Πριν από λίγες μέρες δόθηκε στη δημοσιότητα η Εκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για την «Κοινωνική πολιτική και κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης». Αυτή η Εκθεση δεν έτυχε της ανάλογης προσοχής και δημοσιότητας που τυγχάνουν οι οικονομικές εκθέσεις της Τραπέζης. Τα στοιχεία που παρουσιάζουν όμως οι περισσότεροι ερευνητές και επιστήμονες είναι εντυπωσιακά και θα άξιζαν να αποτελούν το αντικείμενο μιας ευρύτερης δημόσιας συζήτησης. Εξάλλου ζούμε σε μια χώρα που οι ενοχές που αισθάνονται ορισμένοι, επειδή μια εποχή έβλεπαν τον κόσμο μόνο μέσα από ταξικές δομές, σήμερα τους οδηγούν στο να αποστρέφονται οποιαδήποτε ανάλυση των ταξικών ανισοτήτων.
Οι Θεόδωρος Μητράκος – Πάνος Τσακλόγλου στο κείμενό τους καταγράφουν τις ανισότητες στα καταναλωτικά και εισοδηματικά μερίδια. Το 2008 στο φτωχότερο 10% αντιστοιχούσε το 3,7% του καταναλωτικού και εισοδηματικού μεριδίου, ενώ στο πλουσιότερο 10% αντιστοιχούσε το 22,4% και το 23,3% αντίστοιχα. Σε γενικές γραμμές, όμως, οι ανισότητες στην Ελλάδα μειώθηκαν σημαντικά κατά την περίοδο 1974-1982, παρέμειναν σταθερές κατά την περίοδο 1982-1999 και μειώθηκαν αισθητά κατά την περίοδο 1999-2004.
Οσο πάντως και να επαίρονται για τις «κοινωνικές τους ευαισθησίες» οι εκπρόσωποι του κρατικισμού και λαϊκισμού, η περίοδος στην οποία οι ανισότητες μειώνονται καθαρά είναι αυτή του κοινωνικά «ανάλγητου» Σημίτη. Μια περίοδος στην οποία ασκήθηκαν πολιτικές δημοσιο-οικονομικού ελέγχου και πειθαρχίας; Πώς συνέβη αυτό; Το κείμενο των Αντιγόνη Λυμπεράκη – Πλάτωνα Τήνιου μπορεί να αποτελέσει το εργαλείο για να ερμηνεύσουμε αυτήν την «αντίφαση». Οι περίοδοι της σπατάλης είναι οι περίοδοι ενίσχυσης του «επίσημου κοινωνικού κράτους», όπου διαμορφώνονται πολιτικές διεύρυνσης των ορίων αυτού του κράτους, από το οποίο επωφελούνται κατηγορίες που δεν ανήκουν στα κατώτερα αλλά στα μεσαία δεκατημόρια. Ετσι σ? αυτό το κράτος, αν και έχουμε για παράδειγμα πολύ υψηλές δαπάνες για συντάξεις, έχουμε ταυτόχρονα και αύξηση των ποσοστών φτώχειας των συνταξιούχων. Στο όνομα των δήθεν δαπανών για το κοινωνικό κράτος έχουμε διεύρυνση των προνομίων και εξίσωση προς τα πάνω των μεσαίων και ανώτερων δεκατημορίων. Εχουμε δηλαδή μηχανισμούς διανομής αλλά όχι αναδιανομής υπέρ των κοινωνικά ασθενέστερων. Αιτία πάντως αυτών των ανισοτήτων είναι ο κρατισμός και όχι ο νεοφιλελευθερισμός. Ο τελευταίος δημιούργησε τεράστιες ανισότητες, αλλά αλλού, και όχι στην Ελλάδα.
Η κρίση, όπως δείχνουν ο Μάνος Ματσαγγάνης και η Χρύσα Λεβέντη, δεν επηρεάζει δραστικά την ανισοκατανομή του εισοδήματος, αν και – όπως καταδεικνύουν -επηρέασε περισσότερο το ανώτερο 10% (δεκατημόριο) και τα 3 κατώτερα, ενώ τα μεσαία στρώματα επηρεάστηκαν σαφώς λιγότερο. Η αύξηση της φτώχειας, υποστηρίζουν, ήταν ανύπαρκτη ή αμελητέα για νοικοκυριά με αρχηγό μισθωτό στο Δημόσιο ή σε ΔΕΚΟ ή με αρχηγό γιατρό, νομικό ή μηχανικό και πολύ υψηλότερη στους ηλικιωμένους και τους αγρότες. Αξίζει η νέα κυβέρνηση να μελετήσει ιδιαίτερα τα στοιχεία που δείχνουν τις ανισοκατανομές που δημιουργούν τα μέτρα λιτότητας και να διορθώσει τις εμφανείς αδικίες. Τέλος η Εκθεση καταδεικνύει με σαφήνεια και τεκμηριωμένα 9 κοινωνικές ομάδες οι οποίες απειλούνται περισσότερο από τη φτώχεια. Δεν θα τις αναφέρω εδώ, ας διαβάσουν και κάτι οι πολιτικοί μας.
Αυτά όσον αφορά την Εκθεση. Από την άλλη, όμως, με το πρόσχημα του αντικρατισμού υποτιμώνται πολιτικές που ασκεί το άτυπο κοινωνικό κράτος (φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, κοινωνική ένταξη μακροχρόνια άνεργων, εκπαίδευση και επανακατάρτιση). Γιατί στην Ελλάδα θεωρούμε δημόσιο ό,τι είναι κρατικίστικο (κράτος παραγωγός νερού, τηλεφώνων και ηλεκτρικού ρεύματος) και αφήνουμε στον ιδιωτικό τομέα (άτυπο κοινωνικό κράτος) ό,τι έπρεπε να είναι δημόσιο και κρατικό. Δεν είναι τυχαίο που το ΕΣΠΑ καθυστερεί, γιατί διάφοροι ιδιωτικοί φορείς σε συνεργασία με το πολιτικό προσωπικό πιέζουν για άσκηση πολιτικών που αποφέρουν ιδιωτικό και όχι δημόσιο όφελος. Στο πλαίσιο αυτό δεν τους χρειάζεται το Δημόσιο για να ελέγχει την κατανομή των πόρων ή τους χρειάζεται μόνο για να γράφουν τα στελέχη του (βλέπε Μονάδα Οικονομικής Διαχείρισης των Κοινοτικών Προγραμμάτων) τις μελέτες και να υλοποιούν τις πολιτικές επικοινωνίας και δημοσιότητας, οι οποίες υποτίθεται πως μέσω της τεχνικής βοήθειας ανατίθενται σε ιδιωτικές εταιρείες.
Πάντως το πρόβλημα της μείωσης των ανισοτήτων αποτελεί το μείζον πολιτικό ζήτημα. Κοινωνίες που δεν μιλούν για τις ανισότητές τους δεν αξίζουν να αυτοαποκαλούνται κοινωνίες. Ούτε όμως νοούνται και κόμματα «αριστερά» που δεν μιλούν για τις ανισότητες που γεννά ο κρατισμός.
.
.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 19/7/2012