Δυο αρκετά συγγενείς από πολλές απόψεις πολιτικοί άνδρες είχαν καθοριστική συμβολή στο να λάβει η Ελλάδα, με την αρχή του φθινοπώρου, την τελευταία-τελευταία-τελευταία (ως την επόμενη) ευκαιρία. Δεν χρειάζεται καν να πούμε ότι κανένας από τους δύο δεν ήταν Έλληνας.
Ο πρώτος, ο Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, έβαλε όλο του το πολιτικό βάρος και την ισχύ της χώρας του, ώστε να ακουστεί ο Έλληνας Πρωθυπουργός και να πειστεί η γερμανίδα καγκελάριος, που βρίσκεται υπό διαρκώς αυξανόμενη πίεση από την ολοένα εχθρικότερη προς την Ελλάδα κοινή της γνώμη αλλά και κάποιους κυβερνητικούς εταίρους της, να μην κάνει το φραστικό ή και πολιτικό βήμα που θα σηματοδοτούσε εγκατάλειψη της χώρας μας από τον ευρωπαϊκό παράγοντα. Ο δεύτερος, ο Ιταλός Πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, επέμενε και επιμείνει στο μόνο σχέδιο που μπορεί να δώσει μιαν ελπίδα ή έστω έναν ορίζοντα στο ελληνικό (και όχι μόνο) πρόβλημα, δηλαδή στη στενότερη πολιτική ένωση της Ευρωζώνης. Και οι δύο, φυσικά, απευθύνονται και «προϋποθέτουν» τη συναίνεση της Γερμανίας. Όμως όλα δείχνουν ότι η καθυστέρηση στα δημοσιονομικά μέτρα λόγω των εκλογών, τα αμήχανα αρχικά βήματα της νέας ελληνικής κυβέρνησης και, κυρίως, το σφίξιμο και η εξάπλωση της κλοιού της κρίσης, που έκανε, για κάποιους, την Ελλάδα ιδανικό εξιλαστήριο θύμα, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα πράγματα σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η αίσθηση ότι άλλαξε προς το καλύτερο το κλίμα (χωρίς ωστόσο αφαίρεση της δαμόκλειας σπάθας πάνω από τα κεφάλια μας) με το πρόσφατο ταξίδι του Πρωθυπουργού σε Βερολίνο και Παρίσι και την επικοινωνιακή αντεπίθεση που ακολούθησε οφείλεται, ασφαλώς, κατά πρώτο λόγο, στους ελληνικούς χειρισμούς, δεν θα ήταν όμως, πιστεύω, δυνατή αν δεν είχαν ανοίξει το δρόμο ο Γάλλος και ο Ιταλός ηγέτης. Ο πρώτος κατέστησε ξανά και ίσως πια αμετάκλητα την Ελλάδα μέρος της συνολικής ευρωπαϊκής λύσης και ο δεύτερος συνέδεσε την τύχη της λύσης με την πρόοδο της ουσιαστικής εμβάθυνσης της ενοποίησης.
Οι κίνδυνοι τώρα είναι μήπως αυτές οι βάσεις διαψευστούν από την πραγματικότητα. Γιατί δεν πρέπει να παραβλέπουμε δύο κρίσιμα παράδοξα. Πρώτον, ότι η παράταση ανοχής της Γερμανίας συνδέεται με την πλήρη τήρηση των εκ Γερμανίας εκπορευόμενων μέτρων, δηλαδή πιθανότητα με μεγαλύτερη λιτότητα, που μπορεί να δοκιμάσει πια την ανοχή, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, στο εσωτερικό της χώρας μας. Και δεύτερον, ότι το πολιτικό σχέδιο ενοποίησης σημαίνει στην πράξη πορεία προς μια «ομοσπονδιοποίηση» της Ευρώπης, στην οποία ο Πρωθυπουργός της Ιταλίας βρίσκει σύμμαχο τη Γερμανία (μια Γερμανία που δεν φοβάται την απώλεια «εθνικής κυριαρχίας» γιατί ξέρει ότι θα τη βρει σε υπερεθνικό επίπεδο) αλλά όχι το έτερο ελληνικό στήριγμα, τη Γαλλία, η οποία, αντιθέτως, προτιμά την «αλληλεγγύη μέσα στη διαφορά», ώστε να μην υποχωρήσει κι άλλο στο γενικό συσχετισμό δυνάμεων.
Δύσκολο παζλ. Αλλά αυτό δεν κάνει ούτε λιγότερο σημαντική την παράταση ζωής που δόθηκε στην Ελλάδα (με προϋποθέσεις την εκτέλεση έργου και ανάκτηση της αξιοπιστίας), ούτε μικρότερο το χρέος που οφείλουμε στους ξένους ηγέτες που για πολιτικούς αλλά και για πολιτιστικούς λόγους συνεχίζουν να πιστεύουν στην Ελλάδα και να βρίσκουν τρόπους να μεταδίδουν την πίστη τους. Ελπίζω και στους Έλληνες.
.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. www.botopoulos.gr