Έχουν περάσει ήδη 9 χρόνια που βρισκόμαστε μισοβουλιαγμένοι, πιασμένοι στα γρανάζια της πρωτοφανούς κρίσης, που κατατρώει τις προοπτικές μας, υποσκάπτει τα θεμέλια της κοινωνίας μας, οδηγεί σε έξοδο από την χώρα το πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο της νέας γενιάς.
Δεν είναι μόνο αυτό. Το χειρότερο είναι ότι δεν δημιουργούνται προσδοκίες ότι κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο, τουλάχιστον όχι σύντομα. Η χώρα σέρνεται. Τα αρνητικά σενάρια για το μέλλον μας πλημμυρίζουν τα διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ, πλαισιώνουν ένα κλίμα γενικευμένης απαισιοδοξίας, έναν καμβά αυξανόμενης δυσφορίας και απελπισίας στους πολίτες, όπως αποτυπώνουν σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις.
Η μηχανή της οικονομικής ανάπτυξης, της μόνης που μπορεί να ξαναδώσει όραμα και αισιοδοξία, θετικά σενάρια ατομικής ευημερίας και ευτυχίας, στον κάθε άνθρωπο, έχει σταματήσει. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, η συνεπαγόμενη ασφυξία ρευστότητας, η υπερφορολόγηση που στερεί τα κίνητρα για οικονομική δραστηριοποίηση, το κλίμα ανασφάλειας που εμποδίζει τις επενδύσεις, είναι όλα αποτελέσματα της πολιτικής που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα από όλες τις κυβερνήσεις της περιόδου της κρίσης. Μιας πολιτικής που προσπάθησε να επιλύσει το δημοσιονομικό αδιέξοδο της χώρας με βαριά φορολόγηση τόσο της δραστηριότητας όσο και της περιουσίας. Μιας πολιτικής που αγωνίστηκε και αγωνίζεται να περισώσει όσο είναι δυνατόν το κράτος και τις δαπάνες του, σε βάρος της ιδιωτικής οικονομίας και της περιουσίας των πολιτών.
Διαφορετικές κυβερνήσεις από το 2008 και εδώ, με διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά προτάγματα, ακολούθησαν αυτήν, την ίδια βασικά, πολιτική, υπό την υψηλή εποπτεία των «θεσμών», των φίλων και εταίρων μας, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι ότι η αναγκαία προσαρμογή ήταν μια εσωτερική υποτίμηση αξιών και εισοδημάτων, παραβλέποντας (ηθελημένα ή αθέλητα, αδιάφορο) ότι οι ακαμψίες του ελληνικού πελατειακού πολιτικού συστήματος θα οδηγούσαν, μοιραία, στην καταστροφή της ιδιωτικής οικονομίας, της μόνης που θα έπρεπε να είναι η μηχανή μιας επανεκκίνησης και αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Η πολιτική αυτή έφτασε στην κορύφωση της με την σημερινή κυβέρνηση Συριζα – Ανελ, η οποία κεφαλαιοποίησε πολιτικά την απελπισία της κοινής γνώμης για την ίδια ακολουθούμενη πολιτική και την έκανε να πιστέψει ότι μπορεί να γίνονται και θαύματα στην σύγχρονη εποχή. Η σημερινή παρωδία κυβέρνησης είναι στην πραγματικότητα μια κοινωνική έκφραση, εκείνη της άρνησης μπροστά σε μία ζοφερή πραγματικότητα, στην πραγματικότητα του ότι το κοινωνικό μας μοντέλο που χτίσαμε μεθοδικά επί αρκετές δεκαετίες πάνω στα δοσίματα του πελατειακού κράτους και στα άφθονα δανεικά είναι νεκρό.
Ωστόσο η χώρα δεν μπορεί άλλο να μείνει στάσιμη. Η ακολουθούμενη πολιτική έφτασε στα ακρότατα όρια της, με την κυβέρνηση Τσίπρα, και απέδειξε την πλήρη αποτυχία της. Καμία αισιόδοξη προοπτική δεν μπορεί να δημιουργηθεί με την παρούσα κυβέρνηση, ή με το Συριζα γενικά σε θέση εξουσίας. Χρειάζεται τώρα να κάνουμε μία νέα αρχή, μια νέα υπέρβαση, τόσο της σκέψης μας, όσο και των πράξεων μας. Ας δοκιμάσουμε να αντιστρέψουμε την πολιτική, να αλλάξουμε τους ωφελημένους και τους ζημιωμένους. Ας σκεφθούμε να τα κάνουμε όλα ανάποδα.
