Οι Αλλαγές στα Βαλκάνια χαμένες ελληνικές ευκαιρίες και προοπτική

Λυκούργος Χατζάκος 17 Οκτ 2012

Η 10ετία του 1990 σηματοδοτεί, για την περιοχή της Ν.Α. Ευρώπης, μια εποχή ριζικών πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, οι οποίες για πολλούς ήταν αιφνιδιαστικές και απρόσμενες. Ό,τι μέχρι εκείνη την στιγμή γνωρίζαμε, έπαυε να υφίσταται καθώς η πτώση του Σοβιετικού τύπου σοσιαλισμού, συμπαρέσυρε και τα καθεστώτα των πρ. Ανατολικών Βαλκανικών χωρών.

.

Η Δυτική Ευρώπη, υποδέχεται τις μεταβολές στο πολιτειακό σύστημα των κρατών στη Βαλκανική, θετικά, αλλά το ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας προκαλεί αρχικά αμηχανία και αιφνιδιάζει. Η αρχική θέση της Ένωσης για διατήρηση της Ομοσπονδιακής δομής, περισσότερο ως ευχολόγιο και πρόφαση αντηχεί σήμερα, παρά ως πραγματική πολιτική επιλογή. Υπό την πίεση των γεγονότων η θέση αυτή μεταβάλλεται σταδιακά και η Κοινότητα προχωρεί στην εφαρμογή του μέτρου των αναγνωρίσεων (των αποσχισθέντων Δημοκρατιών), με την προβολή του επιχειρήματος την αποτροπή χρήσεως και εκτάσεως της βίας, ώστε να αποτραπεί η επαπειλούμενη γενικευμένη πολιτική αστάθεια στην περιοχή. Όμως, η έξαρση του νωπού εθνικισμού στα Βαλκανικά κράτη, υποδαυλίζεται και από την πολυετή σφοδρή διεθνοτική σύγκρουση στην Γιουγκοσλαβία· η ταραγμένη περίοδος στην Αλβανία που κορυφώθηκε με την κρίση των πυραμίδων, η βίαιη ανατροπή των καθεστώτων σε Βουλγαρία και Ρουμανία, προσήλκυσαν την ανησυχία της Ευρώπης, καθώς μνήμες του παρελθόντος προέβαλλαν κινδύνους μιας ευρύτερης ανάφλεξης.

.

Η διαδικασία της μετάβασης των Βαλκανικών κρατών από το κομμουνιστικό καθεστώς στην δυτικού τύπου δημοκρατία, θα διαρκέσει περίπου μια 10ετία· θα διέλθει από σφοδρές εσωτερικές συγκρούσεις, βία ή/και έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος, αφού διάφορες κοινωνικές ομάδες διαγκωνίζονται για την εξουσία ή την προνομιακή σχέση τους με αυτή και τη δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξης.

.

Κάθε χώρα στην πορεία της στην νέα εποχή, ακολούθησε τη δική της διαδρομή, η οποία ήταν αντίστοιχη με την ευελιξία της κοινωνίας της να δεχθεί και να συμβάλει σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, τη συναίνεση ή αποδοχή στο προηγούμενο καθεστώς και κυρίως το σημείο στο οποίο βρισκόταν η ανάπτυξη και η οικονομία της στη φάση της μετάβασης. Σε αυτές τις παραμέτρους, πρέπει ιδιαιτέρως να σημειώνεται και η ύπαρξη εσωτερικών αντιπαραθέσεων τις οποίες προκαλεί η ύπαρξη εθνικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων. Οι κοινωνίες των Βαλκανικών Κομμουνιστικών χωρών, ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της διαδικασίας μετάβασης, τουλάχιστον περισσότερο δύσκολο από άλλες ανατολικές κοινωνίες, πιο προχωρημένες πολιτικά και κοινωνικά.

.

