Ως στοιχείο κεντρικής στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ το τελευταίο χρονικό διάστημα, επανέρχεται η προσπάθεια «διεύρυνσης» της κοινοβουλευτικής ομάδας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης μέσω της ένταξης σε αυτήν, βουλευτών που πρόσφατα ανεξαρτητοποιήθηκαν από άλλα κόμματα και κυρίως από το Ποτάμι.
Προβλήθηκε μάλιστα ως ευδιάκριτος στόχος της συγκεκριμένης στρατηγικής, η ανάδειξη της ΔΗΣΥ σε 3η δύναμη του κοινοβουλίου, παρά την κατάταξη που έλαβε στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Στην πορεία κατάκτησης του στόχου, η ΔΗΣΥ εντάσσει στην κοιν. ομάδα της στις 13 Ιανουαρίου τον βουλευτή Ροδόπης Ιλχάν Αχμέτ, λίγες μόλις ώρες μετά την ανεξαρτητοποίηση του από το Ποτάμι, με το οποίο είχε διεκδικήσει και λάβει την ψήφο των πολιτών. Την ανεξαρτητοποίηση (για λίγες ώρες) του κ. Αχμέτ ακολούθησε η ανεξαρτητοποίηση κι άλλου βουλευτή του Ποταμιού, του κ. Μπαργιώτα, για λόγους που αφορούν βέβαια κυρίως το Ποτάμι αλλά όπως φαίνεται από τις δημόσιες παρεμβάσεις και τοποθετήσεις που ακολούθησαν, μάλλον καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε και ο συμβολισμός της άμεσης απορρόφησης του συναδέλφου του.
Με αφορμή την εν λόγω μετεγγραφή, άλλες παρόμοιες περιπτώσεις λοιπών βουλευτών και κομμάτων, καθώς και τις κυοφορούμενες ενδοκοινοβουλευτικές μετεγγραφές, πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν σχετικά με την ηθική διάσταση του ζητήματος και του μηνύματος που εκπέμπεται προς την κοινωνία και τους πολίτες.
Το θέμα έχει ένα ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον για την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, καθώς το ζήτημα διαπερνά βαθιά το DNA της δημοκρατικής παράταξης.
Σε σύντομο διάστημα από την ίδρυση του το ΠΑΣΟΚ, κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και πορευόμενο …καλπάζοντας προς τις εκλογές του 1977, είχε ήδη γίνει ένα αρκετά ελκυστικό κόμμα για βουλευτές προερχόμενους από την …φυλλοβόλα Ένωση Κέντρου (μετέπειτα ΕΔΗΚ) οι οποίοι εναγωνίως ζητούσαν κάποια ασφαλέστερη και δυναμικότερη κομματική στέγη. Όμως, η γονιδιακή σχέση του ΠΑΣΟΚ, του ηγέτη του και πολλών ιδρυτικών στελεχών του, με τα γεγονότα της αποστασίας του 1965 καθώς και άλλων φαινομένων πολιτικής ανωμαλίας και συναλλαγών στις τάξεις της κοινοβουλευτικής ομάδας της δημοκρατικής παράταξης, επέβαλαν έναν απαρέγκλιτο ηθικό κανόνα: ΚΑΝΕΝΑΣ εκλεγμένος το 1974 με την Ένωση Κέντρου βουλευτής που έχει ανεξαρτητοποιηθεί, όχι μόνο δεν θα ενταχθεί στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, αλλά ούτε καν στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ, των εκλογών του 1977! Από όσους μάλιστα δεν εξελέγησαν το 1977, κάποιοι εισέρχονται στο ΠΑΣΟΚ μόνο από τον Φλεβάρη του 1978 και μετά. Ακόμα και από τους εκλεγέντες του 1977, μόνο ο Στέλιος Παπαθεμελής προσχωρεί στο ΠΑΣΟΚ και εκλέγεται το 1981, αλλά αφού προηγουμένως πέρασε από το ΚΟΔΗΣΟ[1].
Πριν από κάθε επίκληση, λοιπόν, συμβόλων, προσώπων …λαβάρων, ιερών και οσίων και πάνω από κάθε επίδειξη κομματικού πατριωτισμού και μονοπωλιακής λογικής και σε έννοιες και ιδέες, καλό είναι να προηγείται η μελέτη, η αντίληψη, η γνώση και κυρίως ο σεβασμός στην ιστορία και τις αξίες μιας πολιτικής παράταξης.
