Υπάρχουν δύο σχολές: Η μία λέει ότι αν ψηφισθούν τα μέτρα, θα έρθουν η πτώχευση και η καταστροφή. Η άλλη λέει ότι αν ΔΕΝ ψηφισθούν τα μέτρα, θα συμβεί ακριβώς το ίδιο. Προφανώς, αποκλείεται να έχουν ταυτοχρόνως δίκιο και οι δύο. Μπορεί, όμως, να έχουν και οι δύο άδικο. Δηλαδή μπορούμε να ψηφίσουμε τα μέτρα και να σωθούμε ή να μην τα ψηφίσουμε και πάλι να σωθούμε. Αυτό συμβαίνει γιατί η σχέση πτώχευσης και μέτρων «λιτότητας» δεν είναι μονοσήμαντη. Υπάρχει και άλλη μία ανεξάρτητη μεταβλητή στην εξίσωση. Αυτή είναι η πολιτική διοίκηση, η προσπάθεια του λαού και το πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας μέσα στην Ευρώπη, κάτι δηλαδή που εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς. Τη μεταβλητή αυτή φαίνεται να μην παίρνουμε ποτέ υπόψη, ίσως επειδή πολλοί έχουν προσπαθήσει να μας πείσουν ότι είμαστε ένας λαός άχρηστος και προβληματικός, που δεν ανήκε ποτέ στην Ευρώπη. Ισως, αν δούμε τα πράγματα ιστορικά, κάποια δυσπιστία στις δυνάμεις μας να είναι δικαιολογημένη. Χωρίς, όμως, τη μεγιστοποίηση αυτής της μεταβλητής, δηλαδή της εθνικής και ατομικής προσπάθειας, μέσα σε καθεστώς ευνομίας, κανένα μέτρο και καμιά βοήθεια δεν έχουν σημασία. Η χρεοκοπία μας είναι σίγουρη, είτε τα μέτρα ψηφισθούν και το χρέος μικρύνει είτε δεν ψηφισθούν και πάμε κατευθείαν κατά διαβόλου.
Αν ψηφισθούν τα μέτρα, λαός, θεσμοί και πολιτικοί μπορούν να λειτουργήσουν συντεταγμένα με μοναδικό στόχο τη δημιουργία πλεονάσματος, μεγαλύτερου και από αυτό του 1994-1996, όταν είχαμε πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ 4,6% και 4%, που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ και από κανένα, ακόμη και με μία οικονομία σε ελαφρά ύφεση ή στασιμότητα. Με πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 4%-5%, το χρέος εξυπηρετείται, δεδομένου ότι θα έχει αφενός μικρύνει και αφετέρου φτηνύνει (λιγότερο από 4% επιτόκιο). Η προσπάθεια αυτή μπορεί να ξεκινήσει άμεσα και να κρατήσει όσο θέλουμε. Από εμάς εξαρτάται να γίνουμε… Σουηδία, δηλαδή να ψηφίζουμε σωστούς πολιτικούς και νόμους. Αυτό σημαίνει ότι αν πάρουμε τα μέτρα που μας ζητούν οι δανειστές μας και αρχίσουμε αμέσως να κάνουμε αυτό που είναι στο χέρι μας, η ανάκαμψη αρχίζει τώρα. Οχι σε 2-3 γενιές. Αν δεν ψηφισθούν τα μέτρα και οι δανειστές μας αποσύρουν την προσφορά τους για απαλλαγή από το μεγαλύτερο μέρος του χρέους μας, πάλι μπορούμε να σωθούμε. Η διαφορά είναι ότι αυτό θα γίνει έπειτα από 2-3 γενιές, αφού περάσουμε από αλλαγή νομίσματος, υπερπληθωρισμό, αποξένωση από την Ευρώπη και ίσως εθνικό ακρωτηριασμό, για να βρεθούμε το 2050 στο σημείο που είμαστε σήμερα. Δεν έχει ακόμη παρουσιασθεί κανένας αρκούντως «τρελός» να ισχυρισθεί ότι μόνοι μας θα αρχίσουμε αμέσως την ανάκαμψη. Ολοι μιλούν για αργή αλλά «εθνικά υπερήφανη» προσπάθεια. Φυσικά, πάλι θα χρειασθεί να αναπτύξουμε, με τους δικούς μας εθνικά υπερήφανους ρυθμούς και τρόπους, χρηστή διοίκηση και πολιτικό σύστημα.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ο αγαθός Ευρωπαίος αλλά και πολλοί Ελληνες αναρωτιόμαστε: Ποιο είναι το εθνικό καθήκον των βουλευτών μας και του πολιτικού μας συστήματος; Να θυσιάσουν 2-3 γενιές και ουσιαστικά τη χώρα ολόκληρη για να μπορέσει ο κ. Πρωτόπαπας, ο κ. Κουτσούκος, ο κ. Μανώλης και οι λοιποί εργατοπατέρες βουλευτές να είναι ήσυχοι με τη συνείδησή τους; Ή να πούμε το μεγάλο ΝΑΙ και να συνεχίσουμε με ένα άλλο ΟΧΙ, αυτή τη φορά στη μετριοκρατία, τη φαυλοκρατία, τη διαφθορά και το πολιτικό σύστημα όπως το γνωρίσαμε; Πέρα, όμως, από το εθνικό καθήκον, υπάρχει και ένα ερώτημα. Πιστεύουν πραγματικά όσοι βουλευτές έχουν αρχίσει τις παραιτήσεις για να αποφύγουν το καθήκον τους ότι αυτό θα τους γλιτώσει από το μένος ενός φτωχοποιημένου λαού που θα ζητήσει ευθύνες; Αν ναι, πέρα από τη δειλία, μπορεί κανείς να τους προσάψει και την κατηγορία της μειωμένης αντίληψης. Θλιβερές επιλογές για να τελειώσει κανείς μια καριέρα που περιλαμβάνει και την ιδιότητα του εκπροσώπου του λαού.
*Ο κ. Λυκούργος Λιαρόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.