Οχτώ χρόνια μνημόνια: το πάθημα που (μάλλον) δεν έγινε μάθημα

Αλέξανδρος Ι. Στεφανάκης 05 Δεκ 2018

Εδώ και περίπου 3 μήνες, η Ελλάδα είναι και τυπικά εκτός προγραμμάτων διάσωσης, των γνωστών μας μνημονίων. Μέχρι και μερικά χρόνια ή και μήνες πριν, αυτό και μόνο το γεγονός θα (έπρεπε να) ήταν ικανό για πανηγυρισμούς, το ορόσημο ώστε να αρχίσουμε να βλέπουμε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Είναι όμως έτσι τα πραγματα;

Είναι αλήθεια πως η Κυβέρνηση Συριζα-Ανελ έκανε αυτό που δεν έκαναν (για διάφορους λόγους) οι προηγούμενες μνημονιακές Κυβερνήσεις: υιοθέτησε – έστω και με βαριά καρδιά – το πρόγραμμα διάσωσης και το εφάρμοσε σε ικανοποιητικό βαθμό. Τον περασμένο Αύγουστο λοιπόν η χώρα ανέκτησε μέρος (τουλάχιστον) της ανεξαρτησίας της στη λήψη αποφάσεων και την εφαρμοζόμενη πολιτική. Για να γίνει αυτό βέβαια, οι πολίτες σήκωσαν το δυσβάσταχτο βάρος περικοπών και φόρων, ενώ η χώρα δεσμεύτηκε να παράγει σημαντικά πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια. Ακόμα κι έτσι όμως, είμαστε σε θέση να αποφασίζουμε πλέον εμείς για την τύχη μας. Θα περιμέναμε λοιπόν, μετά από το σκληρό μάθημα των τελευταίων ετών και των πανθομολογούμενων διαπιστώσεων για τα αίτια της κρίσης, να είχαμε μάθει το μάθημά μας. Φαίνεται όμως πως οι παλιές παθογένειες είναι ακόμα εδώ. Στο κρίσιμο αυτό σημείο χάραξης μιας αναγκαίας αναπτυξιακής στρατηγικής για τη μεταμνημονιακή εποχή, οι κυβερνητικές επιλογές ιδίως των τελευταίων μηνών, ακολουθούμενες από την ανέξοδη έως λαϊκίστικη ρητορική της αντιπολίτευσης, υποδηλώνουν πως επιστρέφουν οι γνωστές πελατειακές και μικροκομματικές πρακτικές του παρελθόντος. Ας δούμε συνοπτικά ποιο είναι το πλαίσιο στο πεδίο της κοινωνικής και, κυρίως, οικονομικής πολιτικής, που είναι και το ζητούμενο.

Είναι γνωστή η κυβερνητική επιλογή για παραγωγή υπερπλεονασμάτων. Ο προϋπολογισμός το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2018 παρουσίασε πρωτογενές πλεόνασμα 6,4 δισ. ευρώ έναντι στόχου 4,7 δισ. ευρώ. Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής εκτίμησε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 μπορεί να κλείσει κοντά στο 4,5% του ΑΕΠ (με αρχικό στόχο 3,5%), αυξημένο κατά 1 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Παρόμοια εκτίμηση έχει γίνει και από το υπουργειο Οικονομικών, που επί της ουσίας καταδεικνύει ότι θα προκύψει δημοσιονομικός χώρος έως και 2 δισ. ευρώ. Αυτό το νούμερο συγκεντρώθηκε φυσικά μέσω της υπερφορολόγησης, της μείωσης κατά 1,3 δις ευρώ του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και αντίστοιχης μείωσης των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού κατά 770 εκατ. Μειώσεις που φυσικά συνεπάγονται και αντίστοιχα μειωμένες θέσεις εργασίας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως παρ’ όλα τα πλεονάσματα που καταγράφονται, το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται (357 δις ευρώ τον περασμένο Αύγουστο από 329 δις ευρώ στα τέλη του 2017). Η τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους (Γ’ τρίμηνο 2018)  αποκάλυψε και τα ακόλουθα, σχεδόν τρομακτικά, νούμερα: 103 δισ. ευρώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές πολιτών προς την εφορία, 90 δισ. ευρώ τα κόκκινα δάνεια προς τις τράπεζες, 35 δισ. ευρώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, 3 δισ. ευρώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους προς τους πολίτες. Αν υπολογιστούν δε πρόστιμα και προσαυξήσεις, τα ποσά αυτά εκτινάσσονται ακόμη περισσότερο, και διαμορφώνουν μια κατάσταση εκτός ελεγχου. Η όλη εικόνα συμπληρώνεται και από τα αδιανόητα ποσά κρατικής συμμετοχής (μέχρι και 40 δις ευρώ), αλλά και ιδιωτών, που έχουν χαθεί από το 2013 από τις τρεις ανακεφαλοποιήσεις των τραπεζών – ποσά που αντιστοιχούν σε σχεδόν 16 ΕΝΦΙΑ, και που φυσικά σχετίζονται, εκτός των άλλων, και με την αποτυχημένη «διαπραγμάτευση» του πρώτου εξαμήνου του 2015.

