Οι άγριες μέλισσες είναι η ιστορία των Σταμίρηδων και των Σεβαστών –των οποίων το μίσος και η βεντέτα που ξέσπασε ανάμεσά τους κλόνισε το Διαφάνι, ένα ήσυχο χωριό της Θεσσαλίας. 1958 κάπου εκεί ξεκινούν όλα. Μέσα από τη δική τους ζωή, των Σταμίρηδων και των Σεβαστών βλέπουμε την πορεία των μοιραίων γεγονότων που έφεραν αντιμέτωπες τις δύο οικογένειες. Καλοκαίρι του 1958 λοιπόν σε ένα χωριό του Θεσσαλικού Κάμπου. Η βιομηχανοποίηση της χώρας έχει αρχίσει με γοργούς ρυθμούς και αυτό αλλάζει τις παραδοσιακές δομές της οικονομίας σε όλη την επαρχία. Ο ισχυρός μεγαλογαιοκτήμονας της περιοχής Δούκας Σεβαστός θέλει πάση θυσία να αποκτήσει την έκταση που έχουν στον Κάμπο τρεις ορφανές αδελφές, για να τη χρησιμοποιήσει προς ίδιον όφελος. Πρόκειται για τα κτήματα της 28χρονης Ελένης, της 22χρονης Ασημίνας και της 18χρονης Δρόσως. Τα τρία κορίτσια έχουν χάσει και τον πατέρα και τη μητέρα τους και έτσι η μεγαλύτερη αδελφή, που είναι και η προστάτιδα των μικρότερων, αναγκάζεται ύστερα από πιέσεις να προχωρήσει σε μια συμφωνία με τον τσιφλικά. Αυτή είναι με δυο λόγια η αρχή της ιστορίας μας.
Καλό σενάριο πάνω στο οποίο στηρίζεται όλο το οικοδόμημα, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες ποτέ μονοδιάστατοι, σχεδόν ποτέ μονόχνοτοι, αλλά με αποχρώσεις, εντάσεις και εκπλήξεις, κανονικοί άνθρωποι δηλαδή. Καλοί ηθοποιοί που παίζουν στους ίδιους τόνους και αποχρώσεις, άρα κάποιος δίνει οδηγίες σαφείς και πειστικές. Όμορφα, προσεγμένα πλάνα κυρίως εξωτερικά. Ιστορία που αφηγείται τον βίο των ηρώων της, αλλά παράλληλα διατρέχει τη ζωή της μικρής αγροτικής κοινωνίας και στη συνέχεια και όλης της χώρας μέσα από τις κοινωνικές, οικονομικές και βέβαια πολιτικές αλλαγές και ανατροπές που συμβαίνουν.
Ο Λευτέρης Χαρίτος κάπου λέει: «Εντύπωσή μου είναι πως τη σειρά την είδαν και άνθρωποι που είχαν σταματήσει να βλέπουν ελληνική τηλεόραση. Αυτό είναι καλό γιατί πάντα η εντοπιότητα παίζει ρόλο, κακά τα ψέματα. Πιστεύω πάρα πολύ στην έννοια του θεατή και παρότι προέρχομαι από τον κινηματογράφο δεν επικρότησα ποτέ με ενθουσιασμό όλη αυτή τη φασαρία με το Weird Wave, όχι γιατί δεν μου άρεσε, αλλά γιατί θεωρώ πως ό,τι κάνεις πρέπει να επικοινωνεί με κάποιο κοινό. Η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω σε αυτό. Δεν μπορεί να είναι όλη η τηλεόραση χαζοκωμωδίες που δεν θα στέκονταν σε μια χώρα. Το βασικότερο στοίχημα στις «Άγριες Μέλισσες» είναι αυτό. Να κάτσει ο άλλος το βράδυ, να μην αισθάνεται ότι τον κοροϊδεύουν, να δει ανθρώπους που δεν τους ξέρει αλλά παίζουν καλά. Χωρίς να θέλω να γίνω υπερφίαλος, επειδή υπήρχε αρκετή πίεση γιατί δεν παίζει κάποιος γνωστός, αν το καλοσκεφτείς το “Game Of Thrones” δεν είχε κανέναν γνωστό ηθοποιό».
