Οι δύο πόλοι της ευρωπαϊκής συναίνεσης και πρόνοιας

Γιώργος Σιακαντάρης 11 Μαϊ 2016

Πριν από λίγο καιρό ολοκλήρωσε τις εργασίες του το Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, ενώ το επόμενο Σαββατοκύριακο πραγματοποιείται η Προγραμματική Συνδιάσκεψη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προέδρου της ΝΔ από τη μια και οι προσπάθειες που καταβάλλονται ώστε να μετατραπεί η Δημοκρατική Συμπαράταξη σε πόλο της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας από την άλλη, ανοίγουν προοπτικές ώστε, έστω και με μεγάλη χρονική υστέρηση, να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την κίνηση του τρένου του ελληνικού πολιτικού συστήματος σε ευρωπαϊκές ράγες.

Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε κατανοήσει ακόμη την αλφαβήτα των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων. Κάποιοι βλέπουν τον φιλελευθερισμό ως Κέντρο ή ως αντίπαλο και όχι ως οριζόντια παράμετρο των δημοκρατικών ευρωπαϊκών πολιτικών οικογενειών, ενώ κάποιοι άλλοι (πολλές φορές οι ίδιοι) βλέπουν τη σοσιαλδημοκρατία ως Κέντρο ή ενδιάμεσο πόλο.
Τελικά η αφήγηση του ΚΚΕ (και του ΣΥΡΙΖΑ) για μια δεξιά και μια αριστερή πολιτική (πολλά κόμματα – δύο πολιτικές), όπου φυσικά αριστερή είναι μόνο αυτή του ΚΚΕ ή του ΣΥΡΙΖΑ, έχει ενσωματωθεί στην περιγραφή του πολιτικού μας συστήματος. Ας φανταστούμε όμως τον Βίλι Μπραντ, τον Φρανσουά Μιτεράν, τον Ούλοφ Πάλμε και τον Χέλμουτ Σμιτ να αυτοπροσδιορίζονται ως κάτι ανάμεσα στους χριστιανοδημοκράτες και στους σταλινικούς-αριστεριστές και όχι ως σοσιαλιστική και δημοκρατική Αριστερά. Στην Ευρώπη το έργο «η σοσιαλδημοκρατία ως Κέντρο ή ενδιάμεσος πόλος» και όχι ως μέλος της οικογένειας της Αριστεράς είναι αρμοδιότητας Ιονέσκο, ούτε καν των αδελφών Μαρξ.
Ποια είναι τα πραγματικά ευρωπαϊκά δεδομένα; Μετά τον Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο τα πολιτικά συστήματα στην Ευρώπη κινήθηκαν στον αστερισμό δυο μεγάλων δημοκρατικών πολιτικών οικογενειών, αυτήν της Κεντροδεξιάς (Χριστιανοδημοκρατία) από τη μια και αυτήν της Κεντροαριστεράς (Σοσιαλδημοκρατία) από την άλλη. Αυτοί οι δύο πόλοι συγκρότησαν τους δυο μεγάλους ευρωπαϊκούς συνασπισμούς εξουσίας. Τα πολιτικά κέντρα (κυρίως τα Φιλελεύθερα Κόμματα) ποτέ δεν κατόρθωσαν να αποτελέσουν αυτοτελή συνασπισμό εξουσίας, αν και με τη συμμετοχή τους σε συμμαχικές κυβερνήσεις επηρέαζαν καθοριστικά τις εξελίξεις.
Και οι δύο δημοκρατικές οικογένειες πρέσβευαν την προτεραιότητα των ατομικών βιογραφιών (λέγε με φιλελευθερισμό), ακόμη και αν έδιναν σε αυτή την προτεραιότητα, όπως είναι και φυσικό, διαφορετικό περιεχόμενο. Ο φιλελευθερισμός της ατομοκεντρικής προσέγγισης ήταν η γέφυρα συνάντησής τους.
Συγκροτήθηκαν έτσι δυο μοντέλα συναίνεσης και πρόνοιας. Το ένα ξεκίνησε από τη σοσιαλδημοκρατία και επικράτησε στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε πολλές άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η χριστιανοδημοκρατία προσαρμόστηκε σε αυτό. Αυτό το μοντέλο εστίαζε στη διατήρηση της εργασιακής ειρήνης και στην εξασφάλιση ενός κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κράτους, βιομηχάνων και εργατών, ενώ παράλληλα στηριζόταν στην παραγωγική δραστηριότητα και του ίδιου του κράτους.
