Από τις πιο σημαντικές κουβέντες που άκουσα στην πρόσφατη συγκέντρωση της Πρωτοβουλίας των 58 στην Κηφισιά ειπώθηκε από συμπολίτη μας ακροατή, κατά την συζήτηση. Απαντώντας σε παρατήρηση προηγουμένου συμπολίτη ότι η μέση ηλικία του ακροατηρίου υπερβαίνει τα 50 χρόνια, εξήγησε ότι το φαινόμενο, κατά την άποψή του, οφείλεται στα βιώματα ημών των μεγαλύτερων που μας ωρίμασαν ώστε να μπορούμε να δούμε την πολιτική προοπτική με μεγαλύτερη γνώση και περισσότερη σοφία. Με λίγα λόγια, αν σωστά ερμηνεύω την άποψη αυτή, ο φίλος επισημαίνει μια μαθησιακή/εκπαιδευτική διαδικασία στο υπόστρωμα της πολιτικής συμπεριφοράς μας, ως παράγοντα που ερμηνεύει την εμφάνιση της κίνησης των 58. Κάποιοι έμαθαν πολλά στη διαδρομή της περιόδου της μεταπολίτευσης και αυτή η κοινή γνώση τους οδήγησε να συναντηθούν για να ενεργήσουν πολιτικά για το μέλλον. Φαίνεται, όμως, ότι κάποιοι έμαθαν πολλά και κάποιοι άλλοι δεν έμαθαν τίποτα. Φαίνεται ακόμη ότι αυτοί που έμαθαν χρειάστηκαν σαράντα χρόνια για να μάθουν, ενώ κάποιοι που θα μπορούσαν να μάθουν (οι νεώτεροι) δεν είχαν ούτε τις εμπειρίες μήτε τον χρόνο που χρειάστηκαν οι πρώτοι για να συμπληρώσουν την εκπαίδευσή τους. Σημαίνει άραγε κάτι βαθύτερο αυτή η εικόνα;
Το ζήτημα με απασχολεί από την πρώτη μέρα που αναμίχθηκα στη Κίνηση. Μου το θυμίζουν καθημερινά οι προσπάθειες «προσηλυτισμού» που καταβάλλω και που σχεδόν στο σύνολό τους καταλήγουν σε αποτυχία όταν αναφέρονται σε νέους ανθρώπους. Οι συζητήσεις μαζί τους και κυρίως με τους αντιρρησίες μάλλον με βοήθησαν να καταλάβω το γιατί. Τις γενιές μας χωρίζει πλέον ένα βαθύ ρήγμα πολιτικής κουλτούρας. Εμείς είχαμε τουλάχιστο δύο ευκαιρίες έντονων βιωμάτων που οι νεώτεροι τις στερήθηκαν. Η πρώτη ήταν η δυνατότητά μας να διαβάζουμε από τις πηγές το υλικό που μας διαμόρφωνε την ιδεολογική προσωπικότητά μας. Διαβάζαμε πολύ και ακούγαμε μόνο ευκαιριακά. Και, κυρίως, ακούγαμε ιδιαίτερα επιλεκτικά. Η σαβούρα της τηλεόρασης και των κοινωνικών δικτύων δεν μας είχε προλάβει και την γλυτώσαμε ακριβώς στην περίοδο που διαμορφώναμε τις ιδέες και πεποιθήσεις μας. Και, ακούγαμε με ρίσκο, άρα κόστος που έδινε αξία, αφού ο αριστερός λόγος βρίσκονταν σε ανηλεή δίωξη. Με αυτόν τον εξοπλισμό μας βρήκε η δικτατορία και με αυξημένο τον ίδιο εξοπλισμό φτάσαμε στην μεταπολίτευση. Είχαμε με λίγα λόγια, σημαντικές ευκαιρίες να κεφαλαιοποιήσουμε τον στοχασμό μας. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Δικτατορία, την Α’ Ακτίνα των Φυλακών Αιγίνης ο Μαρτύ, εκπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ονόμαζε ευφυολογώντας «Aegina University”. Δεν ήταν μόνο που εκεί είχαμε μαζευτεί αρκετοί πανεπιστημιακοί (κυρίως κατώτερων βαθμίδων), αλλά ήταν που λειτουργούσαμε και σαν πανεπιστήμιο. Εκεί διδάσκαμε τους εξ ημών φοιτητές τα κανονικά τους μαθήματα, εκεί συνεχίζαμε την desktop έρευνά μας, εκεί ο Παύλος Ζάννας μετέφρασε τον Προύστ, εκεί μερικοί από εμάς κάναμε την μεγάλη στροφή από τις περιγραφικές στις ποσοτικοεμπειρικές κοινωνικές επιστήμες, φεύγοντας από την ρητορική των μεγάλων αφηγήσεων προς την αποδεικτική δέσμευση. Όταν