Η Αθηναϊκή δημοκρατία στηριζόταν σε τρεις θεμελιακές αρχές: 1)τη διακυβέρνηση του κράτους από τη λαϊκή συνέλευση και συμπληρωματικά από τα λαϊκά δικαστήρια, 2)την εναλλαγή των πολιτών στα αξιώματα με κλήρωση και 3)τη χορήγηση ημερήσιας αμοιβής για κοινωνική εργασία.
.
Η λαϊκή συνέλευση («εκκλησία του δήμου») συνερχόταν κάθε εννιά μέρες στην Πνύκα κι αποφάσιζε με δημόσιο διάλογο και πλειοψηφία των παρισταμένων όλα τα μεγάλα και μικρά ζητήματα: πόλεμο και συμμαχία, εκστρατευτικές δυνάμεις κι εφοδιασμό τους, ψήφιση νόμων, κατασκευή πολεμικών πλοίων και δημόσιων έργων, οργάνωση θρησκευτικών γιορτών και χορηγιών, ένα σωρό άλλα θέματα που αντιμετώπιζε το μεγαλύτερο κράτος της κυρίως Ελλάδας με τις σχεδόν διακόσιες πόλεις της ναυτικής του ηγεμονίας.
.
Οι πολιτικοί αρχηγοί εισηγούνταν τις πολιτικές τους στην εκκλησία κι ανταγωνίζονταν για το ποιος θα κέρδιζε την ψήφο της. Ήταν στην πλειονότητά τους αριστοκράτες ή πλούσιοι βιοτέχνες και τον 5ο αιώνα μερικοί εκλέγονταν στο ετήσιο αξίωμα του στρατηγού, όμως η δύναμή τους εξαρτιόταν από το πόσο συχνά έπειθαν τη συνέλευση ν’ ακολουθήσει τις δικές τους προτάσεις. Ήταν οι αναγκαίοι συμβουλάτορες, χωρίς όμως κυβερνητικό αξίωμα, χωρίς κόμμα και διορισμένη γραφειοκρατία να τους στηρίζουν, ούτε μισθό και σύνταξη, μήτε ακαταδίωκτο και παραγραφές.
.
Το αντίθετο. Με την αξίωσή τους να βγουν μπροστά και να συμβουλέψουν το δήμο, κινδύνευαν διαρκώς και το ήξεραν. Αν κάποιες πολιτικές τους αποτύχαιναν, μπορούσαν να οδηγηθούν στη συνέλευση ή το λαϊκό δικαστήριο. Στους δυο αιώνες της αθηναϊκής δημοκρατίας δεκάδες απ’ αυτούς τιμωρήθηκαν, εξορίστηκαν, έχασαν τις περιουσίες τους (μερικοί μάλιστα θανατώθηκαν), ακόμα κι οι πιο ξακουστοί: ο Μιλτιάδης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Κίμωνας, ο Περικλής.
.
Κυβέρνηση, μ’ όλη τη σημασία της λέξης, ήταν οι πολίτες που αποφάσιζαν στη συνέλευση με ανάταση των χεριών: μερικές εκατοντάδες ή αρκετές χιλιάδες όταν το θέμα ήταν κρίσιμο. Δεν υπήρχαν, όπως σήμερα, πρόεδρος, πρωθυπουργός και υπουργοί, ούτε κρατική γραφειοκρατία μόνιμων υπαλλήλων, μήτε καν σώμα επαγγελματιών δικαστών, αφού δίκαζαν οι ίδιοι οι πολίτες σε τεράστια λαϊκά δικαστήρια. Ο λόγος ήταν φανερός και θεμελιώδης: οι πολίτες δεν εκχωρούσαν ούτε μικρό μέρος της εξουσίας σε αντιπροσώπους και υπαλλήλους. Την ήθελαν όλη στα χέρια τους.
.
