ΤΟ ΒΗΜΑ
Η ταινία άρχισε να προβάλλεται στη Μ. Βρετανία και αναμένεται με ενδιαφέρον μέσα στον Γενάρη να προβληθεί και στις ΗΠΑ. Είχα την ευκαιρία να την παρακολουθήσω και θα ήθελα να επισημάνω δύο βασικά χαρακτηριστικά, αποκαλυπτικά, κατά τη γνώμη μου, της φύσης του Brexit. Χωρίς να θέλω να κάνω μια κριτική παρουσίαση και αξιολόγηση του φιλμ, μια και υπάρχουν άλλοι ειδικότεροι εμού γι’ αυτή τη δουλειά, ας περιγράψω με λίγα λόγια την ταινία στην οποία βάζει τη σφραγίδα του ο γνωστός Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, ο οποίος υποδύεται τον ρόλο ενός παθιασμένου και εκτός πλαισίου μάνατζερ διαφημιστικής στρατηγικής για εμπορικά προϊόντα.
Πρόκειται στην πραγματική ζωή για τον επικεφαλής της καμπάνιας υπέρ του Brexit Ντόμινικ Κάμινγκς. Με την ευκαιρία, όλα τα πρόσωπα που υποδύονται οι ηθοποιοί είναι αληθινά. Παρελαύνουν ο πολύς Φάρατζ, οι δισεκατομμυριούχοι και μεγα-οικονομικοί χορηγοί της καμπάνιας για τη μεγάλη «Εξοδο» Αρον Μπανκς και Μέρσερ. Ο τελευταίος υπήρξε λίγους μήνες μετά και χορηγός της καμπάνιας του Τραμπ. Επίσης, αριστοκράτες βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος, άνθρωποι των ΜΜΕ. Αλλοι αναφέρονται με τα ονόματά τους και τους συναντάμε και σήμερα και αποτελούν μια κλειστή ομάδα που ψάχνει να βρει έναν ηγέτη επικοινωνίας ο οποίος θα μπορέσει να μειώσει τη σημαντική διαφορά που έδειχναν οι δημοσκοπήσεις υπέρ της παραμονής στην ΕΕ για το δημοψήφισμα που είχε προκηρύξει ο τότε πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον.
Ο ιδιόρρυθμος Κάμινγκς – Κάμπερμπατς είχε αποτραβηχτεί από την επικοινωνιακή δράση και βρισκόταν – κατά το σενάριο – σε «διαλογισμό». Ο βασικός λόγος ήταν ότι καθώς ερχόταν σε επαφή με πολύ κόσμο για τη δουλειά του, ένιωθε ότι κάτι δεν πάει καλά με τη βρετανική κοινωνία και τα μηνύματά του. «Ακουγε μια βοή» που δεν μπορούσε να αξιολογήσει. Κάτι του έλεγε ότι είχε πρόβλημα να εντοπίσει αυτό το σεισμικό ρήγμα στην κοινωνία που προετοίμαζε χρόνια πριν κάποια νέα και μη ανιχνεύσιμη από τους ειδικούς παράμετρο, που ακύρωνε σε μεγάλο βαθμό τη δημοσκοπική δουλειά.
Υστερα από επιμονή της φανατικής αλλά απελπισμένης από τις δημοσκοπήσεις επιτελικής ομάδας των πρωταγωνιστών του «Brexit», τελικά ανέλαβε την οργάνωση της καμπάνιας. Επικέντρωσε σε δυο τομείς, όπως είπαμε, τη δουλειά του.
1.Στο να αποτυπώσει σε σύντομα μηνύματα τα οποία κατά το δυνατόν θα διέγειραν το συναίσθημα του 1/3 των εκλογέων που δεν είχαν αποφασίσει να ψηφίσουν ή δεν ενδιαφέρονταν για το δημοψήφισμα. Κατέληξε στο κεντρικό σύνθημα «Τake back control» – «Επανακτήστε τον έλεγχο». Ποιον έλεγχο; Μα τον έλεγχο της ζωής των ανθρώπων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Που αισθάνονταν ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για αυτούς δεκαετίες τώρα. Αυτούς που αισθάνονταν απελπισμένοι, θυμωμένοι, εξαπατημένοι από το σύστημα. Αυτούς που κατοικούσαν στην ξεχασμένη ύπαιθρο, τους συνταξιούχους της μοναξιάς και της νοσταλγίας ενός ένδοξου αυτοκρατορικού παρελθόντος. Αυτούς που έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αποκτήσουν εφόδια για μια καλύτερη ζωή.
Με την επαφή του με όσους μπορούσε σιγά-σιγά έδωσε πρόσωπο σ’ αυτόν τον «θόρυβο» που δυο χρόνια ιχνηλατούσε. Πρόσθεσε στην καμπάνια του και άλλα συνθήματα που υποτάσσονταν στο κεντρικό «Επανακτήστε πίσω τον έλεγχο». Η λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ένα από τα αξιοζήλευτα επιτεύγματα της μεταπολεμικής εποχής, βρισκόταν σε κρίση. Ετσι υιοθέτησε το σύνθημα «150 εκατ. στερλίνες την εβδομάδα για το ΕΣΥ» – είναι τα χρήματα που ξοδεύει η Μ. Βρετανία για τη συμμετοχή της στην ΕΕ. «Take back control» στα χρήματά μας, στη ζωή μας, στις αποφάσεις μας». Φυσικά δεν υπάρχει αλήθεια και η συμμετοχή της χώρας ήταν πολύ μικρότερη, αν υπολόγιζες τα κέρδη από το εμπόριο που δημιούργησε η εσωτερική αγορά. Αλλά ποιος να μιλήσει λογικά και να ακουστεί; Το πιο εξωφρενικό ίσως ήταν το σύνθημα ότι «70 εκατομμύρια Τούρκοι θα μεταναστεύσουν στην Αγγλία». Ακόμη και ο Μπόρις Τζόνσον ψιθύριζε «μα 70 εκατ. είναι όλος ο πληθυσμός της Τουρκίας!». Ποιος να τον ακούσει; Στις γειτονιές και στα τηλεοπτικά πάνελ ο διάλογος ήταν αδύνατος. Προσέκρουε στην πίστη στα ψέματα της καμπάνιας. Ο ορθός λόγος είχε εξοριστεί. Για πολλοστή φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία.
2.Το δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν το πώς θα περάσει το μήνυμα. Τα κλασικά μέσα –τηλεόραση, εφημερίδες –δεν είχαν αξιοπιστία. Τι μένει; Μα φυσικά τα κοινωνικά δίκτυα. Κι εδώ εμφανίστηκαν δυο εταιρείες, η μια γνωστή και από την έρευνα των διωκτικών αρχών για παραποίηση του αποτελέσματος. Η Oxford Analytics. Η καινούργια ιδέα για τη διάδοση του μηνύματος ήταν στο να δημιουργηθούν ειδικοί αλγόριθμοι, δηλαδή προγράμματα που να συλλέγουν στοιχεία από χρήστες του Διαδικτύου και με τις αναγραφές τους στους τοίχους τους να βγάζουν συμπέρασμα για τις προθέσεις τους και τις ιδεολογικές τους καταβολές. Και με αυτόματο τρόπο να τους κατατάσσουν σε κατηγορίες. Στη συνέχεια προσάρμοζαν τα μηνύματα στην ιδιαιτερότητα κάθε ομάδας και τους βομβάρδιζαν με τα κατάλληλα μηνύματα που κατέληγαν στο να ψηφίσουν υπέρ του Brexit. Ενα δισ. μηνύματα απεστάλησαν τη διάρκεια της καμπάνιας.
Οσο πλησίαζε η κρίσιμη ώρα της κάλπης, η διαφορά μειωνόταν και το αποτέλεσμα δικαίωσε τη στρατηγική του Κάμινγκς. O πρωθυπουργός Κάμερον παραιτήθηκε, η κυρία Μέι ανέλαβε τη διακυβέρνηση (Brexit means Brexit). H ίδια στρατηγική εφαρμόστηκε και στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, όπου το εμφανώς ακατάλληλο αουτσάιντερ θριάμβευσε.
Εκτοτε, η Μ. Βρετανία παλεύει να διορθώσει ένα ψέμα που δεν μπορεί πολιτικά να παραδεχτεί.
Στις τελευταίες σκηνές του έργου, ο πρωταγωνιστής δεν χαίρεται πια για τον θρίαμβό του. Καταλαβαίνει ότι βοήθησε να αποκτήσει φωνή αυτό το βουητό που άκουσε κι αυτή η φωνή είναι πολύ άσχημη. Απελευθερώθηκαν δυνάμεις που υπήρχαν εν υπνώσει, που οδήγησαν στη δολοφονία μιας βουλευτίνας των Εργατικών, έφεραν το χάος στη χώρα. Και το χειρότερο, οδήγησαν σε έναν διχασμό σε ισοδύναμα σχεδόν στρατόπεδα που αλληλομισούνται. Το σύστημα, επαναπαυμένο στις δάφνες μιας στατιστικά ευημερούσας οικονομίας, παιδείας κ.λπ., είχε ένα τυφλό σημείο. Που δημιουργήθηκε σιγά-σιγά στο τυφλό σημείο ήδη από τα χρόνια της ευμάρειας και τώρα έχει πάρει απειλητικές διατάσεις για τη συνοχή της βρετανικής κοινωνίας.
Αυτό που απέμεινε είναι μια κοινωνία σε διχασμό, μια πολιτική τάξη βουτηγμένη στο ψέμα, ντυμένο με κορόνες ένδοξου παρελθόντος, και τον ορθό λόγο εξουθενωμένο από τους αλγόριθμους της εξαπάτησης. Και μια χώρα στην τελική πράξη της απαξίωσης και ανοχύρωτης στις τεκτονικές μεταβολές της Ιστορίας.