Ένα από τα θέματα που έχουν επανέλθει μετεκλογικά στη δημόσια συζήτηση για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας - όπως πρόσφατα συζητήθηκε μεταξύ άλλων και στο ετήσιο 7ο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών - είναι και η επιτακτική ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου που θα στηρίζεται στη γνώση και την καινοτομία.
Στην κατεύθυνση αυτή, ένα από τα προβλήματα που αναδεικνύονται είναι και οι αρνητικές ασυμμετρίες και υστερήσεις στο παραγωγικό σύστημα που θέτουν προσκόμματα στη βελτίωση της θέσης της ελληνικής παραγωγής στον διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ορισμένες από αυτές τις ασυμμετρίες (και τις συνδεδεμένες με αυτές υστερήσεις) είναι προφανείς και έχουν πολυσυζητηθεί, αλλά δεν έχουν αμβλυνθεί.
Πέρα από αυτές, υπάρχουν και άλλες «διαρθρωτικές παραγωγικές ασυμμετρίες και υστερήσεις» που αν και έχουν εντοπισθεί παραμένουν δυσδιάκριτες και δεν έχουν επαρκώς μελετηθεί, με αποτέλεσμα ο μετριασμός τους να είναι ένα πιο πολύπλοκο εγχείρημα. Ενδεικτικά, θα αναφέρω ορισμένες από τις προφανείς, αλλά και από τις λιγότερο προφανείς ή/και αφανείς ασυμμετρίες. Ας ξεκινήσουμε από τις προφανείς ασυμμετρίες στον επιχειρηματικό τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Η πρώτη προφανής και πολυσυζητημένη ασυμμετρία αφορά το μέγεθος των επιχειρήσεων, όπως αποτυπώνεται στη σύνθεση του επιχειρηματικού τομέα της ελληνικής οικονομίας. Το πρόβλημα δεν είναι γενικώς η λειτουργία πολλών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ). Άλλωστε, ακόμη και στις μεγάλες και ισχυρές οικονομίες (ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ιαπωνία) ο αριθμός των ΜμΕ είναι μεγάλος και παίζουν σημαντικό ρόλο, με αρκετές από αυτές να έχουν πολύ καλές επιδόσεις. Το δικό μας πρόβλημα έγκειται στην πολύ μεγάλη αρνητική ασυμμετρία μεγέθους και δυνατοτήτων ανάμεσα σε ένα μεγάλο πλήθος (97.4% του συνόλου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα έναντι 93% στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28) πάρα πολύ μικρών («νάνο») επιχειρήσεων με απασχόληση έως τέσσερα άτομα, αλλά και ατομικών επιχειρήσεων (αυτοαπασχολούμενοι ή με ένα άτομο).
Ταυτόχρονα, το πλήθος αυτό των νάνο/λιλιπούτιων επιχειρήσεων συνυπάρχει με ένα πολύ - πολύ μικρό αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων. Η συγκεκριμένη ανισορροπία - υπερβολικά πολλές «πολύ - μικρές» επιχειρήσεις συνυπάρχουν με υπερβολικά πολύ λίγες μεγάλες επιχειρήσεις στον επιχειρηματικό τομέα - είναι ένα προφανές εμπόδιο στην αξιοποίηση της γνώσης, την ανάπτυξη της καινοτομίας, την ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού και την προώθηση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας εντάσεως γνώσης. Ενδεικτικά, η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ «Going for Growth» διαπιστώνει, ότι «η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από μικρές επιχειρήσεις με χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη αναπτυξιακή δυναμική, που συμπαρασύρουν προς τα κάτω τη γενική παραγωγικότητα».
Η δεύτερη ασυμμετρία συνδέεται με την καθυστερημένη ή/ και μη επιχειρηθείσα αναδιάρθρωση και την κρίση παραγωγικής προσαρμογής του ελληνικού βιομηχανικού συστήματος σε ένα ανοιχτό και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται μια υστέρηση στην προσαρμογή ηγετικών τομέων και κλάδων, επιτυχημένων επιχειρήσεων και οργανισμών, στις ραγδαίες και πολλές φορές ριζικές εξελίξεις του τεχνολογικού, κοινωνικο-οικουμενικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιούνται.
Στο μέσο-οικονομικό επίπεδο των κλάδων και των τομέων, η αναγκαία αναδιάρθρωση και η τεχνολογική και οργανωσιακή αναβάθμιση τους καθυστερούν ή αναβάλλονται, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα σχετικό κόστος, ενώ και οι απώλειες παραγωγικών υποκειμένων (που ανακύπτουν από την καθυστέρηση) διογκώνονται. Για την ελληνική οικονομία χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι κλάδοι που δεν αναδιαρθρώθηκαν ούτε αναβαθμίστηκαν επαρκώς και έγκαιρα στην περίοδο 1975-1995.
Διαβάστε τη συνέχεια
Πηγή: liberal.gr