Ψηφισθούν – δεν ψηφισθούν τα μέτρα, η πορεία πρέπει να αλλάξει. Αν υπάρχει βεβαίως χρόνος και μπορεί ακόμη αυτό να γίνει, λίγο πριν από την μοιραία πρόσκρουση… Η κυβέρνηση Σαμαρά εθελοτυφλεί αν πιστεύει ότι με την ψήφιση των μέτρων και του προϋπολογισμού, με την όποια μικρότερη ή μεγαλύτερη πλειοψηφία, θα μπορέσει να συνεχίσει εύκολα να κυβερνά και να έχει τη δυνατότητα και το χρόνο να υλοποιήσει αυτό το σχιζοφρενικό πρόγραμμα που θα έχει ψηφίσει.
Μετά την ψήφιση των μέτρων και πολύ περισσότερο βέβαια αν αυτά δεν ψηφισθούν ή λάβουν «σχετική πλειοψηφία», όπου τότε η σεμνή αυτή τελετή θα έχει λήξει άδοξα, το πολιτικό κεφάλαιο αυτής της κυβέρνησης και το κεφάλαιο των κομμάτων που θα ψηφίσουν το νέο μνημόνιο, θα έχει πλέον σχεδόν εξαντληθεί! Για να υπάρξει ίσως κάποια ελπίδα να ανακτήσουν ένα κάποιο μέρος της χαμένης τους αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης, θα πρέπει να κάνουν μιαν επανεκκίνηση! Επανεκκίνηση όμως που μπορεί να γίνει μόνο επάνω σε μια διαφορετική πολιτική βάση και με διαφορετικές προτεραιότητες και στοχεύσεις. Να κάνει δηλαδή επιτέλους και για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια, μια κυβέρνηση, αυτό που ποτέ δεν έγινε, αυτό για το οποίο προεκλογικά δεσμεύτηκαν τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού και αυτό που δεν τόλμησε ή δεν μπόρεσε δυστυχώς να κάνει η κυβέρνηση Σαμαρά. Να διαπραγματευτεί, έστω και κατόπιν εορτής, έστω και με πολύ χειρότερους όρους τώρα.
Γιατί, εκτός των άλλων και παρά την ψήφιση των μέτρων, το επόμενο διάστημα διατρέχουμε τους εξής κινδύνους:
1) Υπάρχει η περίπτωση να μην μας δώσουν εγκαίρως όλα τα χρήματα ή να μας τα δώσουν σε δόσεις και με κατάθεση σε ειδικό λογαριασμό που θα διαχειρίζονται οι δανειστές, όπως ήδη γνωρίζουμε ότι κουβεντιάζεται σε υψηλό ευρωπαϊκό επίπεδο.
2) Η εφαρμογή των μέτρων να καταστεί περίπου αδύνατη είτε λόγω νομικών θεμάτων (αντισυνταγματικότητα) και καταιγισμού δικαστικών προσφυγών, είτε λόγω αδυναμίας είσπραξης εσόδων που έχουν προϋπολογισθεί από τους ήδη υπερφορολογημένους και πτωχευμένους πολίτες.
3) Τρίτο και σοβαρότερο, να οδηγηθούμε σε πολιτικό αδιέξοδο και σε ακραία πολιτική και κοινωνική σύγκρουση, λόγω πολιτικής αδυναμίας της κυβέρνησης και των κομμάτων που την στηρίζουν να καταφέρουν να διαχειριστούν πολιτικά και διοικητικά την εκρηκτική κοινωνική κατάσταση, που προβλέπεται σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, να δημιουργηθεί τους επόμενους μήνες.
Οι σοβαροί και υπαρκτοί κατά τη γνώμη μου αυτοί κίνδυνοι, δεν αποκλείεται να οδηγήσουν τότε στη διακοπή ή την αναστολή του προγράμματος χρηματοδότησης, αν έγκαιρα δεν έχει φροντίσει η ελληνική κυβέρνηση να προετοιμάσει κατάλληλα το έδαφος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την περίπτωση αυτών των κινδύνων και δεν έχει κυρίως η ίδια εκπονήσει ένα εναλλακτικό σχέδιο δημοκρατικής διεξόδου, αντιμετώπισης και αποτροπής, σε ακόμη δυσκολότερες τότε συνθήκες, του φάσματος μιας οριστικής και ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας.
