Οι πορείες προς τους Πόλους ήταν πάντα αβέβαιες. Ο ακατάβλητος εξερευνητής Ρόαλντ Αμούνδσεν κατέκτησε τον Νότιο Πόλο πριν ένα αιώνα χάρη σε επίμοχθο σχεδιασμό και προετοιμασία. Ο μεγάλος ανταγωνιστής του Ρόμπερτ Σκοτ, ανοργάνωτα ενθουσιώδης, έφθασε δεύτερος, χάνοντας και την ζωή του κατά την επιστροφή. Στην ελληνική πολιτική ζωή, ένας νέος πόλος ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει εξίσου δυσπρόσιτος. Αν και προφανώς θα κινείται μακριά από την παγωνιά των άκρων, απαιτούνται τα σπάνια προσόντα του Αμούνδσεν για να βρεθεί σταθερό καταφύγιο στη θαλπωρή του μεσαίου χώρου.
Η Κεντροαριστερά ως επωνυμία μοιάζει παρωχημένη. Επιπλέον αναδύει μια αίσθηση ματαιότητας, αφού ήδη τουλάχιστον 3 κοινοβουλευτικά κόμματα και 4-5 κινήσεις πλανώνται σε κεντροαριστερό περιβάλλον, ενώ η ζητούμενη ανανέωση βρίσκεται στο μεσαίο χώρο. Στην εποχή της κρίσης όμως, η διογκωμένη παρουσία των δύο εξτρεμισμών κάνει το πολιτικό κέντρο να ατροφεί, ενώ η έλλειψη σοβαρών προγραμματικών προτάσεων εκ μέρους των φιλοευρωπαϊκών κυβερνητικών κομμάτων επιτείνει το φαινόμενο. Είναι γεγονός ότι αυτονόητες αλλά τολμηρές μεταρρυθμίσεις δεν ταιριάζουν ούτε στην παραδοσιακή ελληνική αντίληψη περί αριστερής πολιτικής ούτε στον συντηρητικό χριστιανο-εθνικισμό. Η ολοκληρωμένη πραγματοποίηση του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού εμφανίζεται ανέφικτη μέσα στο παρόν πολιτικό σκηνικό. Τον αναζητά ωστόσο ένα μέρος του εκλογικού σώματος που καλύπτεται ανεπαρκώς από τα σημερινά κόμματα. Πρόκειται κυρίως για δραστήριους ανθρώπους που εργάζονται στην ιδιωτική οικονομία ή κινούνται στο χώρο μιας εξωστρεφούς καινοτόμου επιχειρηματικότητας, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και μερικές αγροτικές πρωτοβουλίες. Πολιτικό κενό εντοπίζεται λοιπόν σε ένα μεσαίο μετριοπαθή χώρο, με φιλοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική ή φιλελεύθερη φιλοσοφία και ευήκοα ώτα σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις.
Η πορεία προς ένα μεταρρυθμιστικό σχηματισμό είναι αβέβαιη χωρίς την επιβλητική ηγετική μορφή που θα επέβαλε με την παρουσία της την προσήλωση στο ζητούμενο, δηλαδή την πάσει θυσία παραμονή του τόπου στο δημοκρατικό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Πέρα από την αναγκαία αυτή προϋπόθεση, συνταγή αποτυχίας θα συνιστούσε η συμμετοχή προσώπων που σηματοδοτούν κακοδιαχείριση, εθνικισμό, λαϊκισμό ή κρατισμό καθώς και όσων δείχνουν έμπρακτα ότι νοσταλγούν εκδοχές του υπαρκτού. Βέβαια, οι ηγεσίες των σημερινών κομμάτων δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθούν. Έστω και παρηκμασμένα, τα κόμματα παραμένουν κόμματα, δηλαδή κάτι σαφώς περισσότερο από απλές παρέες. Αναπόφευκτα, ο νέος σχηματισμός θα αποτελέσει σανίδα σωτηρίας για πολλούς από το παλιό πολιτικό προσωπικό. Ωστόσο οι φθαρμένοι θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτοί μόνο αν προσέλθουν ως απλοί στρατιώτες.