μετέφραζα την Robinson ή τον Myrdal, ήταν στα ταπεράκια που οι γυναίκες μας έφερναν μαγειρεμένο φαγί όπου εύρισκα τα σχόλια από την Οξφόρδη και το Καίημπριτζ, κρυμμένα στους ψεύτικους πάτους, πάνω σε ερωτήματα που είχα για την συγγραφή των προλόγων για την ελληνική έκδοση. Αλλά και όσοι σύντροφοι πρόλαβαν, για Δυτική Ευρώπη τράβηξαν και εκεί σπούδασαν και βίωσαν την ευρωπαϊκή επιστήμη και κουλτούρα. Δεν πήγαν σε κομματικά ακτίφ. Την ίδια στιγμή, στην Γ’ Ακτίνα της Αίγινας, την Ακτίνα των «κομμουνιστών» οι σύντροφοί μας ασχολιόταν με τα εσωτερικά τους και διάβαζαν χειρόγραφες σημειώσεις εκλαϊκευμένου μαρξισμού και απλά μαθήματα πρακτικής λογιστικής που η σκούφια τους κρατούσε από την εποχή της Ακροναυπλίας. Το Aegina University κάλπαζε δίπλα στη μουντή κουκουέδικη γιάφκα. Συγκλονιζόμασταν από τα μηνύματα ομήλικων συγκρατουμένων μας της Γ’ Ακτίνας για συνεργασία και διάλογο. Πρακτικά, όμως, ήταν αδύνατο να ανταποκριθούμε και έτσι ακόμη και η τότε εκκολαπτόμενη ανανεωτική κομμουνιστική αριστερά αφέθηκε να βράζει στο ίδιος της το παλιό ζουμί.
Με αυτά τα εφόδια, δηλαδή πλήρως «εκσυγχρονισμένοι», μας βρήκε η μεταπολίτευση. Δεν μας πήρε μήτε κόπο μήτε πόνο για να πιάσουμε τις ανάγκες των καιρών. Ξέραμε πολύ καλά πως έπρεπε να υπηρετήσουμε τον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Μετά ήλθαν οι εμπειρίες της «κεντροαριστερής διακυβέρνησης» του ΠΑΣΟΚ. Αρκετοί από εμάς συσστρατευτήκαμε έχοντας στο δισάκι μας ο καθένας και ένα δικό τους όραμα για συμβολή στη δημιουργία μιας μοντέρνας δημοκρατικής πατρίδας. Δυστυχώς όμως, είχαμε ήδη κάνει το πρώτο μεγάλο μας πολιτικό σφάλμα που το συνειδητοποιήσαμε πολύ αργά. Και από αυτό, εν τούτοις, μάθαμε πολλά. Μπορεί να κουράζω, αλλά αξίζει, νομίζω, να το πω επειδή σχετίζεται με το ζήτημα που τώρα με απασχολεί.
Όταν το ’74 μαζευτήκαμε (εμείς της Δημοκρατικής Άμυνας) στην Αίθουσα Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών για να αποφασίσουμε αν θα συμπράτταμε στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, είχα κάνει την εξής «μεσοβέζικη» πρόταση που ελάχιστη αποδοχή συγκέντρωσε: Να συμπράξουμε όλοι ως άτομα, αλλά να διατηρήσουμε την Δημοκρατική Άμυνα ως πολιτική Λέσχη πλέον και ως συνέχεια του Ομίλου Παπαναστασίου που ήταν ο προδικτατορικός προπάτορας μας. Χρειαζόμαστε την Λέσχη αυτή για να διαδώσουμε την ιδέα της Σοσιαλδημοκρατίας ως ιδεολογία, είχα υποστηρίξει και σε μερικούς συντρόφους είχα εκμυστηρευτεί ότι το σχέδιο διακήρυξης (το γνωστό της 3ης Σεπτεμβρίου) που είχαμε κληθεί να προσυπογράψουμε «μύριζε νοτιοαμερικανικό λαϊκισμό». Δεν τόλμησα να το πω δημόσια γιατί έβλεπα ότι δεν το σήκωνε το κλίμα της ημέρας. Σχεδόν με παμψηφία απορρίφθηκε η πρότασή μου και έτσι ματαιώθηκε η δημιουργία μιας πολιτικής Λέσχης της Σοσιαλδημοκρατίας. Είναι στοιχείο της μαθησιακής εμπειρίας μας η στέρηση αυτής της ευκαιρίας. Αν είχε υπάρξει μια τέτοια Λέσχη, οι εμπειρίες όλων αυτών των χρόνων θα είχαν συστηματικά μεταλαμπαδευτεί σε χιλιάδες ίσως νεώτερους πολίτες. Ίσως έτσι να είχε περιοριστεί το χάσμα ηλικιών για το οποίο προβληματιζόμαστε σήμερα.
