Πριν από 103 χρόνια ο μεγάλος ισπανός φιλόσοφος Μιγκέλ ντε Ουναμούνο δημοσίευε στο αργεντίνικο περιοδικό «La Nacion» ένα σύντομο άρθρο με τίτλο «Οι απολίτικοι» (1910). Εκεί υπέβαλε σε κριτική την αντίληψη η οποία θέλει η πολιτική να είναι μια αξιοπεριφρόνητη ασχολία και τους ανθρώπους που ασχολούνται με την πολιτική άξιους καταφρόνησης.
Για τον Ουναμούνο η αδιαφορία του μέσου πολίτη σταδιακά μετατρέπεται σε μίσος κατά της πολιτικής και κατά των πολιτικών. Αυτή η κατάσταση, έγραφε 26 χρόνια πριν από τον ισπανικό εμφύλιο, αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια αντιδημοκρατικών εκτροπών. Η αδιαφορία για την πολιτική γεννά τέρατα. Ενασχόληση με την πολιτική δεν σημαίνει, βεβαίως, μίσος για αυτόν που σκέπτεται διαφορετικά, αλλά αγάπη για τη δημοκρατία και το κράτος. Αγάπη για τη δημοκρατία που μισούν οι κάθε λογής δεξιοί και αριστεροί ακραίοι και για το κράτος που περιφρονούν οι κάθε λογής νεοφιλελεύθεροι.
Η δημοκρατία, έγραφε ο Ουναμούνο, «είναι ίσως αναγκαίο κακό όπως ο πόλεμος, όπως ίσως ο ίδιος ο πολιτισμός – και, ποιος ξέρει, όπως ίσως η ίδια η ζωή… Το πρώτο καθήκον που αυτή μας επιβάλλει είναι να ενδιαφερόμαστε για τον τρόπο με τον οποίο διευθύνονται οι ανθρώπινες υποθέσεις». Οσον αφορά δε το κράτος, ο φιλόσοφος περιγελά όσους υποστηρίζουν ότι αυτό δεν μας δίνει τίποτε. Αυτοί, υποστηρίζει, δεν υπολογίζουν ότι όταν το κράτος δεν δίνει τίποτα, τότε αυτό είναι σε θέση να αρπάζει πολλά. Το να υποστηρίζεται ότι το κράτος δεν χρειάζεται, γράφει αυτός ο μεγάλος, όχι γιαλαντζί, φιλελεύθερος, «είναι μια απίστευτη ανοησία που ξεφουρνίζουν αρκετοί εγωιστές και άλλοι αστείοι τύποι».
Είναι περισσότερο από εμφανές ότι οι απόψεις του Ουναμούνο ισχύουν όχι μόνο για την Αργεντινή και την Ισπανία των αρχών του προηγούμενου αιώνα, αλλά και για τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης. Στη χώρα μας η ανθρώπινη συμβίωση απειλείται αφενός από τα άκρα που μισούν τη δημοκρατία και αντιλαμβάνονται την πολιτική συμμετοχή ως μια διαδικασία εξόντωσης του άλλου, αφετέρου από εκείνους που θεωρούν ότι το μικρότερο κράτος είναι η πανάκεια για τη θεραπεία κάθε νόσου.
Αυτό το κλίμα, σε συνδυασμό με τον απίστευτο λαϊκισμό, την ιδιοτέλεια, την επαγγελματική και την πνευματική ανεπάρκεια μερικών από τους εκπρόσωπους του πολιτικού, του δημοσιογραφικού και του επιχειρηματικού μας συστήματος, δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος ώστε αρχικά να φυτρώσουν τα «αγανακτισμένα λουλούδια» που έστελναν τις μούντζες τους στη Βουλή και από εκεί πλέον να εκκολαφθεί το χρυσαυγίτικο αυγό του φιδιού.
Και όμως, οι παράγοντες της πολιτικής ζωής, αντί να αντιληφθούν το μέγεθος του προβλήματος και να μετασχηματίσουν τις αξίες που μας έφεραν ώς εδώ, συνεχίζουν να στερούν την πολιτική από το πραγματικό της περιεχόμενο, που είναι ο συνεχής μετασχηματισμός και η αναπροσαρμογή διακηρύξεων και πολιτικών συμπεριφορών. Οι διακηρύξεις της μεταπολίτευσης και οι όποιες αρχές της εποχής, παρότι δημιούργησαν την πιο δημιουργική και σταθερή περίοδο της ελληνικής δημοκρατίας, από μια στιγμή και ύστερα φτάνουν σ? ένα σημείο που η όποια περαιτέρω εμμονή σ? αυτές οδηγεί τους πολίτες στην καλύτερη περίπτωση στο να αδιαφορούν για την πολιτική και στη χειρότερη στο να τάσσονται με όσους τη μισούν μαζί με τη δημοκρατία.
Και όλα αυτά γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής εδώ της κοινωνίας δεν ήταν ούτε τα ελλείμματα ούτε το χρέος, ούτε η αδιαφορία για την πολιτική των ίδιων των πολιτών. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η απολίτικη αντίληψη για την πολιτική όσων συνδέονταν στενά με αυτήν (πολιτικοί, δημοσιογράφοι και πάσης φύσεως παρατρεχάμενοι). Αυτοί «θεώρησαν»(;) ότι το πρώτιστο καθήκον τους είναι ο εκθειασμός της υπάρχουσας πραγματικότητας καθώς και η κολακεία των εκάστοτε ηγεσιών και όχι η αναζήτηση του δημόσιου συμφέροντος και της αλήθειας μέσα από τον κριτικό στοχασμό, όσο επώδυνος και να ήταν αυτός. Η σκέψη εξοβελίστηκε για χάρη της κολακείας και του εξωραϊσμού της πραγματικότητας – αλλά όπου η κριτική σκέψη υποχωρεί εκεί το δημόσιο συμφέρον υποφέρει.
Βεβαίως υπάρχει και μια άλλη ερμηνεία. Θα επικαλεστώ πάλι τον Ουναμούνο, ο οποίος υποστήριζε ότι «η συνείδηση είναι αρρώστια» («Ο άνθρωπος από σάρκα και αίμα» – 1913). Μάλλον κάτι τέτοιο είχαν διαβάσει μερικοί παράγοντες της πολιτικής ζωής και ακόμη και τώρα αποφεύγουν να μετρηθούν με τη συνείδησή τους.