Mike Nichols
1966. Είμαστε στα μέσα της συναρπαστικής για όλες τις τέχνες δεκαετίας του ’60. Ο ταχύτατα ανερχόμενος σκηνοθέτης του θεάτρου και του σινεμά Mike Nichols (1931-2014) έχει δημιουργήσει θόρυβο γύρω από το όνομά του, έχοντας σκηνοθετήσει στο Μπρόντγουεϊ τις ευφυείς κωμωδίες του Neil Simon και έχοντας κάνει το μεγάλο «μπαμ» στο σινεμά, σκηνοθετώντας τα ιερά τέρατα Liz Taylor και Richard Burton στην ταινιάρα «Who’s afraid of Virginia Woolf?», από το θεατρικό έργο του Edward Albee. Ο Nichols, που ήταν Αμερικάνος δεύτερης γενιάς, παιδί Γερμανο-ρώσων Εβραίων που είχαν καταφύγει στις Η.Π.Α. για να γλυτώσουν από τους Ναζί, είναι στην πορεία χτισίματος του δικού του «μύθου», καθώς με τη φρέσκια, σπιρτόζα, θρασεία ματιά του θα βοηθήσει στην οικοδόμηση του νέου ρεύματος του Αμερικανικού σινεμά στα τότε χρόνια.
Η πρώτη έκδοση του «The Graduate», 1963.
Έχει λοιπόν αναλάβει να μεταφέρει κινηματογραφικά μια νουβέλα που είχε εκδοθεί το 1963, με τον τίτλο «The Graduate», του συγγραφέα Charles Webb. Σε αυτήν, η εξιστόρηση των ταλαιπωριών ενός νέου της μεσαίας προς ανώτερης τάξης απόφοιτου κολεγίου στις αρχές της δεκαετίας προμήνυε το αντισυμβατικό κλίμα της προοδευτικής τότε Αμερικανικής νεολαίας κατά του κατεστημένου, που θα επικρατούσε στα επόμενα χρόνια. O 20άχρονος ήρωας Benjamin Braddock, σε αμφιβολία για το παρόν και το μέλλον του, θα τα φτιάξει με τη σύζυγο του συνεργάτη του πατέρα του, αλλά θα ερωτευτεί την κόρη της και θα την απαγάγει στο τέλος την ώρα που παντρεύεται έναν άλλο, καθώς πρέπει τύπο. Ο Nichols έπρεπε να σκηνοθετήσει την κινηματογραφική μεταφορά και βρισκόταν σε αναζήτηση ενός νέου ζεν-πρεμιέ για να παίξει το ρόλο. Είχαν περάσει από ακρόαση δεκάδες υποψήφιοι, και όλοι είχαν την ίδια εμφάνιση, το ίδιο λουκ: ξανθοί, ψηλοί, ηλιοκαμένοι, εντελώς «WASP» (White Anglo-Saxon Protestants), όπως ήταν το αποδεκτό πρότυπο των καιρών και όπως είχε «ζωγραφιστεί» ο ήρωας του βιβλίου, ο Benjamin Braddock.
Συνέχεια στο DimArt