Ανεξάρτητα από την άκρως επισφαλή τρέχουσα ασφαλιστική σχέση εργαζομένων/συνταξιούχων, η χρηματοδότηση των ασφαλιστικών φορέων επηρεάζεται από μια σειρά επιμέρους παράγοντες, μερικοί από τους οποίους χαρακτηρίζουν τον «κοινωνικό» χάρτη ως άδικο και αναποτελεσματικό.
Ενώ για την συντριπτική πλειοψηφία των ενεργών ασφαλισμένων, με εξηρτημένη απασχόληση, το έσοδο του ταμείου τους ανέρχεται σε ποσοστό 20-30%* των εκάστοτε μικτών μηνιαίων αποδοχών τους (συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, όσο ακόμη καταβάλλονται), για τους υπόλοιπους τα εν λόγω ασφάλιστρα είναι παράγωγο της «ασφαλιστικής» τους ηλικίας (δηλ. από την ημέρα εγγραφής στο οικείο ταμείο), ασχέτως του όποιου μικρού ή μεγάλου καθαρού κέρδους από την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Το εκπληκτικό είναι πως, ακόμη και εάν το επάγγελμα δεν ασκείται ουδόλως, η ασφάλιση παραμένει ενεργή, συνυπολογιζόμενη στα ελάχιστα όρια ηλικίας και ασφαλιστικού βίου.
Με απλά λόγια, ένας π.χ. διπλωματούχος Πολυτεχνικής Σχολής ή Επιστημών Υγείας (Ιατροί-φαρμακοποιοί), δεν ασκεί το επάγγελμα, ή άσκηση του οποίου κατοχυρώνεται από την εγγραφή του στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. ή το Τ.Σ.Α.Υ, θα συνταξιοδοτηθεί –και- από τα προηγούμενα, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχουν ορίσει.
Εκεί που τα πράγματα εισέρχονται στο πεδίο του απολύτως παραλόγου, αφορούν στο εισόδημα από την πραγματική άσκηση του επαγγέλματος. Έτσι λοιπόν, ο ιατρός της «χ» επαρχιακής πόλης, που ασκεί το επάγγελμά του απολύτως «ελεύθερα», έστω έχοντας συμβληθεί με φορείς ασφάλισης περίθαλψης, εξισώνεται ως προς την εισφορά στο Τ.Σ.Α.Υ. με τον αναγνωρισμένο καρδιοχειρούργο που δραστηριοποιείται σε μεγάλο ιδιώτη πάροχο υπηρεσιών υγείας στην Αθήνα ή σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ομοίως, ο δικηγόρος ή συμβολαιογράφος που, εξαιτίας της οικονομικής συγκυρίας, δεν έχει πραγματοποιήσει εμφανώς καμμία πράξη (βάσει των γραμματίων προείσπραξης, δικαιωμάτων παραστάσεως σε συμβόλαια μεταβίβασης ακινήτων ή αποδείξεις παροχής έμμισθων νομικών υπηρεσιών) είναι υποχρεωμένος να καταβάλει το ποσό των 160 Ευρώ/μήνα στο Ταμείο Νομικών, ακριβώς το ίδιο με τον «συνάδελφό» του που «ξέχασε» να δηλώσει κάποιες δεκάδες (ή και εκατοντάδες χιλιάδες….) αμοιβών του, εντός η εκτός των δικαστικών αιθουσών. Η προκλητική «εξίσωση» εχόντων και μη, μικρών και μεγάλων, αδρανών και υπερ-δραστήριων, φθάνει στο έπακρο, από την στιγμή κατά την οποία ο επαγγελματίας της Μυκόνου, της Ρόδου ή της Χερσονήσου, εισπράττοντας και κερδίζοντας σε 3-4 μήνες όσα άλλοι σε 1,2 ή περισσότερα χρόνια (εννοείται δηλώνοντάς τα και φορολογούμενοι για αυτά), θεωρείται «ισοδύναμος» με τον «περιπτερά» των Γρεβενών ή τον μικρο-παντοπώλη σε μικρό νησί του νησιωτικού μας συμπλέγματος, χωρίς ιδιαίτερη τουριστική κίνηση.
Οι κραυγαλέες περιπτώσεις όπου χιλιάδες επαγγελματίες βασίζουν τις συνταξιοδοτικές τους προσδοκίες και βεβαιότητες στους «κοινωνικούς» πόρους ή απομυζαίνοντας τους «υπερ τρίτων» φόρους αποκλειστικά για δικό τους λογαριασμό, φαίνεται ότι δεν έχουν προβληματίσει όσο θα έπρεπε τους αρμοδίους, πολιτικούς ή εκπροσώπους επαγγελματικών κλάδων.
Μια ανασκόπηση των εντός της Ε.Ε. ασφαλιστικών καθεστώτων και αντίστοιχων εισφορών, είναι βέβαιο πως θα αναγκάσει αρκετούς να «καταπιούν» την γλώσσα τους ή να προσέχουν πολύ από τούδε και εις το εξής.
H μη δημοσιοποίηση επί σειρά ετών αναλογιστικών μελετών δεκάδων ταμείων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, υποδηλώνει αδυναμία ισχυρής αντιπαράθεσης ή όχι;
.
.
*Ι.Κ.Α : 6,67-13,33/Ο.Α.Π-Δ.Ε.Η: 10-20% (εργαζόμενος-εργοδότης)-Δημόσιο :6,67% (σήμερα,από 0% έως 1.1.94,μόνο από εργαζόμενο).