Ο Τσίπρας ανασυγκροτεί τον εθνικολαϊκισμό

Κώστας Σοφούλης 22 Ιουλ 2015

Οι τελευταίες εξελίξεις στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να παραπλανήσουν εύκολα ως προς τη σημασία τους τον άπειρο πολίτη. Για τους φανατικούς υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ η ερμηνεία που προβάλεται ήδη είναι ότι η κυβέρνηση εκβιάστηκε σε ένα οιονεί πραξικόπημα των «θεσμών». Επομένως τίποτα δεν δεσμεύει την κυβέρνηση να συνεχίσει με άλλα μέσα την «αντίστασή» της τους θεσμούς.  Από την άλλη, οι πλειονότητα των αντιπολιτευόμενων χαιρεκακούν που ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε επιτέλους την «κωλοτούμπα» και προσδοκούν ως εκ τούτου αποδέσμευση εκλογικής υποστήριξης που νομίζουν ότι θα την καρπωθούν αυτομάτως τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η κωλοτούμπα, όπως ήταν αναμενόμενο, έφερε τον διχασμό του ΣΥΡΙΖΑ με την Αριστερή Πλατφόρμα πλέον ως απροκάλυπτη εσωτερική αντιπολίτευση. Από ορισμένους, η εξέλιξη αυτή χαιρετίστηκε ως σημείο στροφής του Τσίπρα προς μια «αριστερά» πιο συγγενική στην σοσιαλδημοκρατία πράγμα που ερμηνεύεται και ως αρχή για συμμαχικές κυβερνήσεις πιο φυσιολογικές από εκείνη  της ΣυριζοΑνέλ.

Όλες αυτές οι αναγνώσεις, όμως,  περιστρέφονται γύρω από μια εσφαλμένη υπόθεση εργασίας: Ότι οι εξελίξεις έχουν περάσει σε φάση αυτονομίας πέρα από τα σχέδια του Τσίπρα. Ότι δηλαδή τα γεγονότα υπαