Είναι γνωστοί, είναι αρκετοί, είναι απόλυτα προβλέψιμοι. Είναι η χωροφυλακή του αντιμνημονιακού μετώπου. Δημοσιογράφοι οι περισσότεροι, έχουν απονείμει στον εαυτό τους τον τίτλο του τιμητή συναδέλφων τους. Δημοσιογράφων, γελοιογράφων, αναλυτών αλλά και συγγραφέων. Τελευταία επέκτειναν τη δραστηριότητά τους και στον καλλιτεχνικό χώρο και έβαλαν στο στόχαστρό τους και τον Νίκο Πορτοκάλογλου.
Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι η κριτική τους δεν εντοπίζεται στην αξία, στη συγκρότηση, στην αισθητική ή στη συνέπεια του κειμένου, του σκίτσου ή του τραγουδιού, κάτι που θα ήταν λογικό. Δεν εντοπίζεται καν στο περιεχόμενό τους (ποιoς θα είχε αντίρρηση;), και ας μην το καταλαβαίνουν οι ίδιοι, που πιστεύουν ότι κάνουν πολιτική. Διότι την πολιτική θέση την αντιμετωπίζεις με πολιτικά επιχειρήματα, όχι με επιφωνήματα, επίθετα και επιρρήματα. Πόσω μάλλον όταν το ίχνος που έχει αφήσει η δημοσιογραφική ιστορία σου είναι αχνότερο από εκείνο των κρινομένων- τότε μπαίνει και ένα θέμα ασυμμετρίας που θα έπρεπε να τους κάνει πιο απαιτητικούς στην προσπάθειά τους.
Στην ουσία είναι οι άγρυπνοι αριστεροί φρουροί που στοχοποιούν με ζηλευτά αντανακλαστικά καθέναν με αντίθετη άποψη απλώς γιατί είναι άποψη με την οποία οι ίδιοι, η παρέα τους και το κόμμα τους δεν συμφωνούν. Αυτό τους αρκεί. Συνεννοούνται μεταξύ τους, αλληλοθαυμάζονται, αυτοτροφοδοτούνται και προφανώς αυτοϊκανοποιούνται ενώ στην ουσία συμμετέχουν σε ένα μονόχνωτο, αυτιστικό, διαδικτυακό κυρίως, περιθώριο το οποίο όμως είναι πιθανώς αρκετό να προκαλέσει τη διάχυση της προγραφής σε χώρους πιο επικίνδυνους, όπως τους υποτιθέμενους αντιεξουσιαστές. Δεν είναι λίγες οι φορές που επιθέσεις σε δημοσιογράφους και συγγραφείς, στα Εξάρχεια και αλλού, ακολούθησαν διαδικτυακή στοχοποίηση. Κανείς, ασφαλώς, από αυτούς δεν καταδίκασε απερίφραστα αυτή τη βία.
Λίγες φορές ακούμε τις πραγματικά δικές τους πολιτικές θέσεις. Τις περισσότερες μηρυκάζουν συνοπτικά τα κλισέ-κραυγές του αντιμνημονιακού αγώνα, που και το ίδιο το κόμμα που οι περισσότεροι στηρίζουν αποσύρει σιγά-σιγά απ’ την αγορά. Σαν να πρόκειται για κάποιον κοινό τόπο τον οποίο οφείλουμε όλοι να ασπαζόμαστε χωρίς πολλά-πολλά και οι ίδιοι έχουν (αυτο)ταχθεί στην υπηρεσία αστυνόμευσής του, για αυτό δεν μπαίνουν και ποτέ στον κόπο μιας σοβαρής ανάλυσης, μιας συγκροτημένης κριτικής, μιας συνεκτικής αντιπρότασης, τουλάχιστον όσοι από αυτούς έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν. Δεν είναι αυτός ο ρόλος τους, ο ρόλος τους είναι «κοιτάτε τι λέει το μνημονιακό παπαγαλάκι, το ανάλγητο όργανο των εκδοτών, των επιχειρηματιών, του συστήματος κ.λπ.». Η δουλειά η δική τους τελειώνει στην υβριστική, χλευαστική, απαξιωτική στοχοποίηση – οι αναλύσεις είναι για άλλους.
Το κυριότερο και λυπηρότερο γνώρισμά τους είναι η βαθιά αντιδημοκρατική τους αντίληψη. Δεν υπάρχει ελεύθερη γνώμη που να είναι αντίθετη από τη δική τους, πάντα κάποιο σκοτεινό σχέδιο εις βάρος του λαού υπηρετεί. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως σεβασμός στην αντίθετη άποψη, αυτή πρέπει απλώς να μην ακούγεται (γι’ αυτό πρόσφατα ζήτησαν κάποιοι και την απόλυση συναδέλφου τους στην ίδια εφημερίδα). Δεν υπάρχει δημοκρατική διαφωνία, υπάρχει το δόγμα «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». Δεν πολεμούν ιδέες, πολεμούν ανθρώπους.
Με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τα έχουν βρεί λίγο σκούρα. Βλέπουν μέρα με τη μέρα να ξηλώνεται το πουλόβερ που μαζί του είχαν πλέξει και να τους αφήνει όλο και πιο γυμνούς. Πόσο ακόμα θα μιλάς για παπαγαλάκια του συστήματος όταν το σύστημα έχει πια άλλο όνομα και όλα αυτά που είχαν με πάθος πολεμήσει βλέπουν να γίνονται απαράλλαχτα και σήμερα- ακόμα κι αυτοί θα καταλαβαίνουν ότι γίνονται γραφικοί. Είναι τυχαίο ότι η νέα Ηγερία των περισσότερων χωροφυλάκων της ανιμνημονιακής ιδεολογίας είναι η πράγματι συνεπής στον προεκλογικό εαυτό της Ζωή Κωνσταντοπούλου; Αν τους αρκεί αυτή η πολιτική έκφραση εμάς μας περισσεύει.