«Χρειαζόμαστε μια κοινωνία που μετρά την πρόοδο όχι μόνο μέσω του ΑΕΠ, αλλά και από το πόσοι από εμάς συμμετέχουν ουσιαστικά στην κοινωνία. Πρέπει να εξερευνήσουμε ιδέες όπως το καθολικό βασικό εισόδημα, ώστε να δώσουμε στον καθένα το μαξιλάρι να δοκιμάζει καινούρια πράγματα. Αυτό είναι τμήμα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου για τη γενιά μας».
«Πάει για πρόεδρος;», αναρωτήθηκαν όσοι άκουσαν τον ιδρυτή του Facebook να απευθύνεται με τα παραπάνω λόγια στους φετινούς απόφοιτους του Χάρβαρντ. Απηχώντας την ατζέντα των τεχνολογικών κολοσσών, ο Μαρκ Ζούκεμπεργκ πρόσθεσε το δικό του όνομα στους υπερασπιστές ενός θεσμού, που αποκτά ολοένα και περισσότερους οπαδούς: του βασικού καθολικού εισοδήματος.
Από τον Τόμας Μουρ και τον Τόμας Πέην, μέχρι τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το Μπέρναρντ Ράσελ, τους οικονομολόγους Γκάλμπρεηθ και Σάμιουελσον, αλλά και τον Γάλλο Σοσιαλιστή Αμόν, η ιδέα ενός μηνιαίου μισθού που θα δίνεται χωρίς κριτήρια σε κάθε πολίτη, ώστε αυτός να τα ξοδεύει όπως θέλει, κερδίζει διαρκώς έδαφος στη δημόσια συζήτηση. Το βασικο εισόδημα διασφαλίζει ότι όλοι θα βρίσκονται τουλάχιστον στο όριο διαβίωσης, χωρίς να υπάρχουν κριτήρια για το πως θα ξοδεύουν τα χρήματά τους. Έτσι όλοι οι πολίτες – φτωχοί και πλούσιοι – θα έχουν τον απαραίτητο χρόνο και τα μέσα να βρουν δουλειά ή να αναζητήσουν καλύτερη, να έχουν πρόσβαση σε ποιοτική υγεία, εκπαίδευση, πολιτισμό ή απλά να αποταμιεύουν και να μην αναγκάζονται να περνούν το δυσβάσταχτο κατώφλι της φτώχειας.
Η ιδέα έχει βάση και είναι επίκαιρη, λένε οι υποστηρικτές. Η κρίση του 2008 αποκάλυψε ένα διαρθρωτικό πρόβλημα, το οποίο φώτισε στη συνέχεια το έργο του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετύ. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα ανακυκλώνει κέρδη στο δικό του σύννεφο, το κεφάλαιο κινείται ανεξέλεγκτα, ενώ δεν επενδύει στην πραγματική οικονομία. Τις τελευταίες δεκαετίες τα εισοδήματα από τίτλους (ακίνητα, μετοχές) έχουν υπερβεί τα εισοδήματα από εργασία. Δηλαδή η εργασία χάνει σε αξία, η μεσαία τάξη δεν ζει καλύτερα και η υπερσυγκέντρωση πλούτου στην κορυφή αυξάνεται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στις προηγμένες οικονομίες η αυτοματοποίηση και ο ανασυνδυασμός της έρευνας και της πατέντας, αναμένεται να στερήσει και άλλες θέσεις εργασίας, που σήμερα θεωρούμε αυτονόητες. Όσοι μελετούν τους τεχνολογικούς και βιομηχανικούς κολοσσούς στις Η.Π.Α. καταγράφουν ότι δεν παράγονται αρκετές θέσεις εργασίας που να αντιστοιχούν στα υψηλά τους κέρδη. Η εξέλιξη αυτή παράγει εντάσεις και τριβές στη μεσαία τάξη, που έρχεται αντιμέτωπη με την ανεργία, το φόβο αυτής και τη γενικευμένη ανασφάλεια. Στην πράξη μιλάμε για ευέλικτη εργασία, σταθερούς ή μικρότερους μισθούς, μια ανάπτυξη χωρίς δουλειές. Η ανισότητα αυτή δεν ειναι προσωρινή, αλλά διαρθρωτική, βρισκεται δηλαδή μέσα στο μοντέλο ανάπτυξης. Μοιραία, το πρόβλημα στο κοινωνικό τερέν μεταφέρεται στις πολιτικές επιλογές: Brexit, Τραμπ, Λε Πεν, Βίλντερς, Εναλλακτική για τη Γερμανία και ο κατάλογος θα μεγαλώσει. Αντί όμως οι ελίτ να ασχοληθούν σοβαρά με το πρόβλημα, βαφτίζουν τις ανησυχίες «λαϊκισμό»και συχνά, μετά-αλήθεια. Δηλαδή «φταίνε» οι πολίτες που δεν καταλαβαίνουν και όχι οι πολιτικές που παράγουν το πρόβλημα..
