Επανέρχομαι με τα πολλά «αν» της δυνητικής ανάκαμψης στο ούτως ή άλλως κρίσιμο διάστημα που ακολουθεί.
Η πρώτη σειρά έχει σχέση με την εσωτερική, πολιτική ιδίως, κατάσταση. Αν ορθοποδήσει «δομικά» η κυβέρνηση, αν δεν διαλυθεί η «εσωτερική τρόικα», αν προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, αν διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη… Την τύχη κρατούν στα χέρια τους πολλοί και πολλά: ο Πρωθυπουργός, φυσικά, ο οποίος έχει, μέχρι στιγμής, εκπλήξει ευχάριστα με την ωρίμανση στο αξίωμα, αλλά του μένει το ακόμα πιο δύσκολο, η επιβολή στα πράγματα, ο Υπουργός Οικονομικών, που έχει ασφαλώς δώσει νέο αέρα, χάρις στη θετική του ενέργεια και την πλήρη στήριξη του Πρωθυπουργού, πρέπει όμως γρήγορα να χτίσει ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες και να ξεκινήσει την παιδαγωγική του προσπάθεια΄ οι αρχηγοί των δύο κομμάτων που στηρίζουν, με αίσθηση καθήκοντος αλλά και μπόλικα βογγητά, την κυβέρνηση, χωρίς να έχουν χαράξει ακόμα, ανάμεσα στο «μυαλό» και το «συναίσθημα», μια σταθερή πορεία΄ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που αντιστέκεται, μέχρι στιγμής, στον ακραίο λαϊκισμό, όχι όμως και στην καλλιέργεια της Ελλάδας της δραχμής. Οι εξελίξεις εξαρτώνται καταλυτικά από τυχαία γεγονότα (που, εκ φύσεως, δεν μπορούν να προβλεφθούν, αλλά είναι και δύσκολο, υπό τις παρούσες συνθήκες, να αποφευχθούν) και από πολιτικές επιλογές (για τις οποίες, φυσικά, τον πρώτο λόγο έχουν τα –παραπάνω κυρίως- πρόσωπα): θα δοθεί προτεραιότητα στην πάταξη της ανομίας, ξεκινώντας από αυτή που προέρχεται από το ίδιο το κράτος; το πολυαναμενόμενο φορολογικό νομοσχέδιο θα αποδειχθεί πράγματι «απλό» και «δίκαιο»; τα βήματα στον τομέα των μεταρρυθμίσεων θα είναι τέτοια που να πείσουν, να κάμψουν έστω, τους εταίρους μας ως το τέλος της χρονιάς; θα αποκτήσει κάποια στιγμή αέρα πανεθνικής προσπάθειας η κυβερνητική ανηφόρα; Αν αυτά, ή κάποια από αυτά, πραγματοποιηθούν, ή αρχίσουν να πραγματοποιούνται, τότε υπάρχει περίπτωση να αποφευχθεί το μοιραίο εσωτερικό χτύπημα, που θα ήταν να γυρίσει η κοινωνία, με βία ή χωρίς, οριστικά την πλάτη στην ελπίδα.
Στο, ακόμα πιο κρίσιμο, εξωτερικό μέτωπο, το στοίχημα που παίζεται είναι αυτό της συνολικής αλλαγής πορείας. Αν δεχτούμε –αυτό είναι το μόνο ρεαλιστικά θετικό σενάριο- ότι η Ελλάδα πρέπει να «παίξει άμυνα», εφαρμόζοντας τα συμφωνημένα, ξαναχτίζοντας την αξιοπιστία της και περιμένοντας βαθιές αλλαγές στη θωράκιση του ευρώ και των κρατών μελών υπό επιτήρηση, τότε, για να έχει νόημα η εσωτερική προσπάθεια, θα πρέπει να δίνονται σήματα ότι προχωρεί και η ευρωπαϊκή εμβάθυνση. Μέχρι στιγμής τέτοια δείγματα (το σχέδιο της τραπεζικής ένωσης, η πρόοδος για τα «ευρω-ομόλογα έργου», η διαρκής απομάκρυνση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τη γερμανική ορθοδοξία) δεν ενοποιούνται ακόμα σε μια κοινή αίσθηση αλλαγής παραδείγματος. Δεδομένου του κεντρικού ρόλου της Γερμανίας και της ηγέτιδας της, η αναμενόμενη απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου για το Μόνιμο Μηχανισμό Στήριξης, μπορεί, αν είναι θετική, να αποτελέσει κρίσιμο ορόσημο. Και πάλι, όμως, πιστεύω ότι η εναπόθεση όλων, ή έστω των περισσότερων, ελπίδων στη γερμανική στάση, είναι άστοχη. Το αντίθετο, όσο δύσκολο κι αν είναι, παραμένει ρεαλιστικότερο: η σύμπηξη συμμαχιών, υπό τη σκέπη ίσως του άτυπου νέου διδύμου Γαλλίας-Ιταλίας, για πιο τολμηρά μέτρα, όχι εναντίον ή ερήμην της Γερμανίας, αλλά πείθοντάς την ότι θα ήταν προς το συμφέρον όλων, άρα και προς το γερμανικό συμφέρον. Το πρόβλημα με αυτή την τακτική είναι ότι απαιτεί χρόνο, που αποτελεί, ειδικά για την Ελλάδα, το βασικό εν ανεπαρκεία αγαθό.
Άρα, το ποτήρι είναι, τελικά, μάλλον πιο μισοάδειο παρά μισογεμάτο…
.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. www.botopoulos.gr