Κακά τα ψέματα όμως, η κυβέρνηση έχει αποτύχει να εκπληρώσει τον βασικό στόχο που η ίδια είχε θέσει με τη συγκρότησή της. Να φέρει δηλαδή ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης ισορροπημένο κοινωνικά, αποτελεσματικό δημοσιονομικά, το οποίο θα δημιουργεί βάσιμες ελπίδες για έξοδο από την κρίση. Μέσω της δραστικής μείωσης του χρέους, ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο, με μείωση των επιτοκίων δανεισμού, με πραγματική επιμήκυνση του προγράμματος, όπου τα μέτρα θα απλώνονταν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου και δεν θα ήταν εμπροσθοβαρή, με πρόνοιες για την ανάπτυξη μέσω ειδικών αυξημένων κονδυλίων, με διασφάλιση ότι τα χρήματα που θα δοθούν στις τράπεζες, για μία ακόμη φορά επιβαρύνοντας αποκλειστικά τον Έλληνα φορολογούμενο, θα πάνε για δανεισμό στην απολύτως στεγνή σήμερα από χρήμα αγορά. Και βεβαίως, τι να πούμε για τα εργασιακά, εκεί η ζημιά θα έχει γίνει ανεπανόρθωτη και θα την πληρώσουν άνευ λόγου και αιτίας, ακριβά, όλοι οι εργαζόμενοι και τα παιδιά μας για πολλά-πολλά χρόνια.
Όλα αυτά δεν έγιναν, ή έγιναν από μια « διαπραγμάτευση» η οποία αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος απολύτως ζημιογόνος για εμάς και εξαιρετικά επωφελής για τους δανειστές μας. Αυτά όλα είναι που πρέπει να διορθώσει αν μπορεί και να θέσει στο εξής ως προτεραιότητα, αυτή, ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση, στην ατζέντα της και στις προτεραιότητές της.
Το δίλλημα λοιπόν που ξανατέθηκε, ή ψηφίζετε τα μέτρα ή μας διώχνουν από το ευρώ, εκτός από εκβιαστικό για μία ακόμη φορά, υπήρξε και πλαστό – ψευδεπίγραφο. Επειδή η διαπραγμάτευση, για λόγους που όλοι υποψιαζόμαστε, απέτυχε, δεν σημαίνει ότι πρέπει είτε να αποδεχόμαστε κάθε φορά αυτό που μας φέρνουν ως αποτέλεσμα οι αποτυχημένοι διαπραγματευτές, είτε να απειλούμαστε κάθε φορά με επιστροφή στην δραχμή, πράγμα που σαφώς δεν επιθυμούμε!
Εντέλει, να το πούμε και αλλιώς, να πάνε « να κόψουν τον λαιμό τους» και να διαπραγματευτούν αποτελεσματικά, αλλιώς να μη γυρίσουν χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό ανέλαβαν τις πράγματι μεγάλες ευθύνες που ανέλαβαν και κανείς δεν τους υποχρέωσε να το κάνουν αυτό. Αυτοί έβγαιναν προεκλογικά και έταζαν πως θα μας σώσουν, πως ξέρουν τι πρέπει να κάνουν, πως δεν θα πάρουν άλλα μέτρα και πως θέλουν και πρέπει να τους ψηφίσουμε. Αν δεν μπορούν να κάνουν αυτά που είπαν και αυτά που πρέπει, τότε να δώσουν τη θέση τους σε άλλους, που θα τους στείλουμε να διαπραγματευτούν και να διεκδικήσουν τα δίκια της Ελλάδας, επειδή θα θέλουν, θα τολμούν και θα μπορούν…
Γιατί η χώρα μας, ούτε έχει ανάγκη, ούτε μπορεί πολύ περισσότερο να αντέξει, έτσι που πάνε τα πράγματα, νέους Obersturmfuhrer των Γερμανών, του ψυχοπαθούς Σόιμπλε και της πουριτανής Καγκελαρίου του.