Το άλλο μοντέλο ήταν αυτό της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας και εν μέρει το βρετανικό. Εδώ το κράτος έμεινε μακριά από κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα και εστίασε στην οικοδόμηση ενός ανεπτυγμένου συστήματος υπηρεσιών στην υγεία, στην παιδεία, στην ασφάλεια, στις δημόσιες συγκοινωνίες, με πόρους που αντλούσε από την υψηλή και προοδευτική αναλογική φορολόγηση.
Πάντως σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ, ήταν γενική η πεποίθηση ότι η αγορά αδυνατεί να θέτει συλλογικούς στόχους. Αυτό καλούνταν να κάνει το κράτος, σεβόμενο, αλλά και ελέγχοντας την αγορά. Η παγκοσμιοποίηση και η άνοδος της Θάτσερ και του Ρέιγκαν συνοδεύτηκαν από την απολυτοποίηση του ρόλου των χρηματοοικονομικών προϊόντων, ανέτρεψαν τις ισορροπίες και οδήγησαν στην ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού ακόμη και μέσα στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας.
Σήμερα δεν υπάρχει μεταφυσική επιστροφή στις «καλές εποχές» για κανένα από τα δύο μοντέλα. Η σοσιαλδημοκρατία, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν μπορεί να έχει ούτε τις ίδιες κοινωνικές αναφορές ούτε το ίδιο πρόγραμμα με αυτήν της περιόδου 1950-1980. Πρέπει να βρει νέα εργαλεία. Με αυτά τα εργαλεία όμως καλείται να προτείνει πολιτικές που θα στηρίζουν αξίες όπως την αναδιανομή, την καταπολέμηση των ανισοτήτων και τον κοινωνικό συμβιβασμό εργασίας – κεφαλαίου. Η ανάκαμψη της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να είναι αυτόματη. Χωρίς νέες προτάσεις για την εφαρμογή των δεδομένων αρχών της θα καταστραφεί, όπως το κουτί των οδηγιών στη σειρά «Επικίνδυνες Αποστολές».
Η στροφή σε δήθεν ουδέτερες «κεντρώες» πολιτικές αποξένωσε τους δυο χώρους από τα κοινωνικά τους ερείσματα, τα οποία και οδηγήθηκαν στα άκρα του πολιτικού συστήματος. Σήμερα κάποιοι προτείνουν ως αντίδοτο στην ενδυνάμωση της Ακροδεξιάς τη συνέχιση μιας πολιτικής που την έφερε στο προσκήνιο. Τεχνοκρατικό «Κέντρο» και επικοινωνία αντί πολιτικής (αριστερής ή δεξιάς). Το δηλητήριο πουλιέται για φάρμακο.
Ο μοναδικός δρόμος για να ηττηθούν σε Ευρώπη και Ελλάδα οι δυνάμεις του σημερινού ευρωπαϊκού αντισυστημικού λαϊκισμού δεν περνά μόνο μέσα από την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και μέσα από την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην πολιτική, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες στα μάτια των λαϊκών μαζών φαντάζει ως το όργανο αναδιανομής πόρων και εξουσιών μόνο εντός των οικονομικών και πολιτικών ελίτ. «Ολα τα αποφασίζουν κρυφά κέντρα και λειτουργούν για πάρτη τους». Πάνω σε αυτή τη θέση βλασταίνουν όλα τα «άνθη του κακού».
Χρειάζεται οι δυο ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες να συγκρουστούν εκ νέου, και επί ελληνικού εδάφους, για το αν η κοινωνική αναδιανομή γίνεται καλύτερα μόνο μέσω των μηχανισμών της αγοράς ή χρειάζεται και η παρέμβαση ενός εξορθολογισμένου κοινωνικού τομέα παροχής υπηρεσιών. Για το αν προέχει η «λιγότερη φορολόγηση και χαμηλότερες δαπάνες» ή η «προοδευτική, διευρυμένη φορολογική βάση με κίνητρα για επενδύσεις και αποτελεσματικό κράτος κοινωνικών υπηρεσιών».