Μια νέα υπέρβαση από την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε θα απαιτούσε να ανακατανείμουμε τους σπάνιους πια κοινωνικούς πόρους. Υπέρ των νεότερων παρά των μεγαλύτερων ηλικιών. Υπέρ των παραγωγικών τμημάτων της κοινωνίας, παρά εκείνων που απλά καταναλώνουν και απομυζούν. Μια νέα πολιτική που θα σκέπτονταν στρατηγικές για να στηριχθούμε στο μέλλον περισσότερο στις δικές μας δυνάμεις παρά να επαιτούμε διαρκώς την καλοζωία μας από ξένους. Μια πολιτική που θα αντέγραφε τις διεθνώς πιο αποτελεσματικές πολιτικές παρά θα προσπαθούσε να προστατέψει επενδυμένα συμφέροντα, ανακαλύπτοντας αενάως «ελληνικές ιδιομορφίες». Μια υπέρβαση στην κατανομή των δημοσιονομικών βαρών, με μείωση, μείωση δραστική και άμεση των φόρων δραστηριότητας, σε βάρος της ιερής αγελάδας των κρατικών δαπανών. Έτσι ώστε να αναγεννηθεί ο ενάρετος κύκλος της ανάπτυξης, να έλθουν μαζικά νέες επενδύσεις, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, να αντιστρέψουμε την πορεία της χώρας μας προς την παρακμή.
Αυτήν την υπέρβαση χρειαζόμαστε.
Η Δράση από την στιγμή που ιδρύθηκε, το 2009, αυτήν την υπέρβαση ευαγγελίστηκε, ταυτόχρονα με μία υπέρβαση πολιτικής νοοτροπίας, που έδινε έμφαση στην σύνθεση πολιτών και πολιτικών με διάφορες πολιτικές και ιδεολογικές προελεύσεις, ώστε να σχηματιστεί μία ευρεία συμμαχία για να υπηρετήσει τον μετασχηματισμό της χώρας σε ένα κανονικό δυτικό ευρωπαϊκό κράτος. Έτσι έδωσε και ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη μιας καταλαγής στην πολιτική συμπεριφορά, απαραίτητης για να σχηματιστεί το αναγκαίο περιβάλλον διαλόγου που να οδηγήσει σε μία εθνική συνεννόηση. Με την σημαία αυτή συμμάχησε το 2015 με το Ποτάμι, πιστεύοντας ότι και αυτό έφερνε ένα πολύ παρόμοιο μήνυμα στην πολιτική σκηνή της χώρας. Με την σημαία αυτή συμμετείχε, και εγώ προσωπικά, στην προσπάθεια ενοποίησης όλου του χώρου του προοδευτικού Κέντρου, με την ελπίδα ότι η επιδιωκόμενη σύνθεση θα έθετε προτεραιότητα την αναγκαία υπέρβαση πολιτικής και θα ήταν ανάχωμα στην προσπάθεια του Συριζα να εκμηδενίσει την οικονομική δυναμική της χώρας μέσα από την ανερμάτιστη πολιτική του της συνέχισης του αντιμνημονιακού αγώνα και της επιθετικής επαιτείας με πιο ύπουλο, καλυμμένο τρόπο, εκείνον της «διαρκούς» διαπραγμάτευσης.
Είμαστε ήδη σχεδόν στον τρίτο χρόνο της διακυβέρνησης Τσίπρα και το διακύβευμα μιας αλλαγής, μιας υπέρβασης, μιας άλλης, διαφορετικής διακυβέρνησης έρχεται μοιραία όλο και πιο κοντά μας. Όχι μόνο χρονικά. Δεν τελειώνει μόνο ο χρόνος, κάθε μέρα που περνάει ελαττώνει τις δυνάμεις της χώρας να επιχειρήσει μια αλλαγή πορείας. Ταυτόχρονα οι διαθέσιμες δυνάμεις για να σχηματιστεί μία ευρεία συμμαχία αλλαγής και υπέρβασης μεταλλάσσονται και επιβάλλουν ανάλογη αλλαγή πορείας.
