liberal.gr
Σε προχθεσινό φύλλο των Τάϊμς του Λονδίνου δημοσιεύθηκε η είδηση ότι ανώτατος αξιωματικός της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου κινδυνεύει να χάσει τη θέση του λόγω κακών χειρισμών του σε μια σοβαρή υπόθεση. Το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται όμως σε αυτό το τμήμα της είδησης.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στη συνέχειά της, όπου αναφέρεται ότι μαζί με τη θέση του θα χάσει και τις ετήσιες αποδοχές του ύψους διακοσίων σαράντα χιλιάδων λιρών. Δηλαδή κάπου δέκα φορές παραπάνω από τις αποδοχές έλληνα ομολόγου του. Μπορεί βέβαια το κόστος διαβίωσης στο Λονδίνο να είναι υψηλότερο από αυτό της Αθήνας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δεκαπλάσιο ώστε να δικαιολογείται αυτή η διαφορά, ακόμη και αν λογαριάσουμε τις διαφορετικές δημοσιονομικές δυνατότητες των δύο κρατών. Ας μην απορούμε λοιπόν για τις διαφορές και στο επίπεδο των επιδόσεων.Των συλλογικών και συνολικών επιδόσεων, εννοούμε, διότι σε επίπεδο ατομικών επιδόσεων υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που αστυνομικοί, όπως και άλλοι κρατικοί λειτουργοί στη χώρα μας, ασκούν τα καθήκοντά τους με μεγάλη ευσυνειδησία και αποτελεσματικότητα, ανεξάρτητα από το χαμηλό επίπεδο αμοιβών τους.
Οι διαφορές όμως στις αμοιβές δεν περιορίζονται μόνο μεταξύ της Ελλάδας και άλλων ανεπτυγμένων χωρών. Διαφορές μεγάλες εντοπίζονται και μέσα στην ίδια τη χώρα μας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, σε αμοιβές για ίδιες ή ανάλογες υπηρεσίες. Παρατηρείται όμως το εξής παράδοξο: στις χαμηλές θέσεις αμείβεται καλύτερα ο εργαζόμενος στο δημόσιο, ενώ στις ανώτερες και ανώτατες θέσεις οι αμοιβές είναι σημαντικά έως συντριπτικά υψηλότερες στον ιδιωτικό τομέα. Έτσι, για παράδειγμα, οι επικεφαλής του τομέα πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή ανώτερα ή ανώτατα στελέχη, σε δύο δημόσια νομικά πρόσωπα που παρέχουν ορισμένες κατηγορίες τραπεζικών υπηρεσιών έχουν ετήσιες αποδοχές τουλάχιστον δέκα φορές μικρότερες από ομολόγους τους των λεγομένων συστημικών τραπεζών.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι ένα τουλάχιστον από αυτά τα δημόσια νομικά πρόσωπα στοχεύει σε «μεταγραφές» ανωτέρων στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα. Και το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι: οι μεταγραφές θα γίνουν με τις αμοιβές που σήμερα προσφέρει αυτό στα στελέχη του; Η απάντηση είναι προφανής: Όχι. Επομένως θα δώσει στα μεταγραφόμενα στελέχη αμοιβές ιδιωτικού τομέα. Εδώ όμως έρχεται η επόμενη ερώτηση: Τα σημερινά ανώτερα στελέχη αυτού του νομικού προσώπου θα συνεχίσουν να έχουν τις σημερινές χαμηλές αποδοχές τους, έστω και αν θα έχουν ίδια καθήκοντα με τους νέους συναδέλφους τους, οι οποίοι ,ασκώντας ίδιου επιπέδου καθήκοντα, θα αμείβονται πολύ παραπάνω από αυτούς;
Αντίστοιχος είναι ο προβληματισμός για τις αμοιβές των επικεφαλής μεγάλων δημόσιων οργανισμών. Καλούνται, έναντι καθαρής μηνιαίας αμοιβής μικρότερης των τριών χιλιάδων ευρώ, να διαχειρισθούν ενεργητικά αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ και χιλιάδες εργαζόμενους. Εδώ τα ενδεχόμενα είναι δύο: ή θα προσέλθουν στις θέσεις αυτές άτομα ικανά, με ανεπτυγμένη την αίσθηση προσφοράς, που όμως δεν θα αντέξουν για μεγάλο χρονικό διάστημα (οι ιδιωτικές επιχειρήσεις απασχολούν σε ανώτατες θέσεις πολλά πρώην διοικητικά στελέχη δημόσιων φορέων) ή η επιλογή θα γίνει μεταξύ ατόμων μειωμένων ικανοτήτων. Ποιος είναι ο χαμένος και στις δύο περιπτώσεις; Το ελληνικό δημόσιο.
Θα μπορούσε κανείς να επεκταθεί και στις αμοιβές των ανωτέρων και ανωτάτων θέσεων του στενού δημόσιου τομέα, των δημοσίων υπηρεσιών δηλαδή. Που επίσης βρίσκονται σε επίπεδα που πόρρω απέχουν από του να είναι ελκυστικά για μακροχρόνια απασχόληση στελεχών υψηλού επιπέδου. Ενώ, αντιστρόφως, οι πρωτοεισερχόμενοι στο στενό δημόσιο αμείβονται καλύτερα από αυτούς του ιδιωτικού τομέα. Ποιος είναι και πάλι ο χαμένος; Εντάξει, ξέρουμε, η κρίση μείωσε πολύ τις αποδοχές · δεν υπήρχε – λένε – άλλος δρόμος. Η περίφημη ψαλίδα έχει όμως κλείσει σε πολύ αντιπαραγωγικά επίπεδα στο στενό δημόσιο. Από την άλλη πλευρά, όπως αναλύσαμε και στην αρχή αυτού του σημειώματος, έχει ανοίξει πολύ η ψαλίδα μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα ως προς τις αμοιβές ανωτέρων και ανωτάτων στελεχών. Με τη διατήρηση της σημερινής εικόνας στις δύο αυτές ψαλίδες δεν μπορούμε να μιλάμε για ανασύνταξη του δημόσιου τομέα και αποτελεσματική συμμετοχή του στο ξεπέρασμα της κρίσης και την ανάπτυξη.
Είναι και αυτό ένα από τα μεγάλα θέματα που πρέπει να απασχολήσει τη νέα κυβέρνηση. Που, ευτυχώς για τη χώρα, δεν έχει την άποψη για εξίσωση προς τα κάτω και καταδίκη της αριστείας, όπως μέχρι πριν λίγο συνέβαινε. Θα απαιτηθούν όμως τολμηρές, ρηξικέλευθες αποφάσεις, χωρίς λαϊκιστικές προκαταλήψεις και αναποτελεσματικά ημίμετρα. Γιατί, διαφορετικά, το ελληνικό δημόσιο θα είναι και πάλι ο χαμένος. Μια μελέτη κόστους-οφέλους μπορεί εύκολα να το αποδείξει.