Όταν νιώθω τη διάθεση να αναφερθώ στον Μίκη Θεοδωράκη, ομολογώ πως αισθάνομαι ένα δέος και μια αμηχανία, λόγω προσωπικότητας, λόγω έργου, λόγω ηλικίας…
Είναι πάμπολλες οι σκέψεις που με περιτριγυρίζουν. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι, η αναφορά στο όνομά του, περικλείει ένα χρονικό διάστημα εβδομήντα (70) χρόνων εμβληματικής δημιουργικής πράξης, με ξεπερνάει… Και δεν είναι μόνο η μουσική του παρουσία. Αγώνες, κατά την Κατοχή, για την απελευθέρωση, εναντίον της χούντας, αγώνες για τη δημοκρατία, για το ελληνικό τραγούδι… Ένας συνεχής αγώνας που άφησε το δικό του προσωπικό αποτύπωμα στον πολιτισμό και την πολιτική, που έσπρωξε τη χώρα προς μια διαφορετική οπτική καταφέρνοντας να συνδέσει παγκοσμίως το τραγούδι του με τα αιτήματα εκείνων που αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου, αλλά και κατά τη διάρκεια της χούντας, προβάλλοντας τα αιτήματα για δημοκρατία στην Ελλάδα.
Δεν έχω την πρόθεση εδώ να καταγράψω πράγματα τα οποία είναι ευρέως γνωστά. Η επιθυμία μου, να γράψω για τον Μίκη, γεννήθηκε από την συγκίνηση που μου προκάλεσαν τα λεγόμενά του, κατά την παρουσίαση, την τελευταία μέρα τού Μαρτίου (31/3/2017), του βιβλίου του «Μονόλογοι στο Λυκαυγές» (εκδ. Ιανός). Εκεί, ο υψηλότατος, από πάσης απόψεως (έτσι μ’ αρέσει να τον λέω), με το δικό του σκωπτικό ύφος, εκμυστηρεύτηκε λόγια αληθινά που μόνο γενναίοι άνθρωποι τολμούν να πουν:
«Είμαι αυτό που λένε “πλήρης ημερών”. Άσε που είμαι πεισιθάνατος. Αν και μέχρι τώρα συνήθως οι βασανιστές μου ήταν αυτοί που δεν ήθελαν με τίποτα να πεθάνω, γιατί καταλάβαιναν πως νεκρός θα ήμουν πολύ πιο επικίνδυνος. Πάντως, τώρα, στα 92 μου προκαλώ τον Χάρο να έρθει να δούμε ποιος θα αντέξει περισσότερο στο χορό και το τραγούδι.» (Εφημερίδα των Συντακτών)
Ομολογώ πως δεν είναι εύκολο να ακούς τέτοιες κουβέντες από τον υψηλότατο αυτόν άνθρωπό μας. Είναι η ζωντανή ψυχή ολόκληρης τής μεταπολεμικής εποχής μας. Είναι το πιο ζωντανό πολιτισμικό μας αγαθό και ο Δημιουργός (με δ κεφαλαίο) που με το έργο του μπόλιασε όχι μόνο τη χώρα, αλλά ολόκληρο το έθνος. Την καλλιέργεια τής νεοελληνικής αισθητικής. Μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι ρίξανε μπετά και σιδεριές, ώστε να χτιστεί εκεί πάνω το οικοδόμημα τής ενσυνείδητης μεταπολεμικής ελπίδας και ανάτασης.
Κατάφεραν και συγκέντρωσαν και οι δυο, μνήμες, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, εικόνες και εποχές μιας Ελλάδας, μιας πατρίδας κατακερματισμένης, εμφυλιακής, προσφυγικής, διαλυμένης, δίχως πυξίδα, με μόνη «περιουσία» το δημοτικό τραγούδι, το ρεμπέτικο, τους ποιητές του ’30 και την ανάγκη του κόσμου να οραματίζεται έναν κόσμο καλύτερο, πήραν λοιπόν όλα αυτά τα στοιχεία και με την ευφυΐα, τη γνώση και το πληθωρικό τους ταλέντο μάς τροφοδότησαν με ψυχική και πνευματική τροφή που θα συντροφεύουν αυτόν το τόπο στο διηνεκές… Ο υψηλότατος, θα θέλαμε να είναι εδώ. Να γράφει, να ιστορεί, να διηγείται τις παραμυθίες του, να ξαναζωντανεύει το παρελθόν και τις μνήμες.
