Ασφαλώς πολλοί καταγγέλλουν τη σπάταλη (και παρά ταύτα – ή διά ταύτα – άθλια) λειτουργία του υπερδιογκωμένου, γεμάτου προϊσταμένους, δημόσιου τομέα μας. Αυτό που λείπει, όμως, είναι συγκροτημένες ριζοσπαστικές προτάσεις για περιστολή της σπατάλης. Εχω τη βεβαιότητα πως περικοπές δαπανών, χωρίς ποσοτική ή ποιοτική επιδείνωση των προσφερόμενων δημόσιων αγαθών, μπορούν να γίνουν σε πολλούς τομείς… Για δύο ωστόσο, δικαιοσύνη και παιδεία, νομίζω πως θα μπορούσα να εισκομίσω κάποιες συγκεκριμένες ιδέες.
Εν πρώτοις, η βραδυπορία στην απονομή τής – ποινικής ιδιαίτερα – δικαιοσύνης και αντιαναπτυξιακή είναι και δημόσιο κόστος προκαλεί (ή, όπερ ισοδύναμο, καθυστέρηση είσπραξης δημοσίων εσόδων).
Θα ήταν παράλογο, λοιπόν, το δικαίωμα έφεσης να περιοριστεί μόνον στις αποφάσεις που εκδίδονται κατά πλειοψηφία, δηλαδή με διαφωνία τουλάχιστον ενός δικαστή; Καθώς και σε εκείνες, για την ορθότητα των οποίων ο εισαγγελέας έδρας εκφράζει επιφυλάξεις; Η ομόφωνη, αντίθετα, εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από τέσσερις τουλάχιστον δικαστικούς λειτουργούς δεν δημιουργεί επαρκείς εγγυήσεις ευθυδικίας, στα μέτρα του ανθρωπίνως δυνατού; Αλλωστε έτσι θα δινόταν αρμοδιότητα σε έμπειρους εφέτες να εκδικάζουν αυτοί σε πρώτο βαθμό υποθέσεις μεγάλης κοινωνικής σπουδαιότητας ή υψηλού οικονομικού διακυβεύματος. (Ανθρώπινο λάθος, βέβαια, δεν μπορεί να αποκλεισθεί, ούτε όταν υπάρχουν δύο βαθμοί δικαστικής κρίσης. Επιπλέον, η έκδοση τελεσίδικων – μη υποκείμενων σε έφεση – πρωτοβάθμιων αποφάσεων δεν καταργεί το δικαίωμα αναψηλάφησης της δίκης σε περίπτωση που ανακύψουν, μετά την έκδοση της απόφασης, νεότερα σημαντικά στοιχεία.)
Αντίστοιχες ρυθμίσεις για επιτάχυνση της τελεσιδικίας θα μπορούσαν, ίσως, να προβλεφθούν και για αστικές, διοικητικές, φορολογικές, πτωχευτικές κ.λπ. δίκες. Τα ευεργετικά αποτελέσματα; Πρώτον, θα περιοριζόταν το σήμερα κυρίαρχο αίσθημα της αρνησιδικίας και ατιμωρησίας, λόγω της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης, και θα αναβαθμιζόταν αισθητά η ασφάλεια των συναλλαγών με όλη την αναπτυξιακή δυναμική της. Κατά δεύτερο λόγο, η Πολιτεία θα μπορούσε να προσφέρει τις δικαστικές της υπηρεσίες με μικρότερο κόστος, αφού θα χρειάζονταν λιγότεροι δικαστές (ενώ ο περιορισμός του αριθμού τους θα οδηγούσε σε πιο ανταγωνιστική, άρα ποιοτικότερη, επιλογή των νεοπροσλαμβανόμενων). Τρίτον, τέλος, τα δημόσια οικονομικά θα ωφελούνταν από τον ταχύτερο καταλογισμό εισπράξιμων ποσών από τα επιβαλλόμενα πρόστιμα ή για την εξαγορά των μετατρέψιμων ποινών φυλάκισης. (Αλλά και το αίσθημα της επιείκειας που εκφράζουν τα εφετεία δεν θα θιγόταν, γιατί σήμερα τα πρωτοβάθμια ποινικά δικαστήρια, στην επιμέτρηση της ποινής, συνήθως προεξοφλούν και υπολογίζουν την εφετειακή της μείωση.)