Παρόμοια επιχειρήματα μπορεί να επιστρατεύσει κανείς και στη δική μας ελληνική περίπτωση. Μπορεί η κρίση να στερεί κεφάλαια από τις επιχειρήσεις να αυτοματοποιηθούν και οι μηχανές να μη μας απειλούν άμεσα, αλλά τα υπόλοιπα φαινόμενα είναι εδώ: γήρανση, ανισότητες, φτωχοποίηση, υπερφορολόγηση στριμώχνουν εδώ και μια εφταετία τη μεσαία τάξη. Η Ελλάδα ήταν από τις τελευταίες χώρες της ΕΕ, όπου δεν υπήρχε ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ως μαξιλάρι ασφαλείας για τις φτωχές και πολυ φτωχές οικογένειες. Η συζήτηση για το βασικό καθολικό εισόδημα δεν έχει ανοίξει. Με δεδομένη όμως την υψηλή και επίμονη ανεργία, ιδιαίτερα στα ηλικιακά γκρουπ των νέων και όσων είναι κοντά στη σύνταξη θα μπορούσε να βρει εφαρμογή ως μια «διαγενεακή μεταβίβαση» σε νέους να βρουν δουλειά, ένας μισθός που θα βοηθήσει τις γυναίκες να επιστρέψουν στην εργασία είτε ως μαξιλάρι ασφαλείας για όσους δυσκολεύονται να βρουν εργασία σε προχωρημένη ηλικία.
Από την άλλη, οι αρνητές ή επικριτές της ιδέας βάζουν εξίσου ισχυρά επιχειρήματα στο τραπέζι. Η εργασία δεν είναι μόνο μέσο βιοπορισμού, αλλά και αυτοεκτίμησης, κοινωνικοποίησης, συγκρότησης και κυρίως, αυτονομίας λένε. Τι θα γίνει αν αφαιρέσεις αυτές τις αξίες από τον πολίτη, απορούν οι φιλελεύθεροι. Αν αυτός αγοράζει ιδιωτικές υπηρεσίες, τι θα απογίνει η δημόσια υγεία, η εκπαίδευση και πρόνοια; Μεταβιβάσεις και επιδόματα πρέπει να πηγαίνουν χέρι-χέρι με ένα σύνολο κοινωνικών υπηρεσιών για όλους, επιχειρηματολογούν οι σοσιαλδημοκράτες.
Όμως η συζήτηση διεξάγεται κυρίως σε ιδεολογικό επίπεδο. Σε πρακτικό επίπεδο, δεν έχουμε αρκετά δεδομένα. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι για να έχουμε καθαρή εικόνα, ο θεσμός πρέπει να εφαρμοστεί αδιάκοπα σε βάθος δύο τουλάχιστον χρόνων, σε μεγάλο εύρος πληθυσμού και χωρίς να συνδέεται με κριτήρια για το πως θα ξοδεύεται από τους παραλήπτες. Στην καθαρή του δηλαδή μορφή εφαρμόστηκε μόνο σε δύο χώρες: στον Καναδά την περίοδο 1974-79 (10.000 πολίτες) και στην Ινδία την περίοδο 2011-13 (6.000) πολίτες. Φέτος ξεκίνησε η πιλοτική του εφαρμογή στη Φινλανδία, στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας και προγραμματίζεται στο Οντάριο του Καναδά και στην Κένυα, προωθείται αποσπασματικά από ιδρύματα σε πολιτείες των Η.Π.Α., ενώ απορρίφθηκε πρόσφατα στην Ελβετία μετά από σχετικό δημοψήφισμα.
Απ΄όσα γνωρίζουμε το μέτρο είχε θετικές επιπτώσεις όπου εφαρμόστηκε: δεν αυξήθηκε η ανεργία, περισσότεροι νέοι πήραν απολυτήριο Λυκείου, βελτιώθηκε η διατροφή και η υγεία, μειώθηκε ο αλκοολισμός, ιδρύθηκαν επιχειρήσεις, βελτιώθηκε η γονική μέριμνα. Άρα γιατί τόση επιφυλακτικότητα;
Η απάντηση είναι ταυτόχρονα και ερώτηση. Ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό; Σε μια περίοδο που η σοσιαλδημοκρατία χάνει συμμάχους που θα πίεζαν «από κάτω», δεν ειναι εύκολο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Αλλά ακόμη και αν το βάλουν, μήπως μια τέτοια, άμεση μεταβίβαση παγιώσει, αντί να μειώσει τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες; Φανταστείτε ξαφνικά τους δικαιούχους του επιδόματος να επιλέγουν ακριβότερο ενοίκιο, βελτιώνοντας ουσιαστικά την οικονομική κατάσταση όσων έχουν ακίνητη περιουσία. Ή να μειώνονται και να ιδιωτικοποιούνται οι υπηρεσίες υγείας, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ανισότητα. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ουτε το μέτρο από μόνο του μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Η προσαρμογή του σε κάθε κοινωνία είναι ξεχωριστή υπόθεση. Όπως και η ένταξή του σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα για τη δίκαιη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους και την προσαρμογή του στις σταδιακά άνισες και γερασμένες κοινωνίες της Δύσης.