dimartblog.com
—του Στέλιου Φραγκούλη—
Όμως ένας άλλος γέροντας, όχι λιγότερο ο ίδιος αυτός από τον ίδιο, ούτε όμως και είδωλο, κάθεται και εκείνος σαρακοφαγωμένος από το χρόνο, απέναντί του και τον κοιτάζει. Ο ίδιος κόσμος, εκείνος που χώρεσε όλα όσα ήταν προορισμένα γι’ αυτόν. Και τούτα τα αφηρημένα γεγονότα, τα παιδιά του και τα εγγόνια του, εκείνου παιδιά και εγγόνια είναι.
Κάθε μέρα κάθεται απέναντι απ΄το τείχος και το κοιτάζει. Η στάση του είναι σκυφτή, οι αγκώνες ακουμπούν στα γόνατα και το πηγούνι στηρίζεται στις παλάμες. Μέσα απ’ τα τείχη δεν έχει δει ποτέ κι όποιος του κουβεντιάζει έχει έμμεσες εμπειρίες ή η μαρτυρία του είναι ρηχή και αφερέγγυα. Δε νοιάζει που ένα παιδί έπεσε και σκοτώθηκε καθώς σκαρφάλωνε άλλη μια φορά τα τείχη. Δε νοιάζουν οι μορφές των γερόντων* που τριγυρίζουν ακόμη ψάχνοντας τρόπο να ανέβουν. Δε νοιάζει ο θάνατος που σεργιανίζει και θερίζει, καθέναν στον Ιούνη του. Δε νοιάζει που κι εγώ είμαι τώρα πια γέρος, που οι μέρες τελειώνουν. Κάθε αυγή σέρνομαι ως την πέτρα μου. Κάθομαι και ζυγίζω. Και ο χρόνος περνάει γρήγορα ως το σούρουπο που αποσύρομαι. Ένας ανόητος είπε πως είναι να μπει στο κάστρο άμα πεθάνει. Τότε κατάλαβε γιατί πέρασαν τα χρόνια χωρίς να κάνει ούτε ένα βήμα.
Τώρα που ο καιρός πλησιάζει. Οι γονείς κοιτάζουν απ’ τις επάλξεις, παλιά επώνυμα ζωντανεύουν και σου ‘ρχονται αιφνιδιαστικά στο νου. Ακόμα και δέντρα παλιά που κόπηκαν είναι μέσα στο κάστρο, ακόμη και ζώα και πουλάκια και χρυσόψαρα. Κι αυτή η εξέλιξη προβληματίζει τη νεότητα, τον καιρό της οξύτητας και της αφαίρεσης. Τον καιρό του αντικατοπτρισμού των δυνατοτήτων, τον καιρό των φρούδων δυνάμεων. Ότι λίγο λίγο χάθηκε το κάστρο κι αυτός μαζί και ο απέναντι και έμειναν οι αναμνήσεις, οι απροσπέλαστες αναμνήσεις σαν ένα λιμάνι που δε θα ξαναφήσει πια.
Τώρα ας τακτοποιήσουμε τα κληρονομικά μου, σαν αυτόχειρας του Ντοστογιέφσκι με όπλο το χρόνο θα κάνω ό,τι τους χρειάζεται γιατί εξομοιώθηκα αφού ο άσος στο μανίκι μου ήτανε βέβαιος. Θα υπογράψω τα χαρτιά τους, θα ψωνίζω από τα ράφια των προσφορών, θα στηρίζω την ειρήνη στην από ‘δω μεριά του πλανήτη και θα προφέρω με ύφος μπλαζέ ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατο να γίνει καλύτερος απ’ ό,τι είναι. Θα πίνω κρασί, θα εξηγώ ότι ο βιαστής είναι κατατρεγμένος από μια φύση που σε όλη του τη ζωή πασχίζει να αποτινάξει και θα μου λένε ότι δεν τούς νοιάζει και μετά θα γελάμε και θ’ αγκαλιαζόμαστε. Αλλά εγώ θα αυτοκτονώ.
* καβαφισμός