν ευρύτερες ομάδες, τότε δεν υπάρχει παρανομία.
Όπως ακριβώς συμβαίνει με τη χρήση της λογικής. Όπου στην περίπτωση που παραβιάζει τους κανόνες της λογικής ένα μεμονωμένο άτομο, η στάση του αυτή θεωρείται παραλογισμός. Όταν όμως προσχωρούν στον ίδιο παραλογισμό μεγάλες ομάδες, τότε αυτός ονομάζεται έθιμο, ιδεολογία, θρησκεία κ.ο.κ. (Θυμίζω το χαριτολόγημα του Καστοριάδη: «Αν ισχυριστώ ότι είμαι προϊόν άμωμης σύλληψης, θα με δέσουν με ζουρλομανδύα. Ένας άλλος όμως, με τον ίδιο ισχυρισμό έγινε αρχηγός θρησκείας, επειδή απλώς τον πίστεψαν πολλοί»).
Έτσι λοιπόν, ενώ η κάθε πελατειακού χαρακτήρα πράξη – από τις πελατειακές προσλήψεις στο δημόσιο, μέχρι την όποια κατά προτεραιότητα «εξυπηρέτηση» – αποτελεί τυπική περίπτωση εγκληματικής συμπεριφοράς (παράβαση καθήκοντος ή απιστία), εν τούτοις, επειδή το φαινόμενο αυτό διαβρώνει όλο το δημόσιο βίο μας, «αποποινικοποιείται».
Και όχι μόνον, αλλά επειδή η πελατειακή φαυλότητα είναι σε όλους μας ανυπόφορη, για να την ανεχτούμε αλλάζουμε και το νόημα των λέξεων. (Τη λειτουργία αυτής της γλωσσικής «πανουργίας», επισημαίνει πρώτος ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα). Έτσι λοιπόν, με την ίδια πανουργία μετονομάσαμε τη φαυλότητα σε «κοινωνική πολιτική». Αυτός ακριβώς ο φενακισμός, παρέχει και στην Αριστερά την άνεση, να αναλαμβάνει κατ’ επάγγελμα την προστασία όλων αυτών που προσλαμβάνονται παράνομα στο δημόσιο. Και όχι μόνον, αλλά να απαιτεί και τη μονιμοποίησή τους.
Η πελατειακή όμως αυτή προστασία, εκτός από εγκληματική (με τη στενή σημασία του όρου), είναι και κάτι άλλο, ακόμη χειρότερο. Είναι και παράλογη.
Τον παραλογισμό της περιέγραψε με ανεπανάληπτο τρόπο, πολιτευτής του Δηλιγιάννη. (Το περιστατικό αναφέρει ο Κ. Δαφνής, στη βιογραφία του Γ. Θεοτόκη): Στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει τη χώρα, ο Χ. Τρικούπης θέσπισε μεταξύ των άλλων και το νόμο «περί προσόντων των δημοσίων υπαλλήλων». Διότι μέχρι τότε μπορούσε να προσλαμβάνεται ένας αγράμματος, ως γραμματέας.
Οι δηλιγιαννικοί, ως γνήσια τέκνα του ανατολικού δεσποτισμού, αντέδρασαν, διότι ο εκσυγχρονισμός της χώρας έπληττε τον πυρήνα της ύπαρξής τους. (Όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, με τους ομολόγους τους). Γι’ αυτό και όταν ρωτήθηκε ο Δηλιγιάννης ποιο είναι το πρόγραμμά του, απάντησε: «Το αντίθετον του Κου Τρικούπη». (Το πολιτικό σύμφυρμα που επίμονα ο Π. Αθανασόπουλος αποκαλεί «φαιοκόκκινο μέτωπο», παλινδρομεί στην ίδια νοοτροπία. Η διαφορά του είναι ότι στερείται της ειλικρίνειας και της λακωνικότητας, ακόμη και του Δηλιγιάννη. Γι’ αυτό και υποκρίνεται φλυαρώντας).
Εκτός λοιπόν από το σύνθημα «κάτω οι φόροι» (σήμερα λέγεται «δεν πληρώνω»), οι δηλιγιαννικοί υποσχέθηκαν και την κατάργηση του νόμου περί προσόντων των δημοσίων υπαλλήλων. Σε ερώτηση δε, για ποιο λόγο θα τον καταργούσαν, πολιτευτής του Δηλιγιάννη απάντησε: «Διότι κατά κανόνα, οι έχοντες τα ολιγότερα προσόντα, είναι και οι πλέον ικανοί»