Δεν θυμάμαι εκλογές στη διάρκεια αν μη τι άλλο της μεταπολίτευσης που να μην παρουσιάστηκαν στους πολίτες ως «κρίσιμες», «κομβικές», «ιστορικής σημασίας» και δεν ξέρω τι άλλο. Κυβερνητικά κόμματα και κόμματα της αντιπολίτευσης πάσχιζαν μονίμως να εμφανίσουν τα διακυβεύματα της κάθε κάλπης (βουλευτικών, αυτοδιοικητικών και ευρωπαϊκών εκλογών) ως τα πιο αποφασιστικά από όλες τις προηγούμενες. Πάντα κάτι παιζόταν τόσο σημαντικό που καθιστούσε χωρίς αύριο την ψήφο μας -προφανώς υπέρ εκείνου που επικαλούνταν τους πιθανούς κινδύνους. Η «χαλαρή ψήφος», η ψήφος στα μικρά κόμματα δηλαδή, ήταν ουσιαστικά δείγμα αφέλειας, έδειχνε ότι οι πολίτες είναι ανεύθυνοι και αστόχαστοι.
Όχι φυσικά ότι η πολιτική εξουσία είχε πάντα άδικο. Υπήρξαν πράγματι εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες τα διακυβεύματα ήταν όντως κρίσιμα, για διαφορετικούς και ποικίλους λόγους. Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι, ας πούμε, οι δύο βουλευτικές εκλογές του 2012 δεν ήταν όντως κρίσιμες, καθώς ιδίως στις δεύτερες του Ιουνίου αντιπαρατέθηκαν δύο ευθέως ανταγωνιστικές πολιτικές θέσεις για τη διαχείριση του μνημονίου, κι εντέλει για την ίδια τη συμμετοχή μας στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. Εξ ου και οι εκλογές εκείνες έλαβαν, και δικαίως, δημοψηφισματικό χαρακτήρα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ακριβώς για τους παραπάνω λόγους, οι ανακατανομές στο κομματικό σύστημα ήταν τότε πρωτοφανούς και εντελώς απρόβλεπτης έκτασης, κοινώς ήρθαν τα πάνω κάτω σε ό,τι γνωρίζαμε εδώ και 30 χρόνια σην ελληνική πολιτική σκηνή – αυτό που η πολιτική επιστήμη περιγράφει γλαφυρά ως «εκλογές-σεισμός». Αλλά παρόμοιας ιστορικής σημασίας μεταβολές είναι δύσκολο να δει μια γενιά στη ζωή της παραπάνω από μια φορά.
Άλλωστε, το διακύβευμα των εκλογών του Ιουνίου 2012 απαντήθηκε οριστικά, με όποιες ενστάσεις μπορεί να έχουμε για το πως απαντήθηκε, και πάντως όποιο κόμμα κάνει ότι δεν το βλέπει, έχει μείνει απλώς δύο χρόνια πίσω και διαπράττει λάθος στρατηγικής. Αλλά αυτό είναι εσωτερικό πρόβλημα των κομμάτων. Το πρόβλημα των πολιτών πρέπει να είναι άλλο. Διότι εκτός από την κατάσταση μιας τεχνητής έντασης που προφανώς εξυπηρετεί τους νυν και επίδοξους νυμφίους της εξουσίας, οι χειραφετημένοι πολίτες οφείλουν να διαμορφώσουν τη δική τους ατζέντα για αυτές τις εκλογές. Ας υπενθυμίσουμε πριν από όλα ότι σε αυτές τις εκλογές ψηφίζουμε για την τοπική αυτοδιοίκηση και για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Μόνο η εθνική εσωστρέφεια και ο αρχοντοχωριατισμός των πολιτικών κομμάτων μπορεί να εξηγήσει γιατί ενώ πρώτα τα ίδια πάλεψαν να μας πείσουν ότι τα ψηφοδέλτιά τους περιλαμβάνουν τους καλύτερους υποψηφίους για το ευρωκοινοβούλιο (Ελιά) ή γιατί ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο πιο ανατρεπτικός υποψήφιος για την κεφαλή της Κομισιόν, εν συνεχεία επιχειρούν να μας υφαρπάξουν την ψήφο θέτοντας μας εκβιαστικά διλήμματα του τύπου “ή με ψηφίζετε ή ρίχνω την κυβέρνηση», «ή αυτοί ή εμείς», «ή ταν ή επί τας».
