Επτά μήνες μετά τη διεξαγωγή των εκλογών τέσσερα κόμματα στην Ολλανδία κατέληξαν τις προηγούμενες μέρες στο σχηματισμό κυβέρνησης. Η συμφωνία θα τεθεί προς έγκριση στις κοινοβουλευτικές ομάδες και στη συνέχεια θα οριστούν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Όλο αυτό το διάστημα οι κομματικοί εκπρόσωποι συζητούσαν τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις, αφού ξέρουν ότι η προγραμματική συμφωνία είναι δεσμευτική.
Στη Γερμανία, η νικήτρια των εκλογών Άνγκελα Μέρκελ εξέφρασε την αισιοδοξία ότι ως τα Χριστούγεννα θα έχει συγκροτηθεί ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός. Ήδη έχουν ξεκινήσει οι διαβουλεύσεις μεταξύ Χριστανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών – Φιλελεύθερων και Πράσινων. Σε όλο το διάστημα των διαβουλεύσεων και στις δύο χώρες η διοίκηση λειτουργεί με τον συνήθη αποτελεσματικό τρόπο και η έλλειψη κυβέρνησης γίνεται αισθητή μόνο σε επίπεδο λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Αναπόφευκτα γίνεται η σύγκριση με τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα και με το γεγονός ότι η έλλειψη κυβέρνησης έστω και για λίγες εβδομάδες οδηγεί τη διοίκηση σε παράλυση. Όταν μετά τις εκλογές τoυ Ιουνίου του 2012 δεν σχηματιζόταν αυτοδύναμη κυβέρνηση, NΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ χρειάστηκαν μόλις 2 μέρες για να καταρτίσουν μια προγραμματική συμφωνία του ποδαριού, περισσότερο για τα μάτια του κόσμου και προς ικανοποίηση των κομματικών ακροατηρίων, αφού σχεδόν τίποτα από τα συμφωνηθέντα δεν τηρήθηκε. Επί της ουσίας, η μόνη ουσιαστική διαπραγμάτευση αφορούσε την κατανομή των υπουργικών και κυβερνητικών θέσεων. Στην περίπτωση της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τα πράγματα ήταν ακόμη πιο απλά, αφού δεν χρειαζόταν καν προγραμματική συμφωνία. Αρκούσε μια συνάντηση Τσίπρα-Καμμένου (ή μια αγκαλιά στην εξέδρα) για να κλείσει η συμφωνία. Ούτε κείμενα, ούτε δεσμεύσεις. Μοιράστηκαν τα υπουργεία κι έκλεισε η δουλειά.
Οι παραπάνω διαφορές αποτυπώνουν το επίπεδο οργάνωσης των κοινωνιών και ερμηνεύουν την απόσταση που τις χωρίζει σε όλα τα επίπεδα. Στις πρώτες περιπτώσεις έχεις να κάνεις με κοινωνίες με ισχυρούς θεσμούς, στη δεύτερη με αδύναμους θεσμούς και πολίτες που προσπαθούν να επιβιώσουν με βάση την αρχή “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”.
Στο εξαιρετικό βιβλίο τους “Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη” οι Acemoglu και Robinson, έχουν απαντήσει στο ερώτημα που προβληματίζει εδώ και αιώνες πολίτες και πολιτικούς: “Για ποιους λόγους μερικά έθνη είναι πλούσια και κάποια άλλα φτωχά”. Η απάντηση δε βρίσκεται στις φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά όπως καταγράφουν μέσα από την πολύχρονη έρευνά τους “τη βάση για την οικονομική επιτυχία ή αποτυχία αποτελούν οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί”. Οι συμμετοχικοί θεσμοί στην πολιτική και στην οικονομική ζωή ανοίγουν το παιχνίδι σε κατά το δυνατόν μεγαλύτερα στρώματα της κοινωνίας και εξασφαλίζουν ίδιους κανόνες ανταγωνισμού. Στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο. Το κράτος αποτελεί φέουδο του εκάστοτε νικητή των εκλογών, ο συνδικαλισμός έχει γίνει πεδίο υπεράσπισης συντεχνιακών συμφερόντων σε βάρος των υπολοίπων και σε επίπεδο οικονομικής οργάνωσης κυριαρχεί ο “παρεοκρατικός καπιταλισμός” και η διαπλοκή πολιτικής-οικονομικής εξουσίας και ΜΜΕ.
Η ελληνική κρίση δεν προκλήθηκε από το υψηλό δημόσιο χρέος και τα “δίδυμα ελλείμματα” (εμπορικό και δημοσιονομικό). Τα παραπάνω ήταν τα συμπτώματα και όχι οι αιτίες της κρίσης. Δυστυχώς, όλα τα χρόνια των μνημονίων, θεραπεύθηκαν τα συμπτώματα (αποκαταστάθηκε η δημοσιονομική ισορροπία, ισορρόπησε το έλλειμμα ισοζυγίου, βρίσκεται διαρκώς υπό ρύθμιση το χρέος), πολύ λίγα βήματα έγιναν όμως στην αντιμετώπιση των αιτίων, που είναι η θεσμική λειτουργία. Το θεσμικό έλλειμμα δεν έχει αποκατασταθεί. Το κομματικό κράτος ζει και βασιλεύει, η διαπλοκή το ίδιο, η αξιοκρατία όχι μόνο δεν είναι αρετή αλλά ενοχλεί κιόλας, στη Δικαιοσύνη η κατάσταση είναι χειρότερη από ποτέ. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εφαρμόζουν τις χειρότερες πρακτικές του παρελθόντος. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός χαρακτηρίζει τους θεσμούς “εμπόδια” στην εξουσία του. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λεγόμενους “άτυπους θεσμούς” (κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, κώδικες δεοντολογίας, συναλλακτικά ήθη). Επικρατεί ένα γενικευμένο κλίμα ανομίας και “κάνω ότι γουστάρω”: από το κέντρο της Αθήνας, ως τα πανεπιστήμια και τα κινήματα “δεν πληρώνω” που αναβιώνουν με άλλες μορφές.
Για να μπορέσει λοιπόν η Ελλάδα να ξεφύγει από την κρίση και να αρχίσει ξανά να γεφυρώνει το χάσμα με τις υπόλοιπες χώρες, χρειάζεται η δημιουργία ισχυρών θεσμών ξεκινώντας από την αποκομματικοποίηση της λειτουργίας του κράτους και της δικαιοσύνης και την εφαρμογή κανόνων υγιούς ανταγωνισμού στην οικονομία. Η εμπειρία των τελευταίων ετών μας έδειξε πόσο δύσκολα πολιτικά είναι όλα τα παραπάνω. Ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια τα βήματα γίνονται όχι προς τα εμπρός αλλά προς τα πίσω.
Η Ευρώπη παρακολουθεί την πορεία αλλά δείχνει να μην την ενδιαφέρει. Νοιάζεται για τους οικονομικούς δείκτες και αδιαφορεί για τα υπόλοιπα. Συγχαίρει τον κ. Τσίπρα επειδή ψηφίζει όσα του υπαγορεύονται και κλείνει τα μάτια στη διαρκή θεσμική υποβάθμιση. Αυτό όμως είναι που πρέπει να ενδιαφέρει εμάς, αν θέλουμε κάποια στιγμή να βγούμε από το τέλμα.