Πώς λειτουργούσε το σύστημα; Με πολλές χιλιάδες ετήσιων αμειβόμενων αξιωμάτων που μοιράζονταν με κλήρο, ώστε να συμμετέχουν στη διοίκηση όσο γινόταν περισσότεροι φτωχοί και άσημοι πολίτες. Οι αρχαίοι ήξεραν πως οι εκλογές ήταν μέσο ολιγαρχικό, γιατί έδινε εξουσία στους πλούσιους και τους τοπικά ισχυρούς. Ολιγαρχικό μέσο ήταν κι η μονιμότητα, γιατί έδινε για χρόνια ή για ολόκληρη ζωή την εξουσία στους λίγους. Γι’ αυτό τα πολέμησαν και κατάφεραν να αποδυναμώσουν το τελευταίο σώμα μόνιμης εξουσίας, τον Άρειο Πάγο, με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή το 462π.χ. Η μετάβαση από την αριστοκρατία στη δημοκρατία υπήρξε δύσκολη και κατορθώθηκε με πολλές εξεγέρσεις στη διάρκεια δυο αιώνων. Εξεγέρσεις που από την εποχή του Σόλωνα είχαν μια παράξενη εμμονή στην ψήφιση δίκαιων νόμων και στη νομιμότητα.
.
Εκτός από τα ετήσια αξιώματα του στρατηγού και του ελληνοταμία, που δίνονταν με εκλογές, όλα τα άλλα κληρώνονταν, επίσης για ένα χρόνο: οι πεντακόσιοι βουλευτές (η βουλή ήταν σημαντικό σώμα που αντιπροσώπευε όλους τους δήμους της Αττικής κι εφάρμοζε τις αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου), οι εννέα άρχοντες κι οι άλλοι ταμίες, οι πολλές χιλιάδες δικαστές και αξιωματούχοι που επόπτευαν την πόλη, τον Πειραιά και την ηγεμονία του Αιγαίου. Στο τέλος της υπηρεσίας τους οι αξιωματούχοι περνούσαν διεξοδικό έλεγχο («ευθύναι») από επιτροπή της βουλής, όπου κάθε πολίτης μπορούσε να διατυπώσει κατηγορία εναντίον τους. Ενδείξεις κατάχρησης δημόσιου χρήματος οδηγούσαν στο λαϊκό δικαστήριο και ίσως σε αυστηρή τιμωρία.
.
Οι πολίτες μπορούσαν να ξανακληρωθούν σε κάποια αξιώματα, αλλά στη βουλή μόνο δυο φορές, έτσι ώστε οι περισσότεροι έφταναν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους στο ύπατο αξίωμα. Και φυσικά πληρώνονταν, όμως έπαιρναν ένα ταπεινό μεροκάματο, χαμηλότερο απ’ αυτό του ειδικευμένου τεχνίτη. Σκοπός της δημόσιας θέσης δεν ήταν ο πλουτισμός αλλά η μαζική συμμετοχή όσων δεν είχαν άλλους πόρους. Παρόμοια πληρώνονταν όσοι συμμετείχαν στην εκκλησία ή δίκαζαν, καθώς κι οι χιλιάδες που εκστράτευαν σαν οπλίτες ή κωπηλατούσαν στις τριήρεις, το πανίσχυρο όπλο του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού.
.
Μ’ αυτούς τους τρόπους και με την ανέγερση ναών και δημόσιων χτισμάτων η Αθήνα μοίραζε ένα μεγάλο μέρος των εσόδων του κράτους και της ναυτικής ηγεμονίας στις κατώτερες τάξεις, συνάμα έσπρωχνε τους πολίτες στην άμεση δημοκρατία. Το σύστημα της συλλογικής κυβέρνησης, συλλογικής διοίκησης και δικαιοσύνης βασιζόταν στη συνεχή εναλλαγή των πολιτών, στην πολιτική παιδεία κι αυτοσυγκράτηση που έδινε η αδιάκοπη συμμετοχή σε συζητήσεις και ψηφοφορίες. Είχε και τις αδυναμίες του, που δε χωρούν στη σύντομη αυτή περιγραφή, όμως ήταν δικαιότερο και πολύ πιο ελεύθερο από τις ολιγαρχίες και τις απολυταρχίες της εποχής.
.
