Τα τελευταία χρόνια, με πρόφαση την κρίση, έγινε απόπειρα να δοθούν διαστάσεις κινήματος σε συγκεκριμένες πράξεις άρνησης του νόμου. Συχνά, οι αλλεπάλληλες βιαιοπραγίες κατά εκπροσώπων της πολιτικής, του κράτους ή, γενικώς, «του κατεστημένου», γίνεται προσπάθεια να εξηγηθούν κοινωνιολογικά ακόμα κι από κυβερνητικά στελέχη – που κάνουν ότι ξεχνούν πως δουλειά τους είναι να κυβερνούν, όχι να εξηγούν τα γεγονότα και τα φαινόμενα.
Ο πιο πρόσφατος γύρος τέτοιων φαινομένων παραβατικότητας άρχισε στα Γιάννινα στη διάρκεια μαθητικής παρέλασης. Οι μαθητές μούντζωσαν τους επισήμους. Η μούντζα, σε γενικές γραμμές, εξηγήθηκε ως αποδοκιμασία της πολιτικής εκπροσώπησης και, ως τέτοια, ανάγκασε ακόμα και την έως χθες υπουργό Παιδείας να συνταχθεί με το μεγάλο πλήθος, να κάνει δηλαδή κι εκείνη την κοινωνιολόγο.
Οπως όμως αποδείχθηκε από τους προπηλακισμούς του Γιώργου Νταλάρα και, χθες, των επισήμων στην παρέλαση της Ρόδου, στόχος ακραίων ομάδων (φαιών; κόκκινων; εμπριμέ;) που δρουν στο όνομα ενός ακραίου αντιευρωπαϊσμού (είτε επικαλείται το έθνος και το εθνικό φρόνημα είτε τον λαό και το δίκιο του εργάτη), η προσφυγή στην κοινωνιολογία απλώς αφήνει ανυπεράσπιστη στους τραμπούκους την αντίθετη άποψη και τους εκφραστές της. Η υπόσχεση για νέους τραμπουκισμούς είναι η μόνη βεβαιότητα για το άμεσο μέλλον.
Αλλά η διαρκής απειλή της βίας είναι ο συνήθης τρόπος για να φιμωθεί η οποιαδήποτε άλλη άποψη. Οταν όμως φοβάσαι να πεις τη γνώμη σου, τότε κυριαρχεί ο φόβος. Για να μην κυριαρχήσει ο φόβος, λοιπόν, για να μη νικήσει ο φασισμός, χρειάζεται να εφαρμοστεί ο νόμος. Χρειάζεται δηλαδή οι λειτουργοί του κράτους να κατανοήσουν ότι δεν είναι κοινωνιολόγοι.