Στη δημόσια παιδεία τώρα, κυρίως τη Δευτεροβάθμια. Εστω πως αποφασίζεται η ποιοτική κατάταξη των εκπαιδευτικών με αδιαμφισβήτητα αντικειμενικά κριτήρια, π.χ. τυπικά προσόντα, επιδόσεις τους σε προγράμματα επιμόρφωσης, κυρίως απόδοση των μαθητών τους σε εθνικούς διαγωνισμούς (επί κοινωνικά ομοειδών περιοχών ασφαλώς), κ.ο.κ. Αν διπλασιασθούν οι μαθητές ανά τάξη και απολυθεί το 50% των χειρότερων δάσκαλων (με καταβολή επί διετία του 75% του βασικού μισθού τους, ώστε να διευκολυνθεί η επαγγελματική τους επανένταξη αλλού), δοθεί δε στους παραμένοντες μεσοσταθμική αύξηση αποδοχών κατά 30%, θα προκύψει ασφαλώς σημαντική περιστολή δαπάνης και στο συνολικό μισθολογικό κόστος και στις αναγκαίες υποδομές.
Κυρίως, όμως, θα υπάρξει ποιοτική βελτίωση του παρεχόμενου μορφωτικού αγαθού: το προσφέρει καλύτερα ένας επαρκής και χωρίς πιεστικά βιοποριστικά προβλήματα εκπαιδευτικός σε τάξεις 30-35 μαθητών απ’ ό,τι ένας μέτριος και υπαμειβόμενος συνάδελφός του με 15-18 μαθητές. (Αλλωστε ένας δάσκαλος με ελάχιστα παιδιά συνήθως συμπαρασύρεται από τη γενική ατονία. Αντίθετα – λελογισμένα – μεγαλύτερος αριθμός μαθητών δημιουργεί ανταγωνισμό και ζωντάνια στην τάξη.)
Βέβαια, τέτοιες μεταρρυθμίσεις – οι οποίες, μειώνοντας το κόστος κάποιων δημόσιων αγαθών, θα λύτρωναν από φόρους – θα προσέκρουαν στις αντιδράσεις αφενός μεν του δικηγορικού σώματος (γιατί θα περιοριζόταν η επαγγελματική του ύλη), αφετέρου δε των συνδικάτων των εκπαιδευτικών.
Εδώ, λοιπόν, έρχεται το εμφανώς μεγαλύτερο πρόβλημα των δημοσίων οικονομικών μας που είναι πολιτικό: το θάρρος για σύγκρουση του πολιτικού συστήματος – που υφίσταται την ιδεολογική ηγεμονία μιας συγκεκριμένης Αριστεράς – με τους πραγματικούς δημίους της κοινωνίας, δηλαδή τα συνδικάτα κυρίως των κρατικοδίαιτων και των βολεμένων. Κάποια «πολιτικά νεόπλουτα» κόμματα μάλιστα, κατά το πρότυπο του παλιού ΠΑΣΟΚ, τείνουν να αποκτήσουν σχέσεις ώσμωσης μαζί τους. (Ο Τσίπρας π.χ. – πέραν του ότι πρότεινε «επαναφορά του κατώτερου μισθού, του επιδόματος ανεργίας, της μετενέργειας, των συλλογικών συμβάσεων κ.λπ., καθώς και επανασύσταση των Οργανισμών Εργατικής Κατοικίας και Εστίας – αντιμάχεται ακόμη και την απόλυση εργαζόμενων στη… γαλλική Πεζό. Θα ανεχόταν μειώσεις ελλήνων εκπαιδευτικών;) Πώς λοιπόν θα ανασάνει η κοινωνία αυτή όταν το πολιτικοσυνδικαλιστικό κατεστημένο της ρουφάει τον αέρα;
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο