Έχω από πολύ παλιά, έναν φίλο, σκέτος βούδας, που μιλάει ελάχιστα δηλαδή και πάντα λέει, κάτι τις, σοφό…
Καλά θα κάνετε να τον παρακολουθείτε και να τον διαβάζετε κι εσείς…
Κώστας Αναγνωστόπουλος, το κατά κόσμον όνομα του…
Την Τρίτη που μας πέρασε, μιλώντας, για το πολυτεχνείο, που ζει και μας οδηγεί και μας πάει όπου νάναι, είπε δυο αλήθειες…
Η μια, ότι ήμασταν απελπιστικά λίγοι και άρα και ξεραινόμασταν αναμετάξυ μας, αλλά μας ξέρανε απ όξω κι ανακατωτά και οι ασφαλίτες και οι χαφιέδες και τα σόγια τους όλα…
Το δεύτερο, εξ όσου σοφό, ήταν ότι είχαμε τα μυαλά μας, πάνω από το κεφάλι μας…Εγώ δε που ήμανε και ο μικρότερος, ακόμα πιο πάνω, τα είχα εναποθέσει…
Έχει όμως γράψει και στο τελευταίο βιβλίο του, αλλά και αλλού, σε άλλες ευκαιρίες, ότι πολιτική χωρίς συναίσθημα, δεν μπορεί να υπάρξει…
Είναι δικτατορία, έχουν βγει από τη φυλακή, οι πρώτοι καταδικασμένοι φοιτητές και εγώ συνδεδεμένος με τους δυο Θωμάδες, καλή τους η ώρα εκεί που αναπαύονται τώρα και οι δυο, τον χιμπά και το βολιώτη, κινούμουν ευέλικτα και κουβαλούσα υλικό…
Καλοκαιράκι του 73, ακόμη μαθητής, δεν έχω μπει στο πανεπιστήμιο, έχω όλο σχεδόν το υλικό για το δημοψήφισμα, που έφεραν από την Ιταλία, σε ένα σπίτι δικό μου…
Με ειδοποιεί ο Βολιώτης, ιδίου διαμετρήματος με μένανε, ότι θα κάνουμε ραντεβού στου Αβέρωφ, το ζαχαροπλαστείο και να ακολουθήσω όλους τους κανόνες τους συνωμοτικούς και να είμαι εκεί στις πέντε το απόγεμα… Πήγα ήρθα, με το λεωφορείο και μετά προσεκτικά, με ταξί από την Κωνσταντινουπόλεως, κατέβηκα εκεί κάτω…
Περνάει, λοιπόν, ο Θωμάς με τη μηχανή του, μια ενεσου του 47, (όλοι οι βολιώτες ήταν άρρωστοι με τις μηχανές τις παλιές, ο Λάκης είχε μια μπεεμβε του 46, ο Γιαννάκης επίσης ενεσου του 50), βλέπω τη μηχανή, την καβαλάω και φεύγουμε…
Έλα όμως, που έπρεπε να ανεβούμε κουλέ καφέ, σε ένα σπίτι στην πλατεία Καλλιθέας, εάν θυμάμαι καλά, που κάναμε μετά προφεστιβαλικές, του ρήγα…
Και με δυο τέρατα η μηχανή που να αντέξει… Και να κάνει ένα θόρυβο, να σηκώνεται όλη η άνω πόλη στο ποδάρι…
Φτάνοντας, ο Θωμάς, είναι έξω από την πολυκατοικία, που θα κάναμε το ραντεβού, κατουρημένος στο γέλιο και αφού ξεπεζεύουμε, φωνάζει και ιδού κυρίες και κύριοι, το τσίρκο της Βουδαπέστης, (έδινε παραστάσεις εκείνη την εποχή στην τούμπα στο τσαντίρι του παοκ), σε ένα ασύλληπτο νούμερο, δυο αρκούδες πάνω στη μηχανή…
Βρε χαμένα κορμιά, μόνον ο μπουζιάνης δεν θα έμαθε ακόμη, ότι κυκλοφορείτε, δυο αρκούδες, ως θέαμα και ήχος, ανά τας οδούς της άνω πόλης…