Ο τίτλος του βιβλίου του, όπως είπαμε είναι: «Μονόλογοι στο Λυκαυγές»! Μονόλογοι στο ξημέρωμα δηλαδή και για να μην βάψουμε την όποια μας εντύπωση με τα χρώματα τής ανατολής, έρχεται να συμπληρώσει, στον επίλογο τού βιβλίου, την ακόλουθη φράση: «Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο!». Αναφέρεται στο κεράκι που τρεμοσβήνει… Στο λυκόφως μιας έντονης και δυναμικής προσωπικότητας που, για πρώτη φορά, αναφέρεται συνειδητά στον Χάρο και τον καλεί «να αναμετρηθούμε», όπως τονίζει με εκείνο το Θεοδωρακικό μειδίαμα και τα μισόκλειστα ονειροπόλα μάτια του… Αυτός ο τεράστιος, με τα τόσα δώρα που μας προσέφερε, ο δεμένος μ’ αυτά τα χώματα, τα βουνά και τις θάλασσες, τους πολίτες, τον αέρα, τις ιδέες, τις ιδεολογίες, που πάντα τον απασχολούσαν, τις κομματικές αγκυλώσεις που πάντα τις κατακεραύνωνε και με τις οποίες κονταροχτυπήθηκε, τις αμφιταλαντεύσεις του μεταξύ κομμουνισμού, υπαρκτού και αστικής δημοκρατίας, που πάντα τον έφερναν σε κατάσταση αναγκαίας επανατοποθέτησης…
Καλέ μου Μίκη, πόσο ανθρώπινα συμπεριφέρθηκες σε όλη σου τη ζωή, αφού εσύ, ένας τόσο χαρισματικός και πνευματικός πολίτης, βρέθηκες στην ίδια δεξαμενή με τόσους χιλιάδες άλλους, οι οποίοι παλέψανε και παλεύουν να κατανοήσουν (να κατανοήσουμε) με ποια πλευρά τής Αριστεράς θα πρέπει να ταχθούμε, για να ευδοκιμήσουν επιτέλους τόσες ιδέες, τόσοι αγώνες, τόσο πνευματικό υλικό, τόση θυσία, τόσο αίμα, για να γίνουν λίπασμα οι τόσες ήττες…
«Είμαι πλήρης ημερών» μας λέει ο υψηλότατος. Ποιος το ορίζει αυτό; Τι «ήχο» περιέχουν αυτές οι λέξεις; Ποιος τις λέει; Σε ποιους απευθύνεται; Ποιος… ανακοινώνει την αναχώρησή του; Βάζω τα ερωτήματα αυτά για να υπερασπιστώ την άποψη που λέει πως, εντάξει, όλοι θα ολοκληρώσουμε τον κύκλο τής ζωής. Αναπόφευκτο και αναπότρεπτο. Ο ενενηνταδυάχρονος όμως Μίκης, μού έχει δημιουργήσει προ πολλού την αίσθηση και την αντίληψη πως είναι κάτι σαν… αθάνατος! Δυσκολεύομαι να αποδεχτώ πως μπορεί να θεωρηθεί ως «πλήρης ημερών», ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Έχω αντιληφθεί πως κανένας δεν μπορεί να τον εκλάβει ως «γέροντα». Ως τώρα δεν το έχω διαβάσει και ακούσει από πουθενά! Όλοι είμαστε παρασυρμένοι από την ατέλειωτη ενέργεια τού πάντα σκεπτόμενου, υψηλότατου φίλου μας. Ήταν και είναι, ο Μίκης! Ένας σύγχρονος λαϊκός ήρωας, που τον αντιμετωπίζω κάπως και σαν… πατέρα. Δεν υπερβάλλω. Στη νεότητά μου, τα τραγούδια του εισχώρησαν και εγκαταστάθηκαν ολοκληρωτικά στην ψυχή μου. Έγινε πρότυπό μου, μαζί με τον Χατζιδάκι. Ο Μάνος βέβαια, συναντήθηκε με μια αρρώστια που τον οδήγησε στο επέκεινα, μετά από 69 χρόνια ζωής, αλλά, απ’ την άλλη, ποιος μπορεί να τον υπολογίζει ως απόντα; Ο Μίκης χρησιμοποίησε φράσεις και λέξεις που υπάρχουν βεβαίως, αλλά πώς μπορούμε να συμφιλιωθούμε εμείς με το «είμαι πλήρης ημερών», που είπε; Πώς, αυτός ο λαός, ο ελληνισμός ολόκληρος, θα αποδεχθεί πως το προσδόκιμο ζωής τού Μίκη έχει ξεπεραστεί;
Είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους που τον γνώρισαν και συνομίλησαν πολλές φορές μαζί του. Οι μουσικές του και τα τραγούδια του συνέβαλλαν κατά πολύ στη μουσική μου διαμόρφωση. Δεν μπορώ, δεν θέλω, μια Ελλάδα δίχως την παρουσία του. Θα είναι, τότε, μια πληγωμένη, ακρωτηριασμένη χώρα, με τον ελληνισμό να αναζητά επίμονα αντικαταστάτη. Και τέτοιες αντικαταστάσεις δεν μπορούν να γίνουν εύκολα. Η αναπλήρωση τού κενού Χατζιδάκι, για παράδειγμα, δεν έχει έρθει ακόμα…
Ο υψηλότατος Μίκης δεν θα μας αλλάξει την ανάγκη να τον περικλείουμε για πάντα στη νόηση και την ψυχή μας. Κάτι τέτοιες δηλώσεις από τον ίδιο που υπονοούν επικείμενη αναχώρηση ή και διακοπή δράσης, μας προκαλούν μόνο θλίψη και στεναχώρια…