Επιπροσθέτως, στην Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, χώρες στις οποίες η επικυριαρχία του κράτους ήταν απολύτως ισχυρή, δεν υπήρχαν ώριμες κοινωνικές συνθήκες, προκειμένου, οι αλλαγές που απαιτούσε η μετάβαση στην Δημοκρατία και την ελεύθερη οικονομία, να είναι γρήγορες και εύκολα αποδεκτές.

.

Η Αλβανία δεν είχε κοινοβουλευτική παιδεία –καθώς σήμερα διανύει την πιο μακρά περίοδο κοινοβουλευτισμού- σε όλες δε τις χώρες της Βαλκανικής, το διακύβευμα που ετίθετο περιελάμβανε την επιχειρουμένη αναδιάρθρωση της οικονομίας με ανάγκη παράλληλης διαχείρισης θεμάτων εθνικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων και τον έλεγχο στις οξυμένες εθνικιστικές τάσεις που αναδύονταν, ως συνέπεια της πτώσης των προηγουμένων συστημάτων εξουσίας.

.

Στις Αλβανία, Βουλγαρία και Ρουμανία, η διαχείριση αυτών των ζητημάτων δεν είχε επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητά τους. Στην περίπτωση της ΟΔΓ -η οποία είχε τις πλέον κατάλληλες προϋποθέσεις για ομαλή και ταχύτερη μετάβαση, μιας και οι κρατικές δομές ήταν πιο ελαστικές, και βιομηχανικά ανεπτυγμένο Βορρά είχε και η κοινωνία της διέθετε δημοκρατική παιδεία- η αμφισβήτηση των διοικητικών συνόρων των Ομόσπονδων Δημοκρατιών, επέφερε ως συνέπεια την διεθνοτική σύρραξη με τις γνωστές συνέπειες καταβαράθρωσης της οικονομίας και διαλύσεως της παραγωγής.

.

Προ του Β΄ Π.Π., οι κοινωνίες των χωρών της Βαλκανικής ήταν κατ’ εξοχήν αγροτικές (άνω του 80% απασχολείτο σε γεωργικές εργασίες). Συνεπώς δεν υπήρχε αστική και μεσαία τάξη ή διανόηση και θεσμοί κοινωνικού ελέγχου και συμμετοχής. Το περιβάλλον τούτο, έδωσε την ευχέρεια στα κομμουνιστικά καθεστώτα να αποκτήσουν ισχυρά ερείσματα και διευρυμένη νομιμοποιητική βάση, εφ’ όσον αυτά «έκτισαν» την μεταπολεμική κοινωνία. Συνοδός επίπτωση σε αυτό το γεγονός, είναι και η εφεκτικότητά τους σε κάθε είδους μεταρρυθμίσεις, πολύ περισσότερο στην οικονομία.

.

Κατά την 10ετία του 1990, οι χώρες αυτές βρέθηκαν ενώπιον της πρόκλησης μετάβασης. Κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τις νέες συνθήκες με πολύ χαμηλό επίπεδο διαβίωσης (Αλβανία και Βουλγαρία είχαν το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ των Ανατολικών χωρών) -πλην της Γιουγκοσλαβίας, η οποία, όπως προανεφέρθη, αποτελούσε εξαίρεση λόγω της διαφορετικής δομής του πολιτειακού συστήματος. Το ΑΕΠ στις Ανατολικές χώρες σημείωσε μείωση κατά 7% μ.ό. και ειδικότερα στις Βαλκανικές ήταν πολύ μεγαλύτερη (π.χ., Βουλγαρία 16% και Ρουμανία 17%), ενώ η Αλβανία, πλην της κατάρρευσης στην παραγωγική διαδικασία και την οικονομία της, αντιμετώπιζε και ζητήματα εκνόμων καταστάσεων, τα οποία προσέλαβαν τραγικές διαστάσεις περί τα τέλη της 10ετίας, λόγω της κρίσεως των πυραμίδων.

.

Ευνοήτως, η κάθε χώρα παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, αναλόγως της κουλτούρας και της ιδιοσυγκρασίας του λαού της. Παρά ταύτα, ανιχνεύονται κοινοί παράγοντες οι οποίοι είναι δυνατόν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:

.

    .

  • Κατάρρευση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των χωρών της COMECON, με συνεπακόλουθη μείωση της παραγωγής (>10% με βάση εκθέσεις του ΟΟΣΑ). Παράλληλα, εθισμένες σε συγκεκριμένη αντίληψη συναλλαγών, δεν είχαν την δυνατότητα να ανταποκριθούν επαρκώς και άμεσα στις απαιτήσεις των δυτικών αγορών.
  • .

  • Τα προβλήματα των εξωτερικών πληρωμών συμπίεσαν τις εισαγωγές, προκάλεσαν ανεπάρκεια στην προμήθεια αγαθών και κυρίως, ανταλλακτικών και εξοπλισμού, με συνέπεια την κατάρρευση της παραγωγής.
  • .

  • Τα δίκτυα διανομής και παραγωγής τα οποία υπήρχαν, διαλύθηκαν συνεπεία της βίαιης πολιτικής κατάρρευσης, η οποία αιφνιδίασε τους θεσμικούς παράγοντες της οικονομικής διαδικασίας. Το θεσμικό κενό που προκλήθηκε από την διακοπή λειτουργίας των θεσμών σχεδιασμού και υλοποίησης, δεν έγινε δυνατόν να καλυφθεί από τους νέους που επιχειρήθηκε να τεθούν, εν μέσω της μεταβατικής ασυναρτησίας και ταραχών.
  • .

  • Τέλος, ίσης βαρύτητας ζήτημα δημιούργησε και η κατάρρευση του μηχανισμού διοίκησης και της λειτουργίας του Κράτους.
  • .

.

Μοιραία, η ανεργία εκτοξεύθηκε (υπήρχαν περιπτώσεις που πλέον του 45% του συνολικού ποσοστού ήταν από βιομηχανικοί εργάτες. Αν συνυπολογισθεί το γεγονός των μαζικών απολύσεων κρατικών υπαλλήλων, αναγνωρίζεται εύκολα η κατάρρευση της παραγωγικής διαδικασίας). Παραλλήλως, η ανάδυση και έξαρση φαινομένων λαϊκισμού με εθνικιστική χροιά, ήταν ένα ακόμη εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις.

.

Η Ελλάδα αντικρίζει τους Βαλκάνιους γείτονές της από ισχυρή θέση. Μέλος δυτικών θεσμών και διεθνών δομών, (μέλος της Ε.Ε., της Β. Ατλαντικής Συμμαχίας, ΔΑΣΕ, ΟΑΣΕ κ.λπ.) και από τα μέσα της δεκαετίας η ανάπτυξή της αγγίζει πρωτόγνωρους ρυθμούς (5% περίπου κατά μέσο όρο μέχρι και το 2004)· ο ρόλος της στην διεθνή κοινότητα έχει αναβαθμισθεί.

.

Στο οικονομικό πεδίο, η πρόκληση συνίστατο στην αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργούνταν από την αλλαγή, προκειμένου να καλλιεργηθούν οι οικονομικές σχέσεις με τις χώρες αυτές· είτε ως αγορές για τα ελληνικά προϊόντα, είτε ως περιοχές που θα ήταν δυνατή η μετ-εγκατάσταση επιχειρήσεων, με στόχο την μείωση του κόστους παραγωγής. Το τελευταίο, φαινομενικά, ερχόταν σε αντίθεση με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, γιατί ορισμένοι θεωρούσαν ότι οδηγούσε σε αύξηση την ανεργία και αποψίλωνε τη χώρα από την βιομηχανική-βιοτεχνική δραστηριότητα.

.

Την περίοδο εκείνη, η ελληνική εσωτερική κατάσταση περιελάμβανε ένα menu από Ειδικά Δικαστήρια, κοινωνική αναταραχή και λιτανείες για το Μακεδονικό. Οι Εισαγγελείς έδιναν το μέτρο στην εσωτερική πολιτική, οι καταληψίες μαθητές και οι συνδικαλιστές καθόριζαν τις επιλογές για τις ΔΕΚΟ και την Παιδεία και οι ρασοφόροι χάραζαν την εξωτερική πολιτική της χώρας. Παρά το γεγονός ότι σε κάποια σημεία υπήρξαν θετικές επιλογές, η ελληνική εξωτερική πολιτική αιφνιδιάστηκε και δεν έγινε δυνατόν να συγκροτηθεί μια εθνική στρατηγική τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και στη δημιουργία ενός εθνικού σχεδιασμού για την οικονομική-επιχειρηματική παρουσία ελληνικών επενδύσεων στην Βαλκανική. Δίχως να διαπραχθεί κάποιο μεγάλο σφάλμα, δεν έγιναν πράγματα που θα μπορούσαν να πολλαπλασιάσουν τις ωφέλειες για τη χώρα και την περιέλευσή της στην βέλτιστη δυνατή θέση.

.

Μόλις από το 1996 άρχισαν να εμφανίζονται κάποια βήματα συγκροτημένης και στοχευόμενης προσπάθειας στην κατεύθυνση εδραίωσης της θέσης της χώρας στο διεθνές σύστημα, το οποίο την στιγμή εκείνη βρισκόταν στο στάδιο της μετάβασης από τον διπολισμό στην κυριαρχία μιας Παγκόσμιας Υπερδύναμης. Αν και έχει υπάρξει σκληρή κριτική περί αυτού, η Ελλάδα εμφανίσθηκε ως σύγχρονη ευρωπαϊκή δύναμη που είχε την δυνατότητα να συμβάλει στην ειρήνη και την σταθερότητα της περιοχής.

.

Όμως, η νέα αγορά των περίπου 130 και πλέον, εκατομμυρίων κατοίκων, ήταν αναμφίβολα προκλητική και πολλά υποσχόμενη. Οι Έλληνες επενδυτές έδειξαν καλύτερα ανακλαστικά από την πολιτική τάξη και από τα πρώτα χρόνια, επιχειρούν ανοίγματα προς τις νεοφώτιστες στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, Βαλκανικές χώρες. Η εδαφική συνέχεια, οι ιστορικοί δεσμοί, η πολιτιστική και θρησκευτική συνάφεια, ήταν σημεία που προδιέθεταν τους Έλληνες επιχειρηματίες για να αποτολμήσουν την έξοδο προς την Βαλκανική, ενώ, συνυπολογιζομένων των κοινών στοιχείων στα καταναλωτικά πρότυπα και η έλλειψη υποδομών προοιώνιζαν σε μεγάλο ποσοστό την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος. Αρχικά, όπως ήταν φυσικό, οι σοβαρές επιχειρηματικές προσπάθειες συνοδεύτηκαν από «χρυσοθήρες» που είδαν ένα ευρωπαϊκό El Dorado, αλλά, σύντομα η κατάσταση ξεκαθάρισε, δίχως την πρόκληση ανηκέστου βλάβης στην όλη ελληνική προσπάθεια.

.

Το εγχείρημα της διείσδυσης στην οικονομία των Βαλκανικών Κρατών από Έλληνες επιχειρηματίες, υποβοηθήθηκε επίσης και από την σχετική αδιαφορία άλλων δυτικών επενδυτών για την περιοχή. Η διαφθορά στον κρατικό μηχανισμό, η συνήθεια της δωροδοκίας, η ανυπαρξία χρηματοπιστωτικού συστήματος, η έλλειψη παιδείας στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς και η υστέρηση του εργατικού δυναμικού των χωρών αυτών σε δεξιότητες που απαιτούσαν οι σύγχρονες μέθοδοι παραγωγής, υπήρξαν αποτρεπτικοί παράγοντες για επενδυτές προερχομένους από ισχυρότερες δυτικές οικονομίες. Για τους Έλληνες όμως, εμφάνιζαν ένα γνώριμο περιβάλλον εντός του οποίου, σε γενικές γραμμές ήταν συνηθισμένοι να εργάζονται.

.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η έλλειψη υποδομών έδωσε ευκαιρίες για την ανάπτυξη επενδύσεων στον κατασκευαστικό τομέα και στο real estate. Η ανυπαρξία χρηματοπιστωτικού συστήματος –τουλάχιστον, κατά πρότυπα προσεγγίζοντα στα αντίστοιχα δυτικά-, δημιούργησε εύφορο έδαφος για την εκτεταμένη παρουσία των ελληνικών τραπεζών. Η ανεπάρκεια καταναλωτικών αγαθών και η άγνοια των δυτικών αγορών, δημιούργησε θετικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη εμπορικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων του κλάδου εστίασης και παραγωγής τροφίμων.

.

Δεδομένων των ελκυστικών συνθηκών που εμφάνιζαν οι χαμηλές αμοιβές και το μειωμένο λειτουργικό κόστος (ενέργεια, εργοδοτικές-ασφαλιστικές εισφορές, κόστος εγκαταστάσεων κ.λπ.), το περιβάλλον των εργασιακών σχέσεων, σε συνδυασμό με την ελκυστική φορολογική πολιτική που είχαν –και πολλές ακόμη έχουν-, η πρόκληση για δραστηριοποίηση στις χώρες αυτές, είτε με ανάπτυξη παράλληλης παρουσίας είτε με μετεγκατάσταση δεν ήτα δυνατόν να αφήσει αδιάφορους τους Έλληνες επενδυτές. Έτσι, πρώτες ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες επεχείρησαν άνοιγμα στην Βαλκανική ήταν αφ’ ενός επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας(κλωστοϋφαντουργία, μεταποιητικές, ένδυσης κ.λπ.) και τράπεζες.

.

Σήμερα, περίπου 8.500 -10.000 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων είναι καταγεγραμμένες στις Βαλκανικές χώρες, εκ των οποίων μία πρώτη εκτίμηση εμφανίζει ενεργές τις 3.000-4.000. Η παρουσία ελληνικών τμημάτων πολυεθνικών εταιρειών και η κοινοπραξία Ελλήνων με επιτόπιους επιχειρηματίες –μέσω εξαγορών ή συνεταιρισμών-, είναι κάτι που πρέπει να τονίζεται, επίσης, ιδιαιτέρως. Κυρίαρχες είναι οι ελληνικές τράπεζες: Εθνική, Πειραιώς, Alpha κ.ά., ακολουθούν οι τηλεπικοινωνίες: ΟΤΕ, Cosmote, (είναι εξαιρετικό παράδειγμα η παρουσία της COsmote στην Ρουμανία με μερίδιο στην αγορά που εγγίζει σχεδόν το 25%). Επόμενος τομέας είναι εκείνος της ενέργειας: ΕΛΠΕ στην FYROM και επενδύσεις της ΔΕΗ σε Μαυροβούνιο ή ΠΔΓΜ και Βουλγαρία, Σερβία (αυτόνομα ή σε συνεργασία με ιδιωτικές εταιρείες)και φυσικά δεν πρέπει να παραβλέπεται η σημαντική παρουσία επιχειρήσεων από τον κλάδο των τροφίμων: 3ε, ΔΕΛΤΑ στην Σερβία με μονάδες πρωτογενούς παραγωγής-επεξεργασίας-τυποποίησης, Νίκας, Goody’s κ.ά.

.

Συμπερασματικά, θα μπορούσε να λεχθεί πως ο γενικός απολογισμός είναι θετικός. Ατυχώς, εξ αιτίας της απουσίας στρατηγικής ανάπτυξης και εθνικού σχεδιασμού, δεν υπήρχε η βέλτιστη απόδοση των δυνατοτήτων και των αγορών αυτών αλλά και του ελληνικού επιχειρηματικού χαρίσματος. Τούτο επιβάρυνε τις επισφάλειες και τις ατυχείς προσπάθειες, ενώ δεν υπήρχε αίσθηση συντεταγμένης και ουσιαστικής υποστήριξης και προστασίας των ελληνικών επενδύσεων από πλευράς Ελληνικού Κράτους.