Όλα τα κόμματα, οι προσωπικότητες και οι κινήσεις του χώρου θα πρέπει να κληθούν να συμβάλουν στην προσπάθεια. Είναι πιθανό ότι σημαντικό μέρος της ΔΗΜΑΡ θα απόσχει, επειδή κρατά σαφείς αποστάσεις από το ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο ενός νέου μεταρρυθμιστικού σχηματισμού. Το σημερινό ΠΑΣΟΚ πιθανώς θα εμφανιστεί ολόκληρο, συμπεριλαμβανομένων των λαϊκιστικών στοιχείων που έχουν απομείνει. Πάντως, το νέο σχήμα θα πρέπει να εκπροσωπεί ένας Πρόεδρος σεβαστός από όλους, ενώ, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, οι συμπράττοντες αρχηγοί και στελέχη θα διατηρήσουν τις δομές και τις ηγεσίες τους. Η επιλογή αυτού του σημαντικού προσώπου αποτελεί το κρισιμότερο σημείο του οδικού χάρτη.
Η συμμετοχή γνωστών ονομάτων έχει κάποια σημασία αλλά αυτό που κυρίως θα μετρήσει είναι η εμφάνιση συγκεκριμένων προγραμματικών στοιχείων τα οποία προσδοκά η μεταρρυθμιστική κοινή γνώμη. Η επανάληψη αόριστων και πληκτικών αγγελιών του τύπου: « καλούνται οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στο δημοκρατικό σοσιαλισμό, τη σοσιαλδημοκρατία, τον προοδευτικό εκσυγχρονισμό, την πολιτική οικολογία» προμηνύει επικοινωνιακή αποτυχία. Μια ομάδα ικανών στελεχών από την πολιτική, την οικονομία, τις επιστήμες κ.λπ., με αδιαμφισβήτητη κοινωνική αποδοχή, θα πρέπει να επεξεργαστεί τις αρχές λειτουργίας και ένα τολμηρό πρόγραμμα για τις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις. Η επιλογή της σύνθεσής της δεν είναι εύκολη, αν δεν ξεπεραστεί ο περιορισμός ότι πρέπει να αντανακλά τις δυνάμεις των κομμάτων. Η εκπόνηση ενός περιεκτικού και λιτού προγράμματος κρύβει σημαντικές δυσκολίες. Άραγε θα προτείνει ώριμες θεσμικές μεταρρυθμίσεις για τους βουλευτές, τους υπουργούς, τα κόμματα, το πολιτικό χρήμα, την δικαιοσύνη, την τοπική αυτοδιοίκηση; Θα σχεδιάζει την αναγκαία συρρίκνωση του υπερτροφικού δημόσιου τομέα; Θα καλλιεργεί το έδαφος για την αντιστροφή της αποβιομηχάνισης και την ανάπτυξη μιας στοιχειωδώς καινοτόμου βιομηχανίας; Θα αγγίξει ταλαιπωρημένα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ζητήματα εθνικιστικά ή τον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας; Θα επιχειρεί γενναίο περιορισμό του φατριασμού των συντεχνιών και των κλειστών επαγγελμάτων; Θα προσεγγίσει ορθολογικά τα περιβαλλοντικά προβλήματα της ανάπτυξης κρατώντας αποστάσεις από «οικολογικές» γραφικότητες;
Ακόμα και αν η συγκρότηση δεν σκοντάψει στις εμφανείς αδυναμίες συζήτησης για την ουσία, θα πρέπει να ξεπεράσει επικίνδυνα «διαδικαστικά» εμπόδια, όπως η αριθμητική υπεροχή του ΠΑΣΟΚ και η πληθωρική παρουσία του αρχηγού του, που δημιουργούν προφανή κίνδυνο υπερβολικής κυριαρχίας του. Άλλη μεγάλη δυσκολία, θα είναι η σύνθεση της κεντρικής επιτροπής του σχηματισμού σε συνάρτηση με τις υπαρκτές ή φανταστικές δυνάμεις των κομμάτων και κινήσεων, με την υποτιθέμενη «εμβέλεια» των προσωπικοτήτων κ.λπ. Η επίλυση τέτοιων προβλημάτων δεν υπάρχει περίπτωση να επιτευχθεί αν επιχειρηθεί μέσω της εφαρμογής πολύπλοκων ρυθμίσεων και κανονισμών. Μόνο η αδιαμφισβήτητη επιβολή ενός σεβαστού Προέδρου θα μπορούσε να εξασφαλίσει την υπέρβασή τους.