Στην πρόσφατη παρουσίαση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης σχεδόν μονοπωλήθηκε από το διόλου ευκαταφρόνητο ύψος χρηματοδότησης – 32 δισ.ευρώ – και από τα ακόμη μεγαλύτερα ποσά που αυτό αναμένεται να κινητοποιήσει. Μικρότερο ήταν το ενδιαφέρον για τα έργα που θα χρηματοδοτηθούν, ενώ πολύ λιγότερη προσοχή δόθηκε στις μεταρρυθμίσεις που προβλέπει το σχέδιο. Η λάμψη των 32 δισεκατομμυρίων δεν επέτρεψε να φωτισθούν επαρκώς οι μεταρρυθμίσεις αυτές όπως και μια σειρά άλλων νέων δεδομένων που δημιουργεί η θέσπιση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όπως όμως αναφέρει η σχετική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος - και υπενθυμίζει η Ειρήνη Χρυσολωρά στην «Καθημερινή» της 2.4.2021 – οι μεταρρυθμίσεις του σχεδίου ανάκαμψης θα αυξήσουν το ελληνικό ΑΕΠ κατά 2,6% και οι επενδύσεις κατά 4,3%. Πάνω δηλαδή από το ένα τρίτο της προβλεπόμενης στο σχέδιο ανάκαμψης αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ (6,9%) θα οφείλεται στις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μάλιστα εν γένει δεν συνεπάγονται δημοσιονομικό κόστος, ενώ οι επενδύσεις θα απαιτήσουν 32 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι μεταρρυθμίσεις του σχεδίου ανάκαμψης δεν πρέπει να συγχέονται με τις «αιρεσιμότητες» που προβλέπονταν και συνεχίζουν να προβλέπονται στα ΕΣΠΑ. Η διαφορά τους από τις «αιρεσιμότητες» είναι ότι εκείνες ήταν προϋποθέσεις (conditionalities) για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων ενώ οι μεταρρυθμίσεις είναι οργανικό και αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της αναπτυξιακής προσπάθειας. Και αυτό είναι το σημαντικό καινοτομικό στοιχείο που εισάγουν στον αναπτυξιακό σχεδιασμό. Στη μελέτη της ΤτΕ επισημαίνεται μάλιστα ότι «σε αντίθεση με την τελικά παροδική οικονομική επέκταση που χρηματοδοτείται από επιχορηγήσεις και δάνεια, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε μόνιμη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας». Αξίζουν επομένως μεγαλύτερου ενδιαφέροντος οι μεταρρυθμίσεις
Υπάρχουν όμως και άλλες, ακόμη λιγότερο φωτιζόμενες, πτυχές της νέας πραγματικότητας που δημιουργεί το Ταμείο Ανάκαμψης. Μια από αυτές είναι ότι το νέο ταμείο εγκαταλείπει τις επί τριάντα χρόνια εδραιωμένες διαχειριστικές πρακτικές των διαρθρωτικών ταμείων, οι οποίες, από ρηξικέλευθες αρχικά μεταρρυθμίσεις εξελίχθηκαν σταδιακά σε αγκυλώσεις και τροχοπέδη της υλοποίησης των ΕΣΠΑ, πανευρωπαϊκά και όχι μόνο στη χώρα μας, και εισάγει εντελώς διαφορετικές διαδικασίες. Έτσι, για παράδειγμα, μαζί με τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης εγκρίνονται ταυτοχρόνως και τα περιλαμβανόμενα σε αυτά έργα, σε αντίθεση με τα ΕΣΠΑ, μετά την έγκριση των οποίων πρέπει να ακολουθήσει η υποβολή και έγκριση επιχειρησιακών προγραμμάτων, η εξειδίκευση των προγραμμάτων αυτών και συνήθως και κάποια άλλα στάδια μέχρι να εγκριθούν, σε διαδοχικές δε φάσεις, τα προς χρηματοδότηση έργα. Είναι προφανές ότι οι όντως πολύ σφιχτές προθεσμίες υλοποίησης των σχεδίων ανάκαμψης αλλά και στόχοι που αυτά καλούνται να υπηρετήσουν δεν μπορούσαν να συμβιώσουν με αυτές τις πρακτικές. Είναι δε λογικό να αναμένεται ότι η νέα προσέγγιση που ακολουθείται στο Ταμείο Ανάκαμψης θα επηρεάσει σημαντικά, αν όχι και καθοριστικά, τις μελλοντικές διαδικασίες στην «παραδοσιακή» πολιτική συνοχής της ΕΕ.
