Αρχές Αυγούστου 2012, όταν οι κ.κ. Βενιζέλος και Κουβέλης είχαν τις τελευταίες φαντασιώσεις περί αναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου, ο Πρωθυπουργός κ. Σαμαράς έκανε μια δημόσια δήλωση: «Θα προχωρήσουμε με όσους είναι αποφασισμένοι». Η δήλωση αυτή σήμανε και την αμέριστη υποστήριξή του στον υπουργό Οικονομικών κ. Στουρνάρα. Τη συνέχεια την ξέρουμε: έγινε αυτό που κάθε ελληνική κυβέρνηση όφειλε να είχε κάνει από τον Μάιο του 2010 και μετά – να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να παραμένει το Πρόγραμμα Στήριξης της Ελλάδας σε τροχιά. Η δήλωση του Πρωθυπουργού απευθυνόταν όχι μόνο στους χλιαρούς συνεταίρους της τρικομματικής κυβέρνησης, αλλά και στο εσωτερικό του δικού του κόμματος.
Οκτώ μήνες αργότερα, η δήλωση του Πρωθυπουργού ίσως πρέπει να επαναληφθεί. Να το εννοεί πλήρως, όμως! Οι κ.κ. Βενιζέλος και Κουβέλης είναι εμφανές πως κάνουν αποκλειστικά προσωπική πολιτική. Ο κ. Βενιζέλος, για πολλοστή φορά, επαναφέρει το ζήτημα της μετατόπισης σε υψηλότερο, πολιτικό επίπεδο της όποιας διαπραγμάτευσης παρακάμπτοντας τους μεσαίου επιπέδου τεχνοκράτες, τύπου Τόμσεν. Αντί να στηρίξει πάση δυνάμει τις όποιες διαρθρωτικές αλλαγές δρομολογούνται, θέλει να φαντασιωνόμαστε μαζί του πως τα δεινά των πολιτών μπορεί να απαλυνθούν με εξοντωτικές συζητήσεις ανάμεσα σε δικολάβους εξ Ελλάδος με την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ. Επιβιβάζεται στον συρμό των ημερών και υπονοεί πως, υπό την πίεση των τεκταινομένων στην Ιταλία, ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας. Τα ίδια νόμιζε και τον Αύγουστο 2011, με την ιταλική κρίση να φουντώνει και τον Μπερλουσκόνι να αντιστέκεται στην πολιτική των Τευτόνων. Η κατάληξη, γνωστή: ο Τρισέ γονάτισε τον Μπερλουσκόνι εν μια νυκτί και ο κ. Βενιζέλος παρακαλούσε επί ένα μήνα την τρόικα να επιστρέψει, μετά την εφαρμογή της ρηξικέλευθης πολιτικής του. Το ελληνικό πρόβλημα χρέους είναι τόσο μεγάλο που η μακροπρόθεσμη λύση του, εάν υπάρξει, δεν μπορεί παρά να είναι κατά βάση «πολιτική». Η ευρωπαϊκή πολιτική όμως δεν ενδιαφέρεται για τους ελληνικούς κομματικούς συσχετισμούς.
Ο κ. Κουβέλης έχει επιλέξει τον ρόλο του προστάτη των πληττομένων. Πέρασε δύο χρόνια πατώντας στις δύο βάρκες του αντιμνημονιακού μνημονιασμού με την κενολογία της «σταδιακής απαγκίστρωσης από τους επαχθείς όρους των Μνημονίων». Σήμερα βγάζει ανακοινώσεις για να διευκολυνθούν οι οφείλοντες στις τράπεζες και στην Εφορία. Απίθανη λογική! Ψηφίζει τον προϋπολογισμό, ψηφίζει το Φορολογικό και κάνει σημαία την απαγκίστρωση από τις επιπτώσεις της ψήφου του! Σηκώνει τα λάβαρα της αντίστασης για να φύγει το χαράτσι από τους λογαριασμούς της ΔΕΗ – η μισή Ελλάδα με ένα πενηντάρικο παράβολο έχει πάει στην Εφορία και έλυσε το πρόβλημα του εκβιασμού της διακοπής της παροχής ηλεκτρικού. Οποιος μπορεί να καταλάβει πού στοχεύει αυτή η πολιτική, ας το πει.
Ο κ. Σαμαράς βλέπει τις πολιτικές του κότες να γεννάνε αυγά. Ποιος θα το περίμενε τον Μάιο 2012! Η ανερμάτιστη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι εγγύηση για την ηγεμονία του ιδίου στο ευρωπαϊκό πολιτικό μπλοκ. Οι συνεταίροι του στην τρικομματική κάνουν το παν να θέτουν εαυτούς στο περιθώριο. Αναθέτει λοιπόν στον κ. Στουρνάρα τις διαπραγματεύσεις και αυτός, παρά την απίστευτη αδράνεια του κρατικού μηχανισμού και τη μάχη των συντεχνιών, μάλλον τα καταφέρνει.
Εν τω μεταξύ, κανείς δεν αποτολμά την κατάθεση μιας συνεκτικής πολιτικής εξόδου από την κρίση. Φαίνεται όλοι να περιμένουν το θαύμα που θα μας βγάλει μέχρι τις γερμανικές εκλογές, με την οικονομία να καταρρέει, τα λουκέτα να πέφτουν σαν το χαλάζι, τους ανέργους να πληθαίνουν. Είναι εντυπωσιακό πώς οι λαλίστατοι κυβερνώντες μας δεν έχουν να ψελλίσουν λέξη για τα σημαντικά ζητήματα, όπως η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Χωρίς τραπεζικό σύστημα δεν πρόκειται ούτε ανάπτυξη να δούμε ούτε επενδύσεις. Η τρόικα είχε τα χρήματα στο τραπέζι τον Απρίλιο 2012. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα επέλεξε να μην τα πάρει. Ενα χρόνο μετά, βλέπουν παντού ευκαιρίες πολιτικής ντρίμπλας, εκφωνούν λογύδρια για δίχτυα προστασίας, βλέπουν την ανάπτυξη να έρχεται, αλλά για τον βρόχο στον λαιμό της οικονομίας δεν μιλάει κανείς. Προφανώς διακυβεύονται συμφέροντα. Στην καλύτερη περίπτωση, η αφωνία εξηγείται από τον φόβο της ρετσινιάς σύμπλευσης με τα μεν ή τα δε από τα συμφέροντα. Το κυβερνάν όμως θέλει γενναιότητα, αποφασιστικότητα και καθαρές προτεραιότητες. Κυρίως θέλει αποφάσεις τις οποίες να στηρίζει η κυβέρνηση και όχι να κρύβεται πίσω από τα υποτιθέμενα καπρίτσια των μεσαίου επιπέδου τεχνοκρατών της τρόικας.
Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων σε θέματα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Columbia University