Οι αποφάσεις του Eurogroup οδηγούν την Ελλάδα έξω από την κρίση;

Φίλιππος Σαχινίδης 25 Μαϊ 2016

Οι αποφάσεις του Eurogroup της 24ης Μαΐου έχουν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά αντίστοιχων αποφάσεων που αφορούσαν προηγούμενα  ελληνικά προγράμματα.

Με λίγα λόγια δεσμεύουν επί της αρχής τις χώρες της Ευρωζώνης και ειδικότερα τη Γερμανία αναφορικά με την ανάγκη να ληφθούν ουσιαστικές αποφάσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Αλλά  είναι αρκετά ασαφείς ως προς το ακριβές περιεχόμενο αυτών των παρεμβάσεων και την επίπτωση τους στη δυναμική του χρέους.

Τελικά, οι αποφάσεις αυτές είναι το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού, όχι ανάμεσα στις ανάγκες της Ελλάδας για επιστροφή στην ανάπτυξη και της εμμονής των χωρών που επιμένουν στη  συνέχιση μιας περιττής επιπρόσθετης δημοσιονομικής προσαρμογής μετά από εννιά χρόνια ύφεσης.

Αλλά ενός συμβιβασμού μεταξύ της επιθυμίας της Γερμανίας να παραμείνει το ΔΝΤ στο Ελληνικό πρόγραμμα και της υποχώρησης του ΔΝΤ από τη θέση του ότι για να είναι αξιόπιστη η λύση για το χρέος θα πρέπει όλες οι αποφάσεις για αυτό να διευθετηθούν πριν το πέρας του προγράμματος το 2018 και να μειωθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα άμεσα.

Με βάση τα προαναφερθέντα συνιστά πρόοδο το γεγονός ότι με καθυστέρηση οκτώ μηνών ολοκληρώνεται η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου και  εκταμιεύονται αλλά με όρους ποσά για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών.  

Οι αποφάσεις για το χρέος φαίνεται να πηγαίνουν πιο μακριά από όσο θα επιθυμούσε η Γερμανία αφού πλέον αναγνωρίζεται ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 15-20% του ΑΕΠ και θα εξεταστεί η δυνατότητα ενεργοποίησης αυτόματων σταθεροποιητών που θα διευκολύνουν στη στόχευση αυτή. Όμως υπολείπονται της πρότασης του ΔΝΤ να συγκρατηθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι το 2040 κάτω από το 10% του ΑΕΠ.

Παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν οι αποφάσεις αυτές καλύπτουν τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της χώρας και των πολιτών για γρήγορη επιστροφή στην ανάπτυξη,  δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και  ασφαλή έξοδο στις αγορές.

Η επιστροφή της Ελλάδας σε διατηρήσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει μεταξύ άλλων και την εξάλειψη δύο κινδύνων:

Α) Ο πρώτος κίνδυνος που επικρέμεται ως απειλή είναι ο συναλλαγματικός κίνδυνος. Οι αγορές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το grexit είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο.

Β) Ο δεύτερος κίνδυνος είναι ότι η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα φαύλο κύκλο στασιμο-αποπληθωρισμού που καθηλώνει τις όποιες προοπτικές εξόδου από την κρίση.

Οι δύο αυτοί κίνδυνοι επηρεάζουν αρνητικά την απόφαση των επενδυτών να προχωρήσουν σε επενδύσεις στην Ελλάδα, προϋπόθεση αναγκαία για τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό της οικονομίας, την ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέων εισοδημάτων.

Οι αποφάσεις λοιπόν για το χρέος θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εξάλειψη του ασφάλιστρου κινδύνου που σχετίζεται με το grexit μόνο αν ήταν δεσμευτική η λήψη τους πριν το πέρας του προγράμματος.

Αντίθετα, οι αποφάσεις παραπέμπουν σε οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων, που θα επιλεγούν για το χρέος, μετά το πέρας του προγράμματος. Σε ό,τι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της μείωσης του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα για να διευκολυνθεί η επιστροφή στην ανάπτυξη, το κείμενο των αποφάσεων ρητά αναφέρει ότι ο στόχος για 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018 είναι σε ισχύ. Αφήνει ανοικτό το τι θα συμβεί μετά. Η πρόσφατη όμως ψήφιση μέτρων ύψους 3% του ΑΕΠ εκ των πραγμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα τόσο το 2016 όσο και το 2017 να είναι έτη υφεσιακά ή, έστω, στασιμότητας, υπονομεύοντας περισσότερο την κοινωνική συνοχή και περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την ελευθερία της κυβέρνησης στην υλοποίηση  των δεσμεύσεων του προγράμματος.

Πέρα από τους κινδύνους αυτούς η προσέλκυση ενός προγράμματος ιδιωτικών επενδύσεων ύψους 60 περίπου δις μέσα στην επόμενη τριετία προϋποθέτει και την αλλαγή στάσης της κυβέρνησης ως προς τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι ιδιωτικές επενδύσεις σε ανταγωνιστικούς τομείς της οικονομίας.

Διότι επί του παρόντος η κυβέρνηση όταν δεν είναι αρνητική στις ιδιωτικές επενδύσεις υιοθετεί  μια πολιτική που ευνοεί μόνο επενδύσεις που προσιδιάζουν σε αυτό που είναι πλέον γνωστό ως “παρεοκρατικός” καπιταλισμός.

Συμπερασματικά, αν ο στόχος των χθεσινών αποφάσεων ήταν να επηρεαστούν θετικά οι προσδοκίες των αγορών σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την προετοιμασία εξόδου της στις αγορές τότε είμαστε αρκετά μακριά από την επίτευξη του.

Είναι πολύ πιθανόν, αυτή η «έλλειψη αποφασιστικότητας» και «γενναιοδωρίας»  των δανειστών να ενσωματώνει την εκτίμηση τους ότι η Ελλάδα θα είναι ανέτοιμη να βγει στις αγορές μέχρι το 2018. Επομένως, εκτιμούν  ότι θα χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα και για αυτό το λόγο μεταθέτουν για τότε τις οριστικές αποφάσεις για το χρέος.