Η εθνικοποίηση, ωστόσο, των ευρωεκλογών για μικροκομματικές ανάγκες σημαίνει ότι η χώρα αποκλείεται για άλλη μια φορά από τις συζητήσεις που διεξάγονται αυτή τη στιγμή στην υπόλοιπη Ευρώπη για το μέλλον του ενωσιακού εγχειρήματος. Κι αν κάποτε όλα αυτά είχαν ενδεχομένως μικρότερη σημασία, σήμερα προφανώς το τι γίνεται στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο, συχνότατα είναι πιο σημαντικό από ό,τι συμβαίνει στο Μαξίμου. Εκτός δε όλων των άλλων, υπάρχει ο κίνδυνος του ανερχόμενου ευρωσκεπτικισμού που απειλεί να υποσκάψει την όποια πρόoδο στο δρόμο για την έξοδο από την κρίση. Εξ ου και στην πραγματικότητα επικεφαλής των ελληνικών κομματικών ψηφοδελτίων όπως και των γαλλικών, ολλανδικών, ισπανικών κλπ είναι ο Γιουνγκέρ, ο Σουλτζ, ο Φερχόφσταντ και ο Τσίπρας της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, όχι φυσικά της Κουμουνδούρου. Αυτοί ηγούνται της εκστρατείας των ευρωπαϊκών Λαϊκών, Σοσιαλιστικών, Φιλελεύθερων ή Αριστερών Κομμάτων, και αυτοί θα ζητήσουν την έγκριση των 751 νέων ευρωβουλευτών για την κορυφαία θέση της Κομισιόν. Αυτούς τους χωρίζουν διαφορές, μικρότερες ή μεγαλύτερες, και από αυτές θα εξαρτηθεί εν μέρει (εκτός από τις ισορροπίες ισχύος των 27) ποιο μονοπάτι θα πάρει στο εξής η Ε.Ε. αλλά και ποιο θα είναι το ειδικό βάρος της ίδιας της Κομισιόν εντός των ενωσιακών θεσμών. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει άραγε καλύτερη αυτοκατάργηση της ευρωπαϊκής υποψηφιότητας Τσίπρα από την απουσία του στα ντιμπέιτ των συνυποψηφίων του για την Κομισιόν; Και υπάρχει μεγαλύτερη απαξίωση της «Ελιάς» -που ήταν υποτίθεται η μεγάλη προσπάθεια για την ανασύσταση της Κεντροαριστεράς- από το να λέει ο Ευ. Βενιζέλος ότι στην ουσία αυτή μάχεται για την επιβίωση του… ΠΑΣΟΚ; Γι? αυτό το λόγο, άλλωστε, είναι σημαντικό Το Ποτάμι να δηλώσει εκ των προτέρων και όχι εκ των υστέρων σε ποια πολιτική ομάδα του ευρωκοινοβουλίου θα ενταχθεί.
Αντίστοιχες σκέψεις μπορεί να κάνει κάποιος και για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι εκλογές αυτές τα τελευταία χρόνια τείνουν να αποκομματικοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό, γεγονός πολύ υγιές. Οι υποψήφιοι επιλέγουν να κατέβουν πέρα από κομματικές ταμπέλες, τις θεωρούν βάρος. Όλα αυτά είναι σημάδια μιας χειραφέτησης από την πατρωνεία των κομμάτων στο τοπικό επίπεδο η οποία ξέρουμε καλά που οδήγησε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ίσως γι? αυτό ακριβώς το λόγο, τα κόμματα σπεύδουν πανικόβλητα και απρόσκλητα να δηλώσουν τις προτιμήσεις τους για τον τάδε ή τον δείνα υποψήφιο, ιδίως αν αυτός είναι δημοφιλής και μπορεί να δώσει λίγη από τη λάμψη του στις καταρρέουσες κομματικές γραφειοκρατίες. Όμως γιατί άραγε οι πολίτες δεν είναι ικανοί να κάνουν μόνοι τους τη μία ή την άλλη επιλογή υποφηφίου για την δική τους πόλη, και ξέρουν καλύτερα για λογαριασμό τους τα απομακρυσμένα επιτελεία των κομμάτων; Και πως θα ανταποκριθεί στην αποστολή της αυτο-διακυβέρνησης ένας Δήμος όταν θα είναι μονίμως εξαρτημένος από κόμματα που είναι τόσο ταυτισμένα με τα συμφέροντα του κεντρικού κράτους; Θα αντιτείνει κανείς ότι αποκομματικοποιημένη είναι και η υποψηφιότητα Μπέου στο Βόλο, δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε ευτυχείς σε τυχόν εκλογή του. Θα συμφωνούσα, με την απαραίτητη επισήμανση ότι οι μαζικές δημοκρατίες είναι ικανές για το καλύτερο και για το χειρότερο. Και άλλωστε, η άμεση συμπαράταξη των ανταγωνιστών υποψήφιων δημάρχων του Βόλου, για την αντιμετώπιση του κοινού κινδύνου, είναι απόδειξη ότι τα τοπικά προβλήματα δεν τα λύνουν τα κόμματα αλλά η υπερκομματική κινητοποίηση των τοπικών κοινωνιών.
Αλλά οι τοπικές δημοκρατίες είναι ικανές και για το καλύτερο. Η απροσδόκητη επιτυχία του Γ. Καμίνη ή του Γ. Μπουτάρη (σε Δήμους παραδοσιακά κάστρα της Δεξιάς), οι υποψηφιότητες των οποίων δεν υπάκουσαν σε κομματικές αποφάσεις ούτε το 2010 ούτε και τώρα, είναι μια ακόμη απόδειξη ότι η τοπική κοινωνία των πολιτών, αν αφεθεί ελεύθερη από την ποδηγέτηση του «κέντρου», μπρεί να κινητοποιήσει τις καλύτερες δυνάμεις του κάθε τόπου. Η δε υψηλή δημοτικότητα ενός κατεξοχήν αντι-επικοινωνιακού δημάρχου όπως ο Γ. Καμίνης θα έπρεπε να μας διδάσκει ότι η κοινή γνώμη δεν είναι τόσο χειραγωγίσιμη όσο νομίζουν οι επικοινωνιολόγοι και οι προπαγανδιστές των κομμάτων.
Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να αντιληφθώ τι σημαίνει «χαλαρή» ψήφος. Αν σημαίνει ψήφος που αρνείται τα τεχνητά διλήμματα κομμάτων που βιώνουν υπαρξιακά προβλήματα, τότε ναι, σε αυτές τις εκλογές θα ψηφίσω «χαλαρά». Θα φροντίσω δηλαδή να θέσω τα δικά μου διλήμματα στον εαυτό μου, και να αξιολογήσω με τα δικά μου κριτήρια την επιλογή μου στην κάλπη. Το βράδυ θα παρακολουθήσω τα αποτελέσματα με φίλους, θα αστειευτώ με τους ηττημένους, και την επόμενη θα πάω στη δουλειά μου. Για μένα το πιο κρίσιμο διακύβευμα από όλα είναι η χώρα να πάψει να ζει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.