Στo σενάριο υπάρχει ίντριγκα σασπένς, μυστήριο και ανατροπές σχεδιασμένα από τους σεναριογράφους της σειράς, Μελίνα Τσαμπάνη - Πέτρος Καλκόβαλης και δοσμένα σε τέτοια δοσολογία ώστε να συναρπάζει τον θεατή και να τον καθηλώνει κάθε βράδυ στους δέκτες του. Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, που εξακολουθεί να γοητεύει το τηλεοπτικό κοινό, είτε δράμα είτε κωμωδία, (αυτό δείχνουν οι μετρήσεις τηλεθέασης), στις Άγριες μέλισσες μπαίνει από την πίσω τηλεοπτική μας πόρτα κινητοποιώντας τις μνήμες όχι μόνο των μεγάλων, αλλά και των πιο νέων σε ηλικία τηλεθεατών. Αν κάποιος νεοέλληνας βρεθεί χωρίς καμία πληροφορία στη μέση κάποιου επεισοδίου της σειράς, θα πιστέψει για λίγο πως πρόκειται για κάποια ταινία της δεκαετίας του ’60. Ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος έχει κάνει το θαύμα του και λειτουργεί σαν μια υπέροχη πιρόγα για να ταξιδέψουμε στα σκοτεινά νερά και τους δύσβατους καλαμιώνες της σειράς.
Η σειρά είναι γεμάτη πάθη, μυστικά και απαγορευμένους έρωτες, μίση, φθόνους, ζήλιες κι άλλα τέτοια που πνίγουν την κλειστή αποπνικτική ελληνική επαρχία. Το τηλεοπτικό κοινό την παρακολουθούσε γιατί έβρισκε στοιχεία ζωντανά, ανθρώπινα που ξεπερνούσαν τις κοινοτοπίες των καθημερινών χιλιοειπωμένων σειρών. Αν μιλούσαμε για μυθιστόρημα θα λέγαμε ότι έχουμε μπροστά μας μια ηθογραφία, που προσπαθεί να σκαλίσει τις συμπεριφορές των ηρώων της, ξεπερνώντας την επιφάνεια ψυχογραφώντας κάποιες φορές, μερικούς βασικούς από αυτούς. Η προσπάθεια να έχουμε μια τοιχογραφία της 20ετίας που πραγματεύεται η σειρά, χωρίς να είναι ολοκληρωμένη δεν μπορούμε να μη δούμε το σωστό σκιτσάρισμα, τις αδρές γραμμές και την καλή χρήση των χρωμάτων και των αποχρώσεων. Μέσα σε ένα επεισόδιο της τρίτης περιόδου με λίγα μέσα από την παραγωγή και κάπως ελλειπτικά και όχι πειστικά περάσαμε στη περίοδο της 21ης Απριλίου. Όπως απέδειξε η έντονη παρουσία της Χρυσής Αυγής στη βουλή πριν από λίγα χρόνια αλλά και οι συμπεριφορές διαφόρων καλό είναι να μάθουμε γι αυτήν την περίοδο. Να θυμηθούμε και κυρίως οι νεότεροι πολίτες, ότι οι φυλακές και τα ξερονήσια ήταν γεμάτες και οι δρόμοι και οι πλατείες άδειες και βουβές.
Οι μέλισσες λοιπόν φέτος ανοίγουν το θέμα της καταπίεσης. Στην καταπίεση που ασκούν πάνω στο άτομο, το σύστημα, η κοινωνία, η οικογένεια, οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα της και κυρίως θίγει το ζήτημα της καταπίεσης των γυναικών.
Ο σκηνοθέτης σημειώνει «Δεν έχει νόημα αν οι σειρές εποχής δεν έχουν μέσα τη σημερινή ματιά. Αν πας στην εποχή των “Peaky Blinders” θεωρείς ότι θα ήταν έτσι οι άνθρωποι; Πώς ανεβάζουν τραγωδίες κάθε χρόνο στην Επίδαυρο; Δηλαδή το #metoo δεν υπήρχε το 1958 και δεν θα το βλέπαμε σε καμία σειρά. Σήμερα, είναι ζήτημα για το ποια είναι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Το λυπηρό που είδα στα σχόλια είναι αυτό που έγραψαν πολλές γυναίκες ότι να μην νομίζουμε ότι πολλά πράγματα άλλαξαν σήμερα. Δεν τα βλέπουμε όλα αυτά επειδή είμαστε αλλαγμένοι σε σχέση με τότε».
Συνοψίζοντας η καλλιτεχνική διεύθυνση, τα ντεκόρ, οι χώροι, τα κοστούμια, τα χτενίσματα (ήταν και υπερπαραγωγές μερικά από αυτά), το μακιγιάζ είναι πολύ κοντά σε αυτά που θυμόμαστε και κυρίως σε αυτά που ξέρουμε από τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής. Η διεύθυνση φωτογραφίας των Βαγγέλη Κατριτζιδάκη , Δημήτρη Θεοδωρίδη σωστή για τους χρόνους που θα τους διατίθεται σε ένα καθημερινό σίριαλ και η σκηνοθεσία κινεί όλα τα παραπάνω αρμονικά, έξυπνα, λειτουργικά και αποτελεσματικά.