Οι κεντρικές αξίες του ήταν ότι όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν πολιτική κρίση, αρετή και διοικητική ικανότητα, αν και σε διαφορετικό βαθμό? ότι η ισότητα κι η ελευθερία τους ολοκληρώνονται με τη συμμετοχή στις πολιτικές αποφάσεις? ότι η ειδικευμένη γνώση είναι αναγκαία όχι στα πολιτικά ζητήματα αλλά στα τεχνικά επαγγέλματα, όπως του γιατρού ή του χτίστη (βλ. Πρωταγόρα Πλάτωνα)? ότι όποιος δε συμμετέχει στα κοινά είναι άχρηστος στην πόλη (βλ. Επιτάφιο του Περικλή, ένα μοναδικό μανιφέστο του δημοκρατικού τρόπου ζωής).
.
Μ’ αυτό το πολίτευμα η Αθήνα κατάφερε απίστευτες στρατιωτικές νίκες εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, έγινε ηγέτιδα μιας μεγάλης θαλασσοκρατίας, πολιτειακό πρότυπο για τις ελληνικές πόλεις, εμπορικό και οικονομικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου. Πάνω απ’ όλα, υπήρξε (με λίγες εξαιρέσεις) για δυο αιώνες ανοιχτή κοινωνία και πολιτιστικό κέντρο των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών.
.
.
Στο νεότερο κόσμο – κι ιδίως στην Ελλάδα – η πολιτική, από δικαίωμα κι ικανότητα των πολλών, έγινε προνόμιο των λίγων κι επαγγελματιών, που για να εκλεγούν στηρίζονται στις εισφορές επιχειρηματιών και τις ψήφους πολιτών που μαζί τους στήνουν αλισβερίσι: στους πρώτους αναθέτουν δημόσια έργα, τους δεύτερους αντλούν από κομματικές δεξαμενές και διορίζουν σε κρατικές υπηρεσίες, για να γίνουν μέλη μια τεράστιας και συχνά άχρηστης γραφειοκρατίας που νιώθει πως το κράτος της ανήκει και σπάνια αισθάνεται υπόλογη στους πολίτες που τη μισθοδοτούν με τους φόρους τους.
.
Την αρπαγή του δημόσιου πλούτου συμπληρώνουν άλλες επαγγελματικές ομάδες που με τη σύμπραξη πολιτικών και συνδικαλιστών κατοχυρώνουν καταχρηστικά προνόμια σε βάρος της κοινωνίας και του τίμιου ανταγωνισμού. Πρόκειται για ένα σύστημα από την κορφή ως τη βάση ολιγαρχικό κι ανήθικο, που μετατρέπει τον πολίτη σε πελάτη και συμφεροντολόγο. Την κύρια ευθύνη γι’ αυτό έχουν τα κόμματα, συγκεντρωτικοί μηχανισμοί που διαβρώνουν κράτος και συνειδήσεις.
.
Η λύση στα αδιέξοδα δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να είναι άλλη από την επινόηση πρακτικών ανάλογων με του αρχαίου δήμου και σ’ αυτό το συμπέρασμα τείνουν αρκετές θεωρήσεις για «κοινωνίες πολιτών». Αρχαία και νεότερη εμπειρία δείχνει πως όταν οι πολίτες αποφασίζουν με τη δική τους ψήφο τοπικά ή εθνικά ζητήματα, τότε ενημερώνονται γι’ αυτά, ζυγίζουν απόψεις κι επιχειρήματα, ξεχωρίζουν το γενικό όφελος από το ιδιωτικό. Όπως εξηγεί ο Περικλής, η άσκηση της δημοκρατίας έκανε την Αθήνα σχολείο δημοκρατίας και σχολείο της Ελλάδας.
.
Για να ξαναβρεί ο σημερινός άνθρωπος την πολιτική και κοινωνική του ευθύνη, πρέπει εξουσία και διοίκηση να περάσουν με τρόπο σταδιακό κι οργανωμένο από τις διαπλεκόμενες ολιγαρχίες στη συνολική κοινωνία. Η αρχή των ολίγων να ξαναγίνει κράτος του δήμου.