Το μοντέλο, διαχρονικό. Ο υπουργός, κατά ετυμολογία, είναι ο υπηρέτης, ο βοηθός του λαού και πιο συγκεκριμένα των συμφερόντων του. Κάποτε, μάλιστα, ήταν αυτονόητο, ότι ο υπουργός ο οποίος δεν υπερασπιζόταν τα «συμφέροντα» των ομάδων πίεσης του χαρτοφυλακίου του, δεν τιμούσε τον όρκο του και δεν είχε λόγο πολιτικής ύπαρξης.
Όταν, από τα μέσα της δεκαετίας του 90, διαπιστώθηκε ότι τα λεφτά που συντηρούσαν το κρατικοδίαιτο μοντέλο λιγόστευαν επικίνδυνα, οι υπουργοί άρχισαν να αναλαμβάνουν επικίνδυνες αποστολές, όπως για παράδειγμα να γίνουν δυσάρεστοι στην εκλογική πελατεία τους.
Ήδη από τις χθεσινές συσκέψεις υπό τον υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα, φάνηκε ότι υπάρχουν υπουργοί που, ακόμη και σε αυτή τη συγκυρία, αντιμετωπίζουν το νεοαποκτηθέν χαρτοφυλάκιό τους, ως συνιδιοκτήτες σε εξ αδιαιρέτου διαμέρισμα. Στις περικοπές δείχνουν το διπλανό τους και στις μεταρρυθμίσεις «κάνουν ότι δεν ακούν».
Δεν είναι και το πιο περίεργο. Τόσο στην κυβέρνηση Καραμανλή όσο και στην κυβέρνηση Παπανδρέου διέπρεψαν διοικητές ΔΕΚΟ ή οργανισμών – που σημειωτέον, αμείβονταν με ποσά που στον ιδιωτικό τομέα δεν θα έβλεπαν ούτε στα πιο φιλελεύθερα όνειρά τους – που είχαν ως αποστολή τη δρομολόγηση της αποκρατικοποίησης. Δεν τους έπαιρνε περισσότερο από έξι μήνες να ενσωματωθούν πλήρως και με ασπίδα τους συνδικαλιστές, να επιχειρηματολογούν για την ανάγκη διατήρησης του δημόσιου χαρακτήρα της επιχείρησης, για τη δημιουργία προϋποθέσεων κερδοφορίας της, καθώς και για τη στρατηγική της θέση. Με αποκορύφωμα, πολύ πιο πρόσφατο, όταν ο πρωτοδιορισθείς πρόεδρος του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων, αποδεικνύοντας ότι ματαίως νομίζουμε πως τα έχουμε δει όλα, δήλωνε ότι δεν είναι ώρα για αποκρατικοποιήσεις, «διότι οι ξένοι θα πάρουν τα φιλέτα κοψοχρονιά». Παρόλα αυτά τη θέση την είχε αποδεχτεί.
Μπορεί όλοι οι παραπάνω, να έχουν δίκιο. Και προφανώς έχει δίκιο και ο νέος υπουργός Υγείας, που βλέπει ότι ο νοσοκομειακός τομέας με νέες περικοπές, θα πεθάνει, παίρνοντας μαζί του το πιο πολύτιμο αγαθό, κοινωνικής πολιτικής: τη δημόσια υγεία. Το ερώτημα είναι γιατί αποδέχθηκαν τις θέσεις αυτές, γιατί έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στις συγκεκριμένες προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, γιατί, στο κάτω – κάτω, συνεχίζουν να ανήκουν στα συγκεκριμένα κόμματα, που πρεσβεύουν τις ιδέες αυτές;
Σαν να γινόταν δηλαδή, ο Κ. Χατζηδάκης να συμβάδιζε με τους εργαζόμενους στην πρώην Ολυμπιακή για τη μη αποκρατικοποίησή της, ο Γ. Ραγκούσης με τους φορτηγατζήδες και τους ιδιοκτήτες ταξί, προκειμένου να μην ανοίξουν τα επαγγέλματά τους, η Μαριέττα Γιαννάκου να υπέκυπτε στο αίτημα ώστε τα βιβλία ιστορίας να τα γράφουν οι μητροπολίτες, ο Α. Λοβέρδος στο εύλογο αίτημα των φαρμακοποιών να «δουλεύουν» με περιθώριο κέρδους έως και 35% και η Αννα Διαμαντοπούλου στους πρυτάνεις, που θεωρούν ότι τα Ιδρύματά τους είναι υπεράνω αξιολόγησης και ότι οι ίδιοι είναι οι καλύτεροι μάνατζερ. Τότε, από τι θα θυμόμασταν τις κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου;