Οι Δύο Πολιτείες

Σπύρος Λυκούδης 15 Ιουλ 2018

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η επάνοδος του θέματος των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας στο δημόσιο διάλογο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αδυνατώ όμως να καταλάβω πόσο ουσιαστικός μπορεί να είναι ένας τέτοιος διάλογος από την ώρα που η κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει κανένα σχέδιο δικό της για το τι ακριβώς εννοεί όταν αναφέρεται στο συγκεκριμένο θέμα.

Ας υπενθυμίσω ότι μόλις πριν από δυο χρόνια ο κυβερνητικός εταίρος και Υπουργός Άμυνας επισκέπτεται τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και με λυγμούς του λέει: «Μακαριότατε, εάν εσείς μου ζητήσετε να ρίξω την κυβέρνηση θα το κάνω» (Ρεπορτάζ, 9-10-2016). Λίγο αργότερα (5/11/2016) ο τότε Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Νίκος Φίλης εξαναγκάζεται σε παραίτηση για το μάθημα των Θρησκευτικών στη διαμάχη του με την Εκκλησία ρίχνοντας ευθείες και πλάγιες βολές προς τους συνεργάτες της εκπαραθύρωσής του. Παραπέμπω και μένω στα γεγονότα. Η πολιτική λήθη βολεύει μόνο αυτούς που θέλουν να λησμονούν,  αλλά πρέπει να διδάσκει.

Επιθυμεί η κυβέρνηση να πάρει κάποια ρεβάνς; Άγνωστο. Ποιο είναι το πλαίσιο εντός του οποίου επιδιώκει να διεξαχθεί ο δημόσιος διάλογος; Προτείνει κάποια ριζική τομή ούτως ώστε η εγκόσμια Πολιτεία (civitas terenna) να διαχωριστεί πλήρως από την Θεία (civitas Dei); Θέλει, απλώς, να επιφέρει ορισμένες αλλαγές στο περιθώριο των σχέσεων με την Εκκλησία επιδιώκοντας μια ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση, και αν ναι σε ποιους ακριβώς τομείς; Εάν δεν διευκρινιστούν τα σημεία αυτά τότε κάθε συζήτηση είναι απλώς συζήτηση Λέσχης χωρίς καμιά σοβαρή παρεμβατική ή άλλη συνέπεια.

Διότι, η πλήρης εκκοσμίκευση της εγκόσμιας Πολιτείας, ένα πραγματικά ουδέτερο κράτος απέναντι στη θρησκεία, συνεπάγεται αναθεώρηση του Συντάγματος και μόνο στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τις διαδικασίες αναθεώρησης που ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα, μπορεί να γίνει η σχετική συζήτηση. Επί παραδείγματι, ο πυρήνας των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας βρίσκεται στα άρθρα 3 και 13 του Συντάγματος (1975/1986/2001). Το πρώτο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Εάν δεν κάνω λάθος, η διάταξη αυτή περιέχεται σε όλα τα Συντάγματα του νεοελληνικού κράτους. Τη διάταξη αυτή επικαλέστηκε και ο Αρχιεπίσκοπος στην επιστολή του προς τον πρωθυπουργό (27/9/2016) στη διαμάχη για το μάθημα των Θρησκευτικών. Το δεύτερο, αναφέρεται στην «ανεξιθρησκία», τη θρησκευτική ελευθερία, «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη», ως ιδιαίτερο ατομικό δικαίωμα, το οποίο μάλιστα προστατεύεται και από διεθνείς συνθήκες. Το Σύνταγμα περιλαμβάνει επίσης ευρύ πλέγμα διατάξεων που ρυθμίζουν διάφορα θέματα της Εκκλησίας. Επομένως, εάν η κυβέρνηση έχει κατά νου κάποιο ριζικό επαναπροσδιορισμό των ορίων στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας πρέπει να προσφύγει στην αναθεωρητική διαδικασία.

Εάν πάλι δεν πρόκειται περί αναθεώρησης συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος αλλά για άλλα ζητήματα θα πρέπει αυτά σαφώς να προσδιοριστούν. Τέτοια ζητήματα, εκτός συνταγματικών αναθεωρητικών διαδικασιών, υπάρχουν κι είναι αρκούντως σοβαρά. Φέρνω π.χ. στο νου μου παλιότερη συζήτηση, που αναζωπυρώθηκε λόγω της οικονομικής κρίσης, σχετικά με τη μισθοδοσία των κληρικών. Οι κληρικοί έχουν εξομοιωθεί με τους δημόσιους υπαλλήλους και υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο. Το ετήσιο κόστος ανέρχεται στα 193 εκ. ευρώ και καλύπτεται από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας.

Προκύπτει το ερώτημα: είναι έτοιμη η Εκκλησία να αναλάβει εν όλω ή εν μέρει τη μισθοδοσία αυτή και τις συναφείς υποχρεώσεις (ασφάλιση, συντάξεις κ.τ.λ.); Η απάντηση κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Ποια είναι σήμερα η εκκλησιαστική περιουσία, πώς μπορεί να αξιοποιηθεί καλύτερα;  Τι απόδοση έχει κι αν αυτή επαρκεί για το αντίστοιχο συνολικό ή επί μέρους βάρος. Το θέμα της μισθοδοσίας του ιερού κλήρου είναι άμεσα συνυφασμένο με το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, για την οποία καλό θα ήταν να έχουμε επίσημα στοιχεία ούτως ώστε να πάψουν οι εικασίες και τα συναφή, καθώς επίσης και με άλλους πόρους που μπορεί να διαθέτει και που μπορεί να αποφέρουν εισόδημα σταθερό για την εξυπηρέτηση του ανωτέρου σκοπού. Αυτονόητο είναι ότι βιώσιμες λύσεις δεν μπορούν να προκύψουν παρά στη βάση αξιόπιστων στοιχείων και συνεννόησης με την Εκκλησία. Θα χρειαστεί π.χ. κάποιο χρονοδιάγραμμα με συγκεκριμένες δράσεις.

Να, λοιπόν, ένα πολύ σοβαρό θέμα που δεν μπορεί να επιλυθεί, εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει η πρόθεση και η βούληση, παρά μόνο σε στενή συνεργασία με την Εκκλησία. Με άλλα λόγια, επιβεβαιώνεται και επ’ αυτού ότι τα σοβαρά θέματα απαιτούν σοβαρή προσέγγιση και συζήτηση στη βάση στοιχείων.

Θα πρέπει να καταστεί απολύτως σαφές ότι συζητάμε τις σχέσεις που πρέπει να διέπουν την Πολιτεία και την Εκκλησία, τις νομικές και άλλες, από τις οποίες προκύπτουν ορισμένες συνέπειες. Δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Είναι άλλο ζήτημα το αδιαμφισβήτητο γεγονός και απολύτως σεβαστό ότι το 90% του ελληνικού πληθυσμού ασπάζεται το δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ότι η Ορθοδοξία αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής πολιτιστικής και εθνικής ταυτότητας. Ως προς αυτά, η συζήτηση γίνεται σε τελείως διαφορετική βάση.

Το θέμα είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και ευαίσθητο. Αν συνδεθεί με σκοπιμότητες θα υπονομευτεί κάθε σοβαρή συζήτηση. Κι αυτό δεν είναι καθόλου προς το συμφέρον ούτε της Πολιτείας ούτε της Εκκλησίας.

Η πρωταρχική ευθύνη αλλά και πρωτοβουλία βαρύνει την εγκόσμια Πολιτεία.

πηγή Documento

 

 

 

 

 

 

 

Πηγή: Documento