Το ενδιαφέρον των πολιτικών για τις δημοσκοπήσεις φαίνεται να εξαντλείται στις τρεις πρώτες στήλες των γραφημάτων για την πρόθεση ψήφου. Η διαφορά της (μονίμως) πρώτης ΝΔ από τον (μονίμως) δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ και το ποσοστό του (μονίμως) τρίτου ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δίνουν την «εικόνα της στιγμής» πάνω στην οποία χτίζουν την επιχειρηματολογία τους για τις τηλεμαχίες της επόμενης μέρας. Μερικοί για να υπερηφανευτούν αυτάρεσκα για τη συνεχιζόμενη κυριαρχία τους, άλλοι για να διαπιστώσουν την αναντιστοιχία των αριθμών με το κλίμα που εισπράττουν καθημερινά σε όλη την Ελλάδα, κάποιοι για να επιβεβαιώσουν την ανοδική τους πορεία.
Υπάρχουν βέβαια πιο δίπλα και άλλες στήλες που μάλλον δεν τυχαίνουν της προσοχής που θα έπρεπε και που αποτυπώνουν ευρήματα όλο και πιο επικίνδυνα για τη δημοκρατία και τη χώρα. Μήπως ορισμένοι προσπερνούν με ευκολία τον διαφαινόμενο κίνδυνο να ξαναζήσουμε την ντροπή μιας νέας «Χρυσής Αυγής» στη Βουλή; Μήπως το συνολικό ποσοστό των ακροδεξιών και αντισυστημικών μορφωμάτων, εντός και εκτός Βουλής, πρέπει μα σημάνει γενικό δημοκρατικό συναγερμό; Μήπως η στήλη της αποχής δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την διογκούμενη απογοήτευση και αδιαφορία των πολιτών;
Ωστόσο, το εκλογικό αποτέλεσμα θα καθοριστεί ουσιαστικά από την πολιτική δύναμη που θα χρωματίσει πιο έντονα τη στήλη των «αναποφάσιστων». Πρόκειται για ένα σημαντικό ποσοστό πολιτικοποιημένων ψηφοφόρων - μεγαλύτερο από 12% - που ταλαντεύεται ανάμεσα σε κόμματα με διάφορα ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια. Αν σκεφτεί κανείς ότι το 25% των πολιτών αυτών, δηλαδή το 3% του συνολικού εκλογικού σώματος, ταλαντεύεται, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με κριτήριο την πολιτική σταθερότητα και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία της μάχης για την διεκδίκηση του κεντρώου χώρου, που κάποια επιτελεία εξακολουθούν να υποτιμούν.