.

Εν όψει των νέων αγορών που προσφέρονται στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α Μεσογείου, μετά και τις πρόσφατες εξελίξεις στον Αραβικό κόσμο (επί παραδείγματι, η κρίση στην Συρία, κατ’ εξοχήν τροφοδότη των Μεσανατολικών χωρών σε αγροτικά προϊόντα και βασικά ελαιόλαδο, ανοίγει σημαντικές προοπτικές για ελληνικές επιχειρήσεις),αλλά και των δυνατοτήτων που συνεχίζουν να παρουσιάζουν οι Βαλκανικές χώρες, είναι ζωτικής σημασίας η συγκρότηση στρατηγικής επενδύσεων και δημιουργίας παραγωγικών μονάδων -σε συνεργασία και όχι επιθετική πρόθεση με άλλες Βαλκανικές εταιρείες-, οι οποίες θα απευθύνονται σε πρώτο χρόνο στην ευρεία αγορά των 150 εκμ των Βαλκανίων (άρα θα είναι ανταγωνιστικές έναντι ομοειδών ευρωπαϊκών π.χ. της Γαλλίας των 75 εκμ.) και σε δεύτερο χρόνο η επέκταση των δραστηριοτήτων τους στις αγορές της Μέσης Ανατολής και της Ασίας (Σιγκαπούρη, Κίνα κ.λπ.). Η διανυομένη κρίση δεν επιτρέπει για μία ακόμη φορά να μείνουμε στις προθέσεις και τα φραστικά πυροτεχνήματα, ούτε να επικρατήσει ο ατελέσφορος ανταγωνισμός και αντιπαλότητα μεταξύ επιχειρηματιών και κρατικών λειτουργών ή φορέων. Η κουλτούρα που χαρακτήριζε κάθε επιχειρηματία ως «εχθρό του λαού» ή εκ προοιμίου «απατεώνα», ούτε μας ωφέλησε ούτε λύσεις απέδωσε.

.

Απαιτείται, χαρτογράφηση[1] των επενδύσεων σήμερα, προκειμένου να υπάρξει μια καθαρή και σαφής εικόνα της πραγματικότητας. Επίσης, η καταγραφή και ενδελεχής μελέτη του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, προκειμένου να διευκολύνονται οι ελληνικές επιχειρήσεις. Πρωτίστως, όμως, απαιτείται εθνικά σχεδιασμένη στρατηγική, προτροπή, ενθάρρυνση και υποστήριξη των επιχειρήσεων σε εξωστρεφείς δραστηριότητες και συνεργασίες, και η μέγιστη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η Διαδικασία Συνεργασίας ΝΑ Ευρώπης (SEECP). Ο σχεδιασμός πρέπει να υπάρξει από κοινού με συμμετοχή πολιτικής ηγεσίας της χώρας, κρατικών λειτουργών, θεσμικών φορέων και ιδιωτών επενδυτών, εις τρόπον ώστε κάθε έρευνα ή επιστημονική μελέτη να υπερβαίνει τα όρια του ακαδημαϊσμού και να προσλαμβάνει πρακτική χρησιμότητα-, Αυτά, αποτελούν προϋποθέσεις, που σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό της λειτουργίας κρατικού μηχανισμού-υπηρεσιών και τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών, θα συμβάλλουν σημαντικά να μειωθεί όχι μόνο το δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά και το κρίσιμο, εκείνο των εμπορικές συναλλαγές.

.

.


.

.

[1] Υπάρχουν αξιόπιστες και σημαντικές προσπάθειες επ’ αυτού για τις περιόδους 1990 – 2006, από επιστήμονες και ερευνητές (Δρ. Αριστείδης Μπιτζένης, Χ. Παπαπανάγος, Φώτιος Σιόκης, Στεφ. Φωτόπουλος, Ιφιγένεια Περσάκη κ.ά. Όμως είναι αναγκαία η επικαιροποίησή των μελετών αυτών με επιτόπια έρευνα.

.

.

.