Όσο περισσότερο οι επέτειοι του χουντικού πραξικοπήματος απομακρύνονται από τη τραγική εκείνη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας, τόσο περισσότερο η μνήμη για τα πραγματικά γεγονότα θαμπώνει και παραμορφώνεται. Η θολούρα αυτή δεν οφείλεται βέβαια μόνο στην κοντή γενικά μνήμη που έχουμε ως λαός αλλά κυρίως στον τρόπο που διαχειρίστηκαν μέχρι σήμερα τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα την επταετία και την αντίσταση στο καθεστώς των συνταγματαρχών.
Ένα πραξικόπημα που έπρεπε να χρησιμεύσει σαν παράδειγμα για την ανάγκη συλλογικής προάσπισης των αρχών και των αξιών του Δημοκρατικού πολιτεύματος, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης και προσαρμογής σε μικροκομματικές ανάγκες. Η συντηρητική παράταξη, για λόγους ευρύτερης συσπείρωσης των δυνάμεών της, προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σημασία της αντίστασης κατά τη χουντική επταετία. Το ίδιο έκανε ουσιαστικά, από την άλλη πλευρά και η Αριστερά, ξεκινώντας από το ΚΚΕ που εμφάνισε την πτώση της χούντας σαν αποτέλεσμα συμβιβασμού «από τα πάνω» μέχρι και την σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά που εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ‘73»!
Τις συνέπειες της συστηματικής διαστρέβλωσης των γεγονότων της επταετίας πληρώσαμε και πληρώνουμε πολύ ακριβά σαν χώρα. Η σταθερή παρουσία στη Βουλή, με ενισχυμένη μάλιστα δύναμη, μιας εγκληματικής νεοναζιστικής οργάνωσης είναι αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της δυσφήμισης της αντίστασης κατά της χούντας αλλά και της μεταπολιτευτικής περιόδου που αποτέλεσε την πλέον σταθερή δημοκρατική περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Η αναγνώριση αυτή δεν έχει μόνο ιστορική αξία. Η υπεράσπιση των αρχών της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας είναι το κρίσιμο ζήτημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου, ιδιαίτερα σήμερα που η ακροδεξιά, οι νεοναζιστές, οι εθνικιστές και οι κάθε λογής και χρώματος λαϊκιστές επιδιώκουν με κάθε τρόπο να την ροκανίσουν και να την απαξιώσουν.