Ο δημοκρατικές σοσιαλισμός στην μεταπολίτευση έμεινε απροστάτευτος στην υπηρεσία της κομματικής σκοπιμότητας τους ΠΑΣΟΚ. Μέσα στο ΠΑΣΟΚ καλλιέργεια τέτοιου ιδεολογικού ρεύματος ήταν αδύνατο. Ούτε καν επιχειρήθηκε. Οι γενιές των νέων μετά από εμάς στερήθηκαν την δυνατότητα να επωφεληθούν από τις εμπειρίες και τις δικές μας γνώσεις. Η κομματοκρατία ισοπέδωσε το τοπία της πολιτικής και ιδεολογικής ζύμωσης, και όταν δειλά-δειλά, επί Σημίτη ακούστηκε η ιδέα του «εκσυγχρονισμού» (που στην ουσία της αντιπροσώπευε μια ουδέτερη ονομασία για την σοσιαλδημοκρατική στροφή) οι κομματικές οργανώσεις την εξέλαβαν ως θανάσιμη προδοσία και την απέκλεισαν από οποιαδήποτε συζήτηση . Τραυματική υπήρξε η εμπειρία μου ως βραχύβιου (ευτυχώς) βουλευτή, όταν στην Νομαρχιακή μου Επιτροπή αποπειράθηκα να μιλήσω για την ανάγκη μετάβασης από τις κλαδικές στις «θεματικές» οργανώσεις. Λίγο έλειψε να με πετάξουν από το παράθυρο.
Όλες αυτές οι εμπειρίες είναι εκείνες που την γενιά μας την δίδαξαν πολλά και την έκαναν ευαίσθητο λήπτη των σημάτων της σημερινής πραγματικότητας. Από αυτή την διαδικασία, όμως, έμειναν εντελώς απέξω οι νεώτερες γενιές. Αυτές ανατράφηκαν με τον ξύλινο κομματικό λόγο, την κρατικίστικη προσδοκία και τον θολό συντεχνιασμό. Άλλο πολιτικό και ιδεολογικό λόγο δεν άκουσαν. Μήτε ακούν και σήμερα.
Λοιπόν; Τι μ’ αυτό; Αρκεί μια ερμηνεία για να γλυτώσουμε από το ζήτημα; Προφανώς όχι. Αν μάθαμε κάτι είναι, ότι για να συγκροτηθεί μια παράταξη της σοσιαλδημοκρατίας απαιτείται πολύς κόπος για την διαμόρφωση συνειδήσεων μετά γνώσεως. Γιαυτό, αυτό που ξεκίνησαν οι 58 δεν πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως συγκυριακή παρέμβαση για τις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις. Ασφαλώς και πρέπει να φέρει καρπούς χρήσιμους για τις κρίσιμες αυτές πολιτικές επιλογές. Όμως την σημασία και αντοχή του εγχειρήματος θα την δείξει η συνέχειά του. Η γνώμη μου είναι ότι αν και όταν θα συγκροτηθεί η πολιτική παράταξη που θα αναμετρηθεί με την Δεξιά και τον αριστεροφανή λαϊκισμό, η ίδια η Κίνηση των 58 πρέπει να διατηρηθεί μεταλλασσόμενη σε Πολιτική Λέσχη για να παίξει τον μακροπρόθεσμο ρόλο της. Χωρίς σοσιαλδημοκρατική παιδεία δεν θα μπορέσει ποτέ το εκλογικό σώμα, ειδικά της χώρας μας, να εμπεδώσει την σοσιαλδημοκρατική προοπτική. Ας μη κάνουν οι 58 το ίδιο σφάλμα που έκανε η Δημοκρατική Άμυνα το 1974.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ήδη από τώρα πρέπει να γίνεται πολιτική δουλειά σε δύο επίπεδα: Για τον άμεσο στόχο της συγκρότησης της Κεντροαριστερής Παράταξης, και παράλληλα για την συγκρότηση μιας πολιτικής Λέσχης που θα μείνει έξω από τις εκλογικές διαδικασίες για να παίξει ρόλο στις επόμενες φάσεις στο επίπεδο της ιδεολογικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης. Ίσως ζητώ πολλά, αλλά τα σφάλματα και οι παραλήψεις που βιώσαμε υπαγορεύουν την ανάγκη να ζητάμε τα απαραίτητα, τα αναγκαία και επαρκή. Το φάσμα της ηλικιακής απόστασης πρέπει να εξαλειφθεί με τον μοναδικό τρόπο που υπάρχει: Με την συνεχή μεταλαμπάδευση στοχασμών και εμπειριών.