Αποτέλεσμα της νέας αυτής προσέγγισης είναι και η ανακατανομή ρόλων στο εσωτερικό των οργάνων της ΕΕ. Τη διαπραγμάτευση του κανονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης ανέλαβαν οι υπουργοί Οικονομικών, αφαιρώντας τον ρόλο αυτό από τους παραδοσιακούς παίκτες που ήταν τα υπουργεία αναπτυξιακού σχεδιασμού. Αντιστοίχως, είσστο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής και Αστικής Πολιτικής (REGIO) δεν έχει, πρακτικά, ρόλο στον σχεδιασμό και την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και αμυντικά εξαντλεί το ενδιαφέρον της στη διασφάλιση του σαφούς διαχωρισμού (demarcation) μεταξύ δράσεων ΕΣΠΑ και δράσεων Ταμείου Ανάκαμψης, αντί να αναζητεί και να επιδιώκει την αναγκαία συμπληρωματικότητα. Ούτε όμως Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων (ECFIN), παρ? όλο που της επιφυλάχθηκε σημαντικότερος ρόλος, κέρδισε την πρωτοκαθεδρία. Η σολομώντεια λύση που επελέγη ήταν η δημιουργία μιας ειδικής Task Force υπό τη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής.
Η ανάθεση κεντρικού ρόλου στους υπουργούς Οικονομικών, στην προαναφερόμενη Task Force και δευτερευόντως στην Γ.Δ. ECFIN, συνεπάγεται κριτήρια σχεδιασμού που δεν συμπίπτουν κατ? ανάγκην με αυτά της παραδοσιακής πολιτικής συνοχής, όπως τουλάχιστον εννοούσε και περιέγραφε την πολιτική αυτή η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Η είσοδός τους στον χώρο αυτό σηματοδοτεί την εισαγωγή στα σχέδια ανάκαμψης μιας άλλης αντίληψης για την ανάπτυξη, με διαφορετικές προϋποθέσεις και προτεραιότητες, πιθανότατα επιβεβλημένες από την πρωτοφανή συγκυρία, που δεν θα πρέπει όμως να προσλάβουν χαρακτηριστικά μονιμότητας. Τα ΕΣΠΑ, που βρίσκονται σε στάδιο έγκρισης και θα ακολουθήσει η εξειδίκευσή τους, πρέπει να κληθούν να καλύψουν το «έλλειμμα» που ενδεχομένως θα προκύψει σε όρους αντιμετώπισης περιφερειακών ανισοτήτων.
Επανερχόμενοι στα καθ? ημάς, ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η όλη επιχείρηση σύνταξης και υλοποίησης του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης τέθηκε υπό την ευθύνη του πρωθυπουργού. Χάρις σε αυτή την πρωτοβουλία, κατέστη εφικτή η σύνταξη και υποβολή εντός των προθεσμιών ενός σχεδίου που συγκεντρώνει πολλά θετικά σχόλια και προβάλλεται ως πρότυπο προς μίμηση στις Βρυξέλλες αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η διαδικασία αυτή πρέπει και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα κάθε φορά που απαιτείται να αναληφθεί μια προσπάθεια εθνικών διαστάσεων, όπως συνέβη και στην περίπτωση της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Και η ανάπτυξη της χώρας είναι αναμφιβόλως εθνικών διαστάσεων υπόθεση. Είναι λοιπόν υπερβολικό να υποστηριχθεί ότι αν είχε ακολουθηθεί μια ανάλογη διαδικασία στα διαδοχικά Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και στα ΕΣΠΑ , η ποιότητα, η ταχύτητα υλοποίησής τους και, εν τέλει, η προστιθέμενη αξία τους, θα ήταν μεγαλύτερες;
Το όλο εγχείρημα έχει όμως και κάποιες άλλες παράπλευρες απώλειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τις οποίες επίσης κρύβει η λάμψη των δισεκατομμυρίων. Μια από αυτές είναι ο διαφαινόμενος κίνδυνος αποδυνάμωσης, αν όχι εγκατάλειψης, βασικών αρχών της μεγάλης μεταρρύθμισης του 1988, όπως η ανάπτυξη μέσω ολοκληρωμένων προγραμμάτων και η εγκαθίδρυση της εταιρικής σχέσης, με την οποία το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ανοίχθηκε για πρώτη φορά στις υπο-κρατικές οντότητες. Είναι σαφές ότι η συγκυρία και οι προθεσμίες δεν επέτρεπαν την τήρηση αυτών των αρχών, δεν θα είναι όμως σκόπιμη η οριστική απομάκρυνση από αυτές στη μετά την κρίση περίοδο.
Πηγή: www.kreport.gr