Για ένα μόνο πράγμα είχε δίκιο ο προηγούμενος πρωθυπουργός, ότι: «λεφτά υπάρχουν». Απλώς, για ανεξήγητους(;) λόγους, δεν ήξερε πού βρίσκονται.
Το ξέρουμε όμως όλοι οι άλλοι. Ξέρουμε δηλαδή πως τα χρήματα βρίσκονται στα θησαυροφυλάκια ενός «υποκόσμου του λευκού κολάρου» και όχι βεβαίως στα χέρια των πολιτικών, όπως – με όρους λούμπεν, αλλά και απενοχοποιητικά για τους δράστες – αποφαίνονται οι πλατείες.
Και ο «υπόκοσμος του λευκού κολάρου» είναι τόσο γνωστός, ώστε να έχει αναχθεί σε «κοινοτοπία του κακού». Τον αποτελούν αυτοί που ως μέλη των φορολογικών ελεγκτικών μηχανισμών, ενθυλάκωναν για δικό τους λογαριασμό μεγάλο μέρος των εσόδων του δημοσίου, αυτοί που για να εγκρίνουν επιδοτήσεις σε επενδυτικά προγράμματα ή τις εκταμιεύσεις τους, εισέπρατταν τα «δικά τους» ποσοστά, αυτοί που διέπρατταν τα ανάλογα στις πολεοδομίες, στα τελωνεία, στα δημόσια νοσοκομεία και όπου αλλού υπήρχε δυνατότητα για διαφθορά.
Ο τεράστιος πλούτος που αποκτήθηκε με τον τρόπο αυτό, υπάρχει. Βρίσκεται αποθηκευμένος σε ντουλάπια, κάτω από συρόμενα πατώματα, θαμμένος σε κήπους, σε παράκτιες εταιρείες, επενδυμένος σε ακίνητα, σε έργα τέχνης κ.ο.κ.
Ακούγεται μάλιστα το εξής ευτράπελο (είναι πραγματικό): Μητέρα εφοριακού, ανέθεσε σε εργάτες να σκάψουν τον κήπο τους στο χωριό. Μόλις το έμαθε ο γιος της, τής έδωσε εντολή να τους διώξει αμέσως και να μην ξανασκαφτεί ο κήπος!
Σήμερα, πολλοί από αυτούς ανεμίζουν ελληνικές σημαίες στις πλατείες με τη γνωστή κραυγή: «Φέρτε πίσω τα κλεμμένα». (Ο ψυχικός αμυντικός μηχανισμός της προβολής, βρίσκει εδώ την τέλεια εφαρμογή του). Οφείλουμε να συμφωνήσουμε μαζί τους. Να έρθουν λοιπόν πίσω τα κλεμμένα. Και επειδή τα κλεμμένα δεν θα έρθουν μόνα τους, χρειάζεται μία απλή κίνηση: Να κληθούν οι υπάλληλοι όλων εκείνων των υπηρεσιών που πρωτοστατούν στη διαφθορά, να δηλώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και το «πόθεν έσχες», ανεξαρτήτως των μέχρι τώρα δηλώσεών τους. Το ίδιο να υποχρεωθούν να πράξουν και συγγενείς τους μέχρι κάποιου βαθμού.
Και στη συνέχεια, οφείλουμε να επιδείξουμε ωριμότητα, ώστε να αποδεχθούμε την ήττα μας. Να αποφασίσουμε δηλαδή ότι νομιμοποιούνται αυτά που αποκτήθηκαν παράνομα, υπό τον όρο όμως ότι θα καταβάλουν οι ιδιοκτήτες τους στο δημόσιο, ένα μεγάλο ποσοστό της αξίας τους (π.χ. το 50%).
Για να υποχρεωθούν όμως να εμφανίσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, πρέπει η απόκρυψή τους στη δήλωση, ή η παράλειψη υποβολής της, να αναχθούν σε ιδιώνυμα εγκλήματα, με ελάχιστη ποινή κάθειρξης (π.χ. τα 10 χρόνια) και χρηματική ποινή εξοντωτικά πολλαπλάσια της αξίας της περιουσίας που τυχόν αποκρύψουν. Ως εγκλήματα δε που στρέφονται κατά της κοινωνίας, να καταστούν απαράγραπτα. Έτσι δεν θα έχουν ποτέ τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσουν, αν δεν τα δηλώσουν. Ούτε επίσης να μπορούν να κληρονομηθούν, αν δεν έχουν δηλωθεί.
Και για να μην ελπίζουν ούτε στη γνωστή εκ πλαγίου σωτηρία, να προβλεφθεί η εξέταση των δηλώσεών τους από σώμα ελεγκτών διαφόρων ειδικοτήτων (λογιστές, μηχανικούς κ.λ.π.), συγκροτημένο από νέους ανθρώπους, οι οποίοι θα διαθέτουν και ένα επί πλέον χαρακτηριστικό: Δεν θα έχουν μέχρι σήμερα υπηρετήσει στο δημόσιο.
Με τον τρόπο αυτό, τα λάφυρά τους από τη λεηλασία της χώρας θα μετατραπούν σε εφιάλτη τους, αν δεν συμβάλουν στη σωτηρία της.
Υ.Γ. Είναι προφανές ότι και στις υπηρεσίες που πρωτοστατούν στη διαφθορά, υπάρχουν υπάλληλοι με σοβαρά κατάλοιπα ήθους, που εργάζονται για το κοινό όφελος. Είναι όμως απελπιστικά λίγοι. Είναι και αυτό μία από τις αιτίες της κατάρρευσης…