Φυσικά, αυτά τα νουμερα δεν μεταφράζονται σε ενίσχυση της πολυποθούμενης ανταγωνιστικότητας. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει χαμηλή και επιδεινούμενη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Ελλάδα κατατάσσεται 72η μεταξύ 190 χωρών το 2018 έναντι της 67ης και 61ης θέσης το 2017 και το 2016, αντίστοιχα (Doing Business Report, Παγκόσμια Τράπεζα, Οκτώβριος 2018). Στον Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (Οκτώβριος 2018), η Ελλάδα βρίσκεται στην 57η θέση ανάμεσα σε 140 χώρες, 4 θέσεις χαμηλότερα σε σχέση με το 2017. Παράλληλα, οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του ελληνικού δημοσίου βρίσκονται ακόμα στα απαγορευτικά επίπεδα άνω του 4%. Δεν χρειάζεται δε να τονιστεί ότι η επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι και το κρίσιμο κριτήριο για το εάν τελικά θα καταφέρει η χώρα να βγει οριστικά από τον φαύλο κύκλο της κρίσης.

Περαιτέρω, παρατηρούμε τη σαφή στροφή της Κυβέρνησης στην επιδοματική πολιτική, που περιλαμβάνει το κοινωνικό μέρισμα, καταβολή αναδρομικών, διαφόρων επιδόματων και συντάξεων. Είναι σαφές ότι η πολιτική αυτή αγγίζει πολίτες που έχουν πραγματικές και άμεσες ανάγκες. Η εφ’ άπαξ καταβολή όμως ενός επιδόματος δίνει απλά μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Σύντομα, οι ίδιοι πολίτες θα έρθουν πάλι αντιμέτωποι με το φάσμα της φτώχειας και της ανεργίας. Γι’ αυτό και πολλά κράτη έχουν υιοθετήσει αντί της επιδότησης της ανεργίας, την επιδότηση της εργασίας. Μια διαφορετική δηλαδή προσέγγιση όπου το κράτος πληρώνει αυτόν που απολύθηκε ώστε να εργαστεί αλλού, και όχι αυτόν που απολύθηκε και δεν δουλεύει. Αντιθέτως, η λογική της Κυβέρνησης συνοψίζεται στη διαρκή φορολογική αφαίμαξη κυρίως του ιδιωτικού τομέα, των επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα έρχεται πρώτη στους οριζόντιους (και πιο άδικους) φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες (ΦΠΑ, Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, δασμούς) με έσοδα ύψους 15,8% του ΑΕΠ από φόρους της κατηγορίας αυτής, όταν στην ευρωζώνη ο μέσος όρος είναι 11,9%. Στόχος είναι να μπορεί στο τέλος του χρόνου να μοιράσει μέρος των συγκεντρωθέντων χρημάτων εν είδει φιλοδωρήματος, όπως και κάνει. Το χειρότερο δε είναι ότι έτσι «εκπαιδεύεται» και το τμήμα αυτό της κοινωνίας να αναμένει ανυπόμονα την καταβολή της επόμενης πολιτικής ελεημοσύνης.

