Τον Οκτώβριο – πρώτο μήνα μετά τις γερμανικές εκλογές – συνέβη κάτι πολύ σημαντικό στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης: βγήκε με τον πιο επίσημο τρόπο στην επιφάνεια το αίτημα για πολιτική διαπραγμάτευση όχι των όρων αλλά του τρόπου ολοκλήρωσης της βοήθειας που παρέχεται σε τρεις συν μία χώρες (η Κύπρος βρίσκεται ακόμη σε πολύ πρώιμη φάση για να μπορέσει να συμμετάσχει).
Η Ελλάδα, που αποτέλεσε το δοκιμαστήριο των μηχανισμών βοήθειας, αναλαμβάνει, με δική της πρωτοβουλία αυτή τη φορά, τον ρόλο του εμβρυουλκού για την απεξάρτηση από τα Μνημόνια. Δεν μπορεί να περιμένει ότι αυτή η προσπάθεια θα είναι εύκολη, ιδίως όσο η Γερμανία, ηγέτιδα δύναμη αλλά και βασικό εμπόδιο κάθε αλλαγής, δεν βιάζεται ούτε να αποκτήσει κυβέρνηση ούτε να αναλάβει τις ιστορικές της ευθύνες. Παρ? όλα αυτά, ο αγώνας δεν είναι καταδικασμένος ούτε μοναχικός. Είναι αναγκαίος και κυρίως ανταποκρίνεται απολύτως στις περιστάσεις.
Τι λέει η ελληνική κυβέρνηση στη νέα αυτή φάση της εθνικής αλλά και της ευρωπαϊκής περιπέτειας; Οτι, χωρίς να αμφισβητούνται η συνέχιση της προσαρμογής και ο σεβασμός των συμφωνηθέντων όρων, η ερμηνεία αυτών των όρων και κυρίως οι απαιτήσεις των δανειστών για τον τρόπο και το ρυθμό εκπλήρωσής τους, οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη τον δρόμο που έχει διανυθεί και τα μαθήματα που έχουν αντληθεί, να είναι ο κοντινότερος στις προτάσεις των εθνικών κυβερνήσεων και στη δημιουργία προϋποθέσεων απεγκλωβισμού από την ύφεση.
Γιατί είναι δίκαιο αυτό το αίτημα; Για τέσσερις τουλάχιστον λόγους:
1Επειδή η Ελλάδα (όπως και οι άλλες «μνημονιακές» χώρες) δεν αντιμάχεται το συμφωνημένο πρόγραμμα αλλά το υπηρετεί, έχοντας μάλιστα να επιδείξει αντικειμενικά επιτεύγματα (κυρίως μεγάλη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και σχετική θωράκιση του τραπεζικού συστήματος).
2Επειδή το τίμημα για αυτή την προσαρμογή ήταν όχι μόνο βαρύτατο αλλά έχει πια φτάσει στο απώτατο όριο αντοχής της κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων: όταν μια χώρα κινδυνεύει να χάσει τη μεσαία τάξη της και όταν ανεργία, φτώχεια και απώλεια αγοραστικής δύναμης απειλούν να σταθεροποιηθούν με τρόπο που να υπονομεύει στο διηνεκές κάθε προσπάθεια «ανάπτυξης», η ελάφρυνση της πίεσης δεν συνιστά μόνο κανόνα στοιχειώδους δικαιοσύνης αλλά και επιβίωσης.
3Επειδή η επιβίωση αυτή δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή μόνο τις χώρες υπό Μνημόνιο, αλλά ολόκληρη την ευρωζώνη, καθώς η αλληλεπίδραση των οικονομιών και η γενίκευση του φαύλου κύκλου της ύφεσης έχουν πια αναμφίβολα αναδειχθεί αλλά και γίνει αποδεκτές από την πλειοψηφία των ειδικών και των ηγετών.
4Επειδή Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία βρίσκονται όχι στην αρχή αλλά στο τέλος του «μνημονιακού κύκλου» τους και καθήκον – ηθικό αλλά και νομικό – των δανειστών είναι να μην επιδιώκουν διαιώνιση της οικονομικής και πολιτικής επιτήρησης αλλά, αντιθέτως, να διευκολύνουν με κάθε τρόπο τις τρεις χώρες στην ολοκλήρωση του κύκλου αυτού, στην έξοδο στις αγορές και στην εκ νέου ανάληψη της πολιτικής τους κυριαρχίας.
Από αυτή την άποψη, όσο και αν γενικώς υπήρξε καθυστερημένο και σε πολλά σημεία υπερβολικά γενικόλογο, το πρόσφατο «πλαίσιο κυβερνητικής συνεργασίας» αποτελεί καθοριστικό παράγοντα. Γιατί συνιστά την εφεξής επίσημη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, με σχεδόν απόλυτο κοινωνικό και πολιτικό έρεισμα (εκτός αν υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν η χώρα να παραμείνει στο Μνημόνιο και μετά το 2014) και κοινοποιείται εγκαίρως στους εταίρους ως το εθνικό διαπραγματευτικό πλαίσιο.
Οι εκατέρωθεν ευθύνες είναι πλέον ξεκάθαρες: η κυβέρνηση πρέπει να διαπραγματευτεί σωστά, δηλαδή να πείσει, και οι εταίροι να καταλάβουν, δηλαδή να είναι ανοιχτοί στο ευρωπαϊκό συμφέρον. Και βέβαια η ελληνική κοινωνία έχει να βάλει το τελευταίο αγκωνάρι της μένοντας ενωμένη και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη το πρώτο λιθαράκι της πιέζοντας για επικράτηση της λογικής.