Καρποφόρο δέντρο… χωρίς ρίζες.
Άλλη μια αντίστοιχη πρακτική απομάκρυνσης από την ιστορική συνέχεια της δημοκρατικής παράταξης, αποτελεί και η ατολμία προάσπισης θεμελιωδών στοιχείων καταγεγραμμένης προσφοράς και κυβερνητικού έργου του παρελθόντος, από τους φορείς εκπροσώπησης του χώρου, κυρίως το ΠΑΣΟΚ και λιγότερο το Ποτάμι.
Όσοι αναζητούν τους λόγους της συνεχούς (εκλογικής και δημοσκοπικής) συρρίκνωσης των σχημάτων του χώρου και τις πανταχόθεν απώλειες ψηφοφόρων, δεν μπορούν να μην συνδέουν την κατάληξη αυτή με την στρατηγική σιωπής ή ουδετερότητας σε στοχευόμενες επιθέσεις δυνάμεων -και από τις δύο πλευρές που πολιτικού άξονα με – κατά κύριο λόγο -λαϊκίστικη αναφορά – σε συγκεκριμένα πρόσωπα και κυβερνητικές περιόδους του ΠΑΣΟΚ που έχουν συνδέσει το όνομα τους με μια σειρά από τομές και μεταρρυθμίσεις, με πολιτικό κόστος φυσικά, αλλά και τεράστια συνεισφορά στον εκσυγχρονισμό και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας από την δεκαετία του ’80 μέχρι και την αντιμετώπιση της μεγάλης οικονομικής κρίσης τα τελευταία χρόνια.
Η πορεία ενοποίησης ενός χώρου του οποίου η ιστορία έχει αποδείξει πως τα σχήματα εκπροσώπησής του έρχονται και παρέρχονται και πολύ περισσότερο η επαναφορά της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας στην κυρίαρχη και πλειοψηφούσα θέση της στον πολιτικό άξονα, περνάει απαρέγκλιτα μέσα από την σύνδεση της με την διαχρονική προσφορά και πορεία της στην σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου.
Ιστορία που συνδέεται με συγκεκριμένα πρόσωπα, νομοθετικές παρεμβάσεις και στρατηγικές αποφάσεις. Διαφορετικά θα πρόκειται για δέντρο δίχως ρίζες, ευάλωτο κι εκτεθειμένο σε κάθε είδους προσέλκυση και υπόταξη, ως συμπληρωματική δύναμη ή παρακολούθημα.
Η πολιτική οικογένεια της ευρύτερης κεντροαριστεράς στην Ευρώπη αλλάζει.
Ο ουσιαστικός νικητής στις εκλογές στην Ολλανδίας ήταν ένας 30χρονος (ο πατέρας του οποίου έχει ρίζες από το Μαρόκο και η μητέρα του από την Ινδονησία) που ηγείται του κόμματος των Πρασίνων.
Ο Γιέσε Κλάβερ, κατάφερε να «απογειώσει» την παράταξη και να προσθέσει 10 έδρες εξασφαλίζοντας συνολικά 14 θέσεις στο ολλανδικό κοινοβούλιο. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου κατέγραψε τις μεγαλύτερες, σε πλήθος, συγκεντρώσεις.
Από την άλλη η έκπληξη στη Γαλλία, ο Εμ. Μακρόν, τέμνει τις παραδοσιακές και παρωχημένες διαχωριστικές γραμμές αριστεράς και δεξιάς και διαμορφώνει ένα ενδιαφέρον αφήγημα που δεν είναι ένα απλό συμπίλημα, αλλά μία νέα ματιά στα σύγχρονα προβλήματα.
Δύο ισχυρά παραδείγματα και για την ελληνική κεντροαριστερά που ψάχνει το δικό της όραμα και τη δικιά της νέα – και ηλικιακά – ηγετική φυσιογνωμία.
[1] Τα στοιχεία περιλαμβάνονται στην μελέτη του Δρ. Παναγιώτη Κουστένη, Πολιτικού Επιστήμονα – Εκλογολόγου, Επιστημονικού συνεργάτη του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών Παντείου Πανεπιστημίου