Η υπόθεση ενοποίησης του Κεντρώου προοδευτικού χώρου, με τον τρόπο που τον φανταστήκαμε, έτσι ώστε να υπηρετεί την υπέρβαση της κρίσης, είναι νεκρή. Υπάρχουν πάντα οι βαρυτικές δυνάμεις και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις που στρέφουν μεγάλο τμήμα του χώρου σε πολιτική ίσων αποστάσεων, και στην πραγματικότητα σε μία εν τέλει συμμαχία με το Συριζα, πολιτική που προωθεί ενεργητικά και η επίσημη Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία. Ταυτόχρονα η αλλαγή ηγεσίας στην Νέα Δημοκρατία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη εδώ και έναν χρόνο δημιουργεί μία ελπίδα ότι η ατζέντα η οποία είναι απολύτως απαραίτητη για την χώρα, η υπέρβαση για την οποία η Δράση και το Ποτάμι αγωνίστηκαν, έχει έναν ισχυρό οπαδό, τον αρχηγό του συντηρητικού κόμματος της χώρας, αν κρίνει κανείς φυσικά από τα λεγόμενα και τις εξαγγελίες του.
Το ζήτημα της δημιουργίας μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης είναι πλέον το πρωτεύον ζήτημα. Ακόμα και όσοι το απέφευγαν παρατείνοντας την απάντηση στο μέλλον, μετά τις επόμενες εκλογές, δεν δικαιούνται πλέον να έχουν αυταπάτες. Μια αυτόνομη κάθοδος στις εκλογές φαίνεται να μην έχει πλέον επαρκές κοινό για να εκπροσωπηθούν οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις στην Βουλή. Ιδιαίτερα εκείνες που προτάσσουν την αναγκαία υπέρβαση πολιτικής ώστε να δώσουμε προτεραιότητα στην μείωση του κράτους και των δαπανών του σαν αναγκαία ενέργεια προκειμένου να μειωθούν οι φόροι και να αναγεννηθεί η μηχανή της ανάπτυξης, βλέπουν το κοινό τους να διεκδικείται από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος εκφέρει έναν παρόμοιο λόγο, με το πρόσθετο πλεονέκτημα της μεγαλύτερης σχετικής ισχύος.
Έχουμε να απαντήσουμε, υποχρεωτικά, στο «δίλημμα των Ουγενότων»…
Πέρα λοιπόν από την υπέρβαση πολιτικής που χρειάζεται η χώρα, οφείλουμε και εμείς, όσοι ονειρευόμαστε να αλλάξουμε την χώρα, να κάνουμε την δική μας υπέρβαση. Θεωρώ ότι τόσο η Δράση όσο και το Ποτάμι πρέπει να κάνουν μία προεκλογική συμμαχία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την Νέα Δημοκρατία, διατηρώντας, κατά το δυνατόν, την πολιτική τους αυτοτέλεια και φυσιογνωμία, προκειμένου να σχηματιστεί εκείνη η συμμαχία αναγέννησης της χώρας, την οποία και ο αρχηγός της ΝΔ ζητά.
Προλαμβάνοντας τις αμφιβολίες, τις αντιρρήσεις για τον ρόλο της συντηρητικής παράταξης, για τις ευθύνες της στο κατάντημα της χώρας, πολλές από τις οποίες συμμερίζομαι, θα μιλήσω όχι για την ιστορία, η οποία μας λέει ότι οι συμμαχίες με διαφορετικούς, ακόμα και με εχθρούς, είναι ο κανόνας στην πολιτική όταν πρέπει να υπηρετηθούν συγκεκριμένοι στόχοι, όχι για την συστατική μας ουσία, που είναι πάντα η σύνθεση και η συνεργασία, αλλά για ένα στοιχείο που είναι πάντα απαραίτητο όταν είναι να αναληφθεί μία προσπάθεια. Το στοιχείο του ρίσκου.
Η σύνθεση των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων με τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει ρίσκο. Είναι ένα στοίχημα αν ένα κόμμα που κουβαλάει παλιές, πελατειακές και άλλες, αμαρτίες μπορεί να μετασχηματιστεί σε έναν φορέα που θα υπηρετήσει την αλλαγή και την αναγέννηση της χώρας. Ένα στοίχημα που αξίζει όμως να πάρουμε αν κρίνουμε από όλες τις άλλες εναλλακτικές που η χώρα σήμερα διαθέτει, σε συνδυασμό με τις σιδερένιες απαιτήσεις που επιβάλλει ο εκλογικός νόμος. Κάθε δύσκολος στόχος άλλωστε εμπεριέχει σημαντικό ρίσκο για να στεφθεί με επιτυχία. Και το ρίσκο μου αρέσει.
Μακάρι όλοι να μπορούν να αποφασίσουν και να ενεργήσουν ώστε να συμβεί, να είναι καθαρή, τίμια και οριοθετημένη μια τέτοια συμμαχία. Θα είναι το πρώτο λιθαράκι στην πολυπόθητη «εθνική συνεννόηση».
Χρειαζόμαστε και τις δύο υπερβάσεις.