Οι βιομηχανίες της Ευρώπης: Παγκόσμιες προκλήσεις και κίνδυνοι

Κωνσταντίνος Διαμαντούρος 12 Φεβ 2022

Η παγκόσμια οικονομική τάξη έχει πλέον εισέλθει σε μία περίοδο σημαντικών μετασχηματισμών, μία τάση που είχε ήδη εδραιωθεί πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας και η οποία ως αποτέλεσμα αυτής επιταχύνεται.

Το διεθνές εμπορικό σύστημα που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 90 βρίσκεται πλέον υπό αμφισβήτηση όχι μόνο από τον κρατικό μοντέλο καπιταλισμού που πρεσβεύει η Κίνα αλλά και εν μέρει από το δόγμα «America First» που δείχνει να παγιώνεται ως φιλοσοφία στις ΗΠΑ. Σε αυτό το νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται, η ΕΕ καλείται να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της λαμβάνοντας υπόψιν και τα οικονομικά και γεωπολιτικά διδάγματα από την κρίση του κορονοϊού.

Η πανδημία που ξέσπασε τον Μάρτιο 2020 κατέδειξε ίσως με το πιο γλαφυρό τρόπο τα όρια της παγκοσμιοποίησης και τους κινδύνους που δυνητικά ενέχει. Αντιμέτωπη με μία πρωτοφανή ομολογουμένως κατάσταση, η ΕΕ βρέθηκε ξαφνικά σε εξαιρετικά ευάλωτη θέση καθώς αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες επιχειρήσεων και πολιτών σε απλά πράγματα όπως π.χ. οι χειρουργικές μάσκες, όπου υπήρχε σχεδόν απόλυτη εξάρτηση από την Κίνα. Και παρά τη σχετική ομαλοποίηση, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με ολοένα και μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην παράδοση κρίσιμων βιομηχανικά αγαθών, όπως π.χ. οι ημιαγωγοί λόγω έλλειψης εγχώριας παραγωγής, και σημαντικών διαταράξεων στις διεθνείς αλυσίδες αξίας.

Η επόμενη μέρα για την ευρωπαϊκή οικονομία ενέχει σημαντικές ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις. Πρώτη προτεραιότητα αποτελεί η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, μετά από μία πρωτοφανή ύφεση το 2020, τη μεγαλύτερη μεταπολεμικά. Για την ευρωπαϊκή επιχειρηματική κοινότητα, η απόφαση της ΕΕ να θεσπίσει το Ταμείο Ανάκαμψης σηματοδοτεί μία ιστορική εξέλιξη στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Συγχρόνως, αποτελεί και ένα σημαντικό εργαλείο για την ανάκαμψη και τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας καθώς και τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ και εντός των κρατών μελών. Η ορθή εφαρμογή των ορόσημων στα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και η σωστή αξιοποίηση των πόρων θα αποτελέσει το βαρόμετρο για την επιτυχία του πρωτοφανούς ευρωπαϊκού εγχειρήματος. 

Η πανδημία δυστυχώς ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά του προστατευτισμού με αποτέλεσμα να επανέλθουν στο προσκήνιο οι φωνές που παραδοσιακά υπερασπίζονταν την ανόρθωση τειχών γύρω από την ευρωπαϊκή οικονομία. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι το 85% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης έως το 2030 αναμένεται εκτός της ΕΕ, είναι σαφές ότι η συνεχιζόμενη ευμάρεια της ευρωπαϊκής κοινωνίας εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητά της να συμμετέχει στο διεθνές εμπορικό σύστημα, ως ελκυστικός εμπορικός προορισμός για άμεσες ξένες επενδύσεις, όπως και να εξάγει σε τρίτες χώρες. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ οφείλει καταρχήν να συνεχίζει να προασπίζεται το ελεύθερο εμπόριο, συνάπτοντας εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες και προωθώντας την μεταρρύθμιση του ΠΟΕ. 