Η Κυβέρνηση καλείται επίσης να συμμορφωθεί με τις διαδοχικές δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων, όπως π.χ. για επιστροφή των δώρων σε συνταξιούχους και εργαζόμενους που προσφεύγουν, ύστερα από τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (υπ’αριθ. 2287-2290/2015), τις πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (υπ’αριθ. 1-4/2018) και τις αποφάσεις (υπ’αριθ. 127/2016 και 1227/2018) της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αποφάσεις που κλιμακώνουν τις δημοσιονομικές πιέσεις καθώς ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Το θέμα εδώ άπτεται της λειτουργίας της Δημοκρατίας και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Μπορεί η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη να υποκαθιστά την αντιπροσωπευτική εξουσία σε θέματα πολιτικών αποφάσεων και δημοσιονομικών πολιτικών, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα υπονομευτεί η δημοσιονομική σταθερότητα και οι κόποι των τελευταίων χρόνων; Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά και χρήζουν συζήτησης που ξεφεύγει του παρόντος σημειώματος.

Σημαντικό γεγονός είναι και η ματαίωση της προγραμματισμένης μείωσης των συντάξεων το 2019, που θα έφτανε κατά μέσο όρο το 18%. Με μια πρώτη ανάγνωση, η απόφαση αυτή φαίνεται ως ένα θετικό μέτρο, που θα βοηθήσει την ταλαιπωρημένη αυτή κοινωνική ομάδα. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, πιο ψύχραιμη και ρεαλιστική ανάγνωση. Με τον γνωστό και ως νόμο Κατρούγκαλου (4387/ 2016), οι συντάξεις που εκδόθηκαν μετά τις 13/5/2016 μειώθηκαν σημαντικά, αλλά έμειναν ανέπαφες αυτές που εκδόθηκαν πριν από αυτήν την ημερομηνία. Με τη διατήρηση της προσωπικής διαφοράς, έχουν δημιουργηθεί πλέον συνταξιούχοι δύο ταχυτήτων, καθώς ένας νέος συνταξιούχος που έχει ίδια χρόνια προϋπηρεσίας και ίδιες εισφορές θα εισπράττει σύνταξη μειωμένη έως 40% σε σύγκριση με τον παλιό. Η μείωση που θα γινόταν από 1/1/2019 θα αποκαθιστούσε εν μέρει λοιπόν μια ισορροπία μεταξύ παλαιών και νέων συνταξιούχων. Την ίδια στιγμή, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην χώρα παραμένει υψηλή (στο 16% του ΑΕΠ ή περίπου 29 δις ευρώ), όταν ο μέρος ευρωπαϊκός όρος είναι γύρω στο 10%. Η μείωση του 2019 θα εξοικονομούσε περίπου 1% του ΑΕΠ για το δημόσιο (περίπου 1,8 δις ευρώ), το οποίο πλέον πρέπει (αν…) να εξοικονομηθεί από αλλού.

Είναι προφανές ότι οι κυβερνητικές επιλογές για πρόσκαιρα μικροκομματικά οφέλη βάζουν ακόμη μία βόμβα μακροπρόθεσμα στη δημοσιονομική σταθερότητα. Υπάρχει σαφές θέμα άνισης μεταχείρισης ανάμεσα στις δύο κατηγορίες συνταξιούχων και πολλοί εκτιμούν ότι θα υπάρξει καινούργια καταιγίδα αγωγών για αναδρομικά, αυτή τη φορά από τους χιλιάδες νέους συνταξιούχους. Η Κυβέρνηση φυσικά δείχνει να μην το αντιλαμβάνεται αυτό, καθώς εκτιμά ότι το πρόβλημα αυτό θα κληθεί να το αντιμετωπίσει η (όποια) επόμενη κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία του έκθεση, το Eurogroup προτρέπει την Κυβέρνηση να μην «σπαταλήσει» το πλεόνασμα που έχει επιτευχθεί ώστε να μπορέσει να καλύψει μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις.

Υπάρχει όμως και συνέχεια. Μέσα σε τρία χρόνια αυξήθηκαν κατά 17% οι αποδοχές των συμβασιούχων που υπηρετούν στο Δημόσιο με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου, αλλά και των μετακλητών υπαλλήλων σε γραφεία βουλευτών, σε υπουργεία κ.λπ., ενώ ήδη έχει εξαγγελθεί αύξηση μισθών για τους εργαζομένους του Υπουργείου Οικονομικών (στοιχεία «Εργάνης»). Την ίδια περίοδο, οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν κατά 2,9%, ενώ ο ένας στους τέσσερις εργαζόμενους έχει μισθό 500 ευρώ. Οι εξαγγελίες για προσλήψεις στο δημόσιο αρχίζουν και γίνονται όλο και πιο συχνές (πχ με τελευταία αυτή για 10.000 νέες προσλήψεις). Οι προαναγγελθείσες προσλήψεις στην τοπική αυτοδιοίκηση μέσω ΑΣΕΠ (γενικοί γραμματείς, προϊστάμενοι γενικών διευθυντών, διοικητικοί γραμματείς), στα πλαίσια μιας σημαντικής μεταρρύθμισης για την ενίσχυση της θεσμικής μνήμης και την αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, φαίνεται πως υπονομεύεται πριν ακόμη ξεκινήσει. Η Κυβέρνηση δεν έχει ορίσει νέους Διοικητικούς Γραμματείς των Υπουργείων σύμφωνα με τις διαδικασίες του ν.4696/2018, ενώ οι συμβάσεις των νυν συμβασιούχων φαίνεται πως θα ανανεωθούν για μια ακόμη φορά και μάλιστα προεκλογικά, καθιστώντας τους δηλαδή όμηρους των κυβερνητικών διαθέσεων.

Η συνολική εικόνα είναι μάλλον απογοητευτική. Οι τελευταίες κυβερνητικές επιλογές δείχνουν πως σε προτεραιότητα μπαίνει το μικροκομματικό και πελατειακό συμφέρον και όχι το πρόταγμα για μεταρρυθμίσεις που θα εκτοξεύσουν την οικονομία. Ακόμη και αυτές οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις και τα επιδόματα δεν φαίνεται να αγγίζουν μέχρι το 2020 τουλάχιστον αυτούς που σήκωσαν το βάρος των τελευταίων χρόνων, τη μεσαία τάξη, η οποία κατέβαλε σχεδόν το 60% των καθαρών της αποδοχών σε φόρους. Δεν αγγίζουν καν και έναν ευαίσθητο τομέα, αυτόν της αναγκαίας ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας της χώρας. Τομέας που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασια ενόψει της διαφαινόμενης ανακάλυψης και εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, που θα μπορούσαν στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον να στηρίξουν το ασφαλιστικό σύστημα των επόμενων γενεών (στα πρότυπα π.χ. της Νορβηγίας). Η επιδοματική πολιτική που έχει επιλέξει η Κυβέρνηση δεν καταπολεμά τελικά την φτώχεια. Τα προγράμματα απασχόλησης είναι που στηρίζουν τους κοινωνικά αδύναμους και όχι τα επιδόματα ανεργίας. Η ισότητα και η αξιοκρατία στην καταβολή συντάξεων – και όχι μόνο – είναι που ενισχύουν την κοινωνική δικαιοσύνη και όχι οι συνταξιοδοτικές ανισότητες και αδικίες πάσης φύσεως.

Η Κυβέρνηση φαίνεται πως επαναπαύεται στο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας που έχει δημιουργήσει και που διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής Κυβέρνησης για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών. Είναι μια τακτική που εφάρμοσαν και άλλες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα διάσωσης (Πορτογαλία, Κύπρος, Ιρλανδία). Τακτική που βοήθησε τις χώρες αυτές να βγουν στις αγορές και να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στις οικονομίες τους. Η βασική όμως διαφορά, που η Κυβέρνηση φαίνεται να αδυνατεί να αντιληφθεί, είναι ότι στις χώρες αυτές το ταμειακό απόθεμα δεν προήλθε από την εξοντωτική φορολόγηση, π.χ. η Ιρλανδία και η Πορτογαλία χρησιμοποίησαν τα αδιάθετα ποσά που προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους. Ενώ η τακτική αυτή συνοδεύτηκε και από τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, που υποστηρίχτηκαν βέβαια από όλο σχεδόν το πολιτικό σύστημα στις χώρες αυτές, ακόμα και από τους κοινωνικούς εταίρους σε πολλές περιπτώσεις.

Η σταδιακή είσοδος της χώρας στην προεκλογική περίοδο θα επιτείνει φυσικά αυτήν την κατάσταση. Η αντιπολίτευση της Νέα Δημοκρατίας έχει παγιδευτεί καθώς από τη μια θέλει να «καταγγείλει» την κυβέρνηση για παροχολογία, από την άλλη υπερθεματίζει και η ίδια σε παροχές και μάλιστα ψηφίζει στην Βουλή τις παροχές που έρχονται από την Κυβέρνηση, ώστε να μην κατηγορηθεί για κοινωνική αδιαφορία. Πολλές φορές δε, οι προτάσεις της ΝΔ φανερώνουν παντελή προχειρότητα και ανευθυνότητα, όπως η πρόταση για τη μεταβίβαση του ΕΝΦΙΑ στην αυτοδιοίκηση για την οποία προέκυψε ζήτημα αντισυνταγματικότητας. Το Κινάλ, που εν τω μεταξύ έχει επιστρέψει στην εσωστρέφεια λόγω των (πολλών) λανθασμένων επιλογών της ηγεσίας, αδυνατεί να διατυπώσει τη δική του προοδευτική πρόταση. Ακολουθεί συνήθως την αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ και κλείνει το μάτι σε συγκεκριμένες ομάδες, αναβιώνοντας και αυτό την πρακτική των πελατειακών σχέσεων (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η βιασύνη τόσο του Κινάλ όσο και της ΝΔ «να υπερασπιστούν» την παραμονή των ιερέων στο δημόσιο μισθολόγιο).

Η Κυβέρνηση όμως, που έχει τις τύχες της χώρας στα χέρια της μέχρι τον Οκτώβρη του 2019, φαίνεται πως το τελευταίο διάστημα έχει επιλέξει να απευθυνθεί στον «παλιό Σύριζα» του 4-5%, και να αντιμετωπίζει τα πολλά ανοιχτά θέματα ψηφοθηρικά. Αυτή η επιλεκτική στόχευση όμως και οι παροχές σε διάφορες κατηγορίες πολιτών εντείνουν τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες και δεν δίνουν βιώσιμη λύση στα προβλήματα, χωρίς παράλληλα να αγγίζονται και οι γνωστές «ευγενείς» κατηγορίες που απολαμβάνουν ακόμα ειδικών προνομίων – όπως έκαναν φυσικά και όλες οι κυβερνήσεις του παρελθόντος. Αν και έχουν καταγράψει σημαντικές θετικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όπως η συμφωνία των Πρεσπών και η συμφωνία με την Εκκλησία, εν τούτοις είναι το πεδίο της οικονομίας και της καθημερινότητας των πολιτών στο οποίο κρίνονται όλοι.

Πλέον οι περισσότεροι πολίτες έχουν αντιληφθεί ότι το μνημόνιο ήταν το σύμπτωμα, όμως η αρρώστια ήταν και είναι το πελατειακό και διαπλεκόμενο κράτος, το οποίο με την ανεύθυνη διαχείριση του δημοσίου χρήματος χρεοκόπησε την χώρα (μόνο η τριετία 2007-2009 πρόσθεσε 20 δις ετησίως στις κρατικές δαπάνες για μισθούς, συντάξεις και άλλες παροχές). Δυστυχώς όμως, αντί να εκμεταλλευθούμε τα 8 χρόνια του μνημονίου και τον χρόνο που μας δόθηκε, να μάθουμε από τα λάθη μας και να διορθώσουμε τις στρεβλώσεις που υπονομεύουν την οικονομία μας να αναπτυχθεί, το πολιτικό προσωπικό της χώρας συνεχίζει να κλείνει το μάτι στο πελατειακό κατεστημένο που την οδήγησε ένα βήμα πριν το γκρεμό. Η Συνταγματική αναθεώρηση που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό συμβολικό και ουσιαστικό βήμα προόδου, είναι και πάλι άτολμη αφού καμία από τις αναγκαίες αλλαγές (π.χ. συνταγματικό δικαστήριο, άρθρο 16, πλήρης ανεξαρτησία δικαιοσύνης κλπ.) δεν φαίνεται να προωθείται. Η χώρα έχει ανάγκη άμεσων και συγκεκριμένων προοδευτικών και αναπτυξιακών πολιτικών και όχι αναβίωση των μεταπολιτευτικών πελατειακών πρακτικών που την έφεραν στο χείλος της άναρχης κατάρρευσης. Διαφορετικά, το 4ο και πραγματικά σκληρό μνημόνιο θα το βρούμε μπροστά μας σε λίγα μόλις χρόνια.