Οι ευχές και η αναγνώριση των προσπαθειών τους, να συνοδεύουν όλα τα παιδιά που πέτυχαν την είσοδο σε πανεπιστήμια.
Για όσα δε από αυτά που δεν το κατάφεραν να τα προτρέψουμε και να τα βοηθήσουμε για να δημιουργήσουν όνειρα τα οποία πρέπει να πειστούν και να τα κυνηγήσουν…
Οι κοινωνία μας είναι ανοικτή, αν και δύσκολη όμως, για τις «δεύτερες» ευκαιρίας…
Χωρίς να τα ισοπεδώνουμε όλα, απαξιώνοντας τις προσπάθειες των παιδιών που πέτυχαν, υποστηρίζω ότι η συζήτηση περί των “βάσεων” στην εισαγωγή στα ΑΕΙ συντηρεί έναν ακόμη μύθο.
Προφανώς και η χαμηλοί βαθμοί εισόδου δείχνουν και καταγράφουν προβλήματα στη «μέση-δευτεροβάθμια» εκπαίδευση και προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης «Ζήτησης» σε καθένα από τα πανεπιστημιακά τμήματα. Γενικώς θα λέγαμε ότι δεν έχει θετική εισροή στην εξέλιξη και αξιολόγηση των πανεπιστημίων…
Αλλά δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα αυτή, που θα έπρεπε να ιεραρχηθεί από τα άλλα και να μας απασχολήσει.
Μεθοδευμένα ή αντικειμενικά αποτελεί άλλοθι αποπροσανατολισμού από την διαχείριση και την εμπλοκή με τα πραγματικά προβλήματα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Η όποια, αναμφίβολα υπαρκτή, αρνητική επίδραση τους στα πανεπιστήμια είναι μικρής σημασίας.
Ας καταγράψει κάποιος/α τις διαφορετικές επιδόσεις, των συγκεκριμένων τμημάτων, σε καιρούς με ύπαρξη «βάσης» και σε αυτούς χωρίς «βάση», για να δούμε ότι δεν καταγράφεται κάποια διαφορά, συγκρίνοντας βέβαια πλέον πραγματικούς δείκτες και όχι «αισθήσεις»…
Μελέτες περί αυτού υπάρχουν διαθέσιμες και στις εκθέσεις αξιολόγησης των ΑΕΙ της χώρας μας, όπου έχουν γίνει, από επιτροπές με διεθνείς αξιολογητές, με ευθύνη της ΑΔιΠ, πουθενά δεν καταγράφεται, δεν εντοπίζεται, ως πρόβλημα των συγκεκριμένων τμημάτων.
Θα λέγαμε ότι μπορούσε να είναι σε κάποιες περιπτώσεις και ένας καλός δείκτης για τα συγκεκριμένα τμήματα, αν παρακολουθούσαν την πορεία των αποφοίτων τους και είχαν μια «καλή» καταγραφή επ’αυτού.
Αυτά είναι τα προβλήματα των πανεπιστημίων που, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να ιεραρχηθεί η διαχείρισή τους και για αυτά απαιτείται συζήτηση.
Φέρνω ένα παράδειγμα που με ακουμπά πολλαπλώς. Στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, αν και νέα δομή σε σχέση με την ανάγκη ωρίμανσης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, υπάρχουν εξαιρετικές και ικανές δομές αριστείας και ικανοποιητικές επιδόσεις σε δείκτες αξιολόγησης. Παρά ταύτα υπάρχουν τμήματα που για διάφορους λόγους (άτιμη νησιωτικότητα) εισέρχονται φοιτητές με μονάδες κάτω της βάσης. Υποστηρίζω πως είναι ευθύνη των πανεπιστημιακών αυτών ιδρυμάτων να οργανώσουν τη δουλειά τους με τέτοιο τρόπο ώστε να ενεργοποιήσουν και να εμπνεύσουν τους νέους και τις νέες φοιτήτριες με αυτά τα χαρακτηριστικά, να τους μορφώσουν και να τους δώσουν ή όχι πτυχίο. Εκεί θα κριθεί η επιτυχία τους και η συμβολή τους, αντί να εξαναγκάζουμε μια μεγάλη κατηγορία από αυτά τα παιδιά και για όσα από αυτά μπορούν οι γονείς τους, να τα οδηγούνται σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό και αντίστοιχες δομές, συνήθως ιδιωτικού χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο δεν θα υπονομευθεί, αυτό που άκουσα σε μια συζήτηση στη Χίο από πραγματικά υπεύθυνους κοσμοπολίτες και πατριώτες ότι, η πλέον σημαντική επένδυση που έχει γίνει στο ακριτικό αυτό νησί τα τελευταία πενήντα χρόνια, είναι η λειτουργία των πανεπιστημιακών τμημάτων, με ότι αυτό σημαίνει για την εθνικά ευαίσθητη αυτή περιοχή.
Δείκτες αξιολόγησης και εκθέσεις λογοδοσίας και απόδοσης όλων των δομών εκπαίδευσης λοιπόν και ιδιαιτέρως των εκπαιδευτικών δομών με χαμηλής βαθμολογίας “Ζήτηση”, για σχεδιασμό ενίσχυσης τους ή διαμόρφωσηw επιλογών – δεσμεύσεων διόρθωσης τους, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
Η συζήτηση για το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστημιακά τμήματα είναι μια άλλη συζήτηση που πρέπει να γίνει, όχι όμως με βάση αναφοράς τις «βάσεις» εισαγωγής σε αυτά.