Τούτων λεχθέντων, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν ότι η έλλειψη ισότιμων όρων ανταγωνισμού με άλλες οικονομικές δυνάμεις, ανά την υφήλιο, έχουν πλέον δημιουργήσει σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά, επιβάλλοντας μία διαφοροποίηση στην εμπορική και βιομηχανική στρατηγική της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, η ευρωπαϊκή βιομηχανία υποστηρίζει την ανάπτυξη «εγχώριων» παραγωγικών ικανοτήτων σε στρατηγικές τομείς, όπως π.χ. τις μπαταρίες και το υδρογόνο μέσω των Σημαντικών Έργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος. Με δεδομένο ότι τα εν λόγω έργα αδυνατούν να προσελκύσουν επενδυτές λόγω της πολύ υψηλής αβεβαιότητας, οι κρατικές ενισχύσεις κρίνονται απαραίτητες, ώστε να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό και να διορθωθούν οι στρεβλώσεις στην αγορά. Ωστόσο, η όλη διαδικασία θα πρέπει να διεπέται από διαφάνεια και με σεβασμό στο διακριτό ρόλο κράτους και επιχείρησης καθώς σε οικονομίες αγοράς, η τελευταία είναι αυτή που πρέπει να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο σχετικά με το που και πως πραγματοποιείται μία επένδυση.

Τέλος, ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην κλιματική πολιτική της ΕΕ που έχει πλέον αναχθεί σε κορυφαίο ζήτημα τον πλανήτη και την ευρωπαϊκή κοινωνική γνώμη. Όπως έχει ορθά τονίσει η κα. Διαμαντοπούλου, η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι όντως μία πανδημία σε αργή κίνηση (pandemic in slow motion) και η ευρωπαϊκή επιχειρηματική κοινότητα ασπάζεται πλήρως την αναγκαιότητα να ληφθούν σημαντικά μέτρα για την ανάσχεση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Μέσω της BusinessEurope, η ευρωπαϊκή βιομηχανία έχει ταχθεί ρητά υπέρ του νέου στόχου που έχει τεθεί για μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου (ΑτΘ) κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Παρότι η αύξηση της κλιματικής φιλοδοξίας της ΕΕ αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα, αυτό που πρωτεύει τώρα είναι να κατανοήσουμε το πώς θα επιτύχουμε αυτούς τους στόχους με τρόπο που διασφαλίζει αφενός μία δίκαιη μετάβαση για την κοινωνία και αφετέρου την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Στο ίδιο στρατηγικό πλαίσιο, η ευρωπαϊκή επιχειρηματική κοινότητα τάσσεται καταρχήν υπέρ της πρόσφατης πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία μηχανισμού για την αποφυγή στρεβλώσεων στην ενιαία αγορά από επιχειρήσεις τρίτων χωρών που λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις. Επίσης, στηρίζει την ανάγκη να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των κρατών μελών σχετικά με το Μέσο για τις Διεθνείς Δημόσιες Συμβάσεις (International Procurement Instrument) που αποσκοπεί στην δημιουργία ενός δίκαιου πλαισίου για την πρόσβαση ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στις δημόσιες συμβάσεις τρίτων χωρών, όπου συχνά υφίστανται διακρίσεις ή ακόμα και αποκλεισμούς.

Ταυτοχρόνως, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν πιο επίκαιρο από ποτέ το θέμα της ανάπτυξης των δεξιοτήτων. Η επιτυχία της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης της ευρωπαϊκής μετάβασης προϋποθέτει ένα καταρτισμένο εργατικό δυναμικό που μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες παραγωγικές ανάγκες των επιχειρήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη για την προώθηση προγραμμάτων αναβάθμισης δεξιοτήτων από επιχειρήσεις και το κράτος κρίνεται επιτακτική καθώς οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξημένες ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δυστυχώς παρατηρείται ακόμα και σε ευρωπαϊκές χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας. Με δεδομένη και τη δημογραφική γήρανση της Ευρώπης, η πολιτική δεξιοτήτων, που υποστηρίζεται και από το RRF, θα πρέπει σαφώς να συνδέεται και με την προσέλκυση εξειδικευμένου προσωπικού εκτός της ΕΕ.

Σήμερα, η ΕΕ αντιπροσωπεύει το 8% των εκπομπών ΑτΘ και αυτό το ποσοστό αναμένεται να μειωθεί σημαντικά στο μέλλον. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι όσο φιλόδοξη και να είναι η ΕΕ, η επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισίου θα παραμείνει ένα άπιαστο όνειρο εάν δεν υπάρξει αντίστοιχη σύγκλιση των άλλων μεγάλων οικονομιών του πλανήτη. Μάλιστα, η μονομερής αύξηση των κλιματικών στόχων από την ΕΕ χωρίς αντίστοιχες δεσμεύσεις από τρίτες χώρες δυνητικά θα οδηγήσει σε αντίθετο αποτέλεσμα. Με τον κίνδυνο να εντείνεται το φαινόμενο «διαρροής επενδύσεων και άνθρακα» (investment and carbon leakage), και οι παγκόσμιες εκπομπές ΑτΘ θα αυξάνονται καθώς και θα η ευρωπαϊκή παραγωγή θα αντικαθίσταται με εισαγωγές από τρίτες χώρες, όπου δεν εφαρμόζονται αντίστοιχες κλιματικές πολιτικές. Ως εκ τούτου, η ανάληψη πιο φιλόδοξων στόχων και από τους σημαντικούς εταίρους της ΕΕ είναι μονόδρομος.

Εξίσου, σημαντικό είναι να προσδιορίσουμε τον τρόπο με τον όποιο θα χρηματοδοτηθεί η πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ευρώπη θα χρειαστεί πρό- «η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι όντως μία πανδημία σε αργή κίνηση και η ευρωπαϊκή επιχειρηματική κοινότητα ασπάζεται πλήρως την αναγκαιότητα να ληφθούν σημαντικά μέτρα για την ανάσχεση της υπερθέρμανσης του πλανήτη» Οι βιομηχανίες της Ευρώπης: Παγκόσμιες προκλήσεις και κίνδυνοι σθετες επενδύσεις ύψους € 350 δισεκατομμυρίων ετησίως κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας μόνο για τα ενεργειακά συστήματα, παράλληλα με τα € 130 δισεκατομμύρια που θα χρειαστούν για άλλους περιβαλλοντικούς στόχους. Η κινητοποίηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για την πράσινη μετάβαση και η δημιουργία μία ευρωπαϊκής ταξινομίας για την κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων αποτελούν αναμφισβήτητα ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο, παραμένει στην πράξη να δούμε αν θα καλυφθούν οι σημαντικότατες χρηματοδοτικές ανάγκες.

H ευρωπαϊκή βιομηχανία αποδίδει ιδιαίτερο βάρος στην ανάγκη διατήρησης ενός σταθερού ρυθμιστικού πλαισίου για την πράσινη μετάβαση των επιχειρήσεων. Το σύστημα εμπορίας ρύπων, το οποίο δημιουργήθηκε πριν από 15 χρόνια, έχει αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της κλιματικής πολιτικής της ΕΕ, έχοντας οδηγήσει σε μείωση των εκπομπών ΑτΘ κατά 35% την περίοδο 2005-2019 για τους κλάδους που καλύπτει. Η καινούργια πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκρίνει ως λύση την σταδιακή απόσυρση των δωρεάν δικαιωμάτων της βιομηχανίας και την αντικατάσταση τους έως το 2035 με το Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα, ενός μη δοκιμασμένου εργαλείου που ενέχει και σημαντικούς κινδύνους για την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της ΕΕ. Η ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα αντιμετωπίζει με επιφύλαξη την πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι και θεωρεί ότι το υφιστάμενο καθεστώς με τα δωρεάν δικαιώματα πρέπει να διατηρηθεί έως ότου ο νέος μηχανισμός αποδείξει στην πράξη τη λειτουργικότητά του.

Τέλος, ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην παρούσα ενεργειακή κρίση. Η ευρωπαϊκή επιχειρηματική κοινότητα αναγνωρίζει ότι η τρέχουσα αύξηση των τιμών της ενέργειας έχει σοβαρές επιπτώσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και ως εκ τούτου, στηρίζει τη εργαλειοθήκη που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπής στις 13 Οκτωβρίου. Υποθέτοντας ότι πολλές από τις εξελίξεις των τιμών της ενέργειας είναι παροδικές, η προτιμώμενη οδός θα πρέπει να είναι μια αναπροσαρμογή με όρους αγοράς για επιστροφή σε «κανονικές» τιμές ενέργειας, αποφεύγοντας εκτεταμένες κρατικές παρεμβάσεις στις ενεργειακές αγορές. Σε περίπτωση ωστόσο που οι τιμές δεν αποκλιμακωθούν το προσεχές διάστημα, κρίνεται εύλογο να ανοίξει μία ευρύτερη συζήτηση για τη διαμόρφωση μίας αποτελεσματικά λειτουργούσα αγορά ενέργειας, με τις απαραίτητες υποδομές, διασυνδέσεις και επενδύσεις, ώστε οι επιχειρήσεις να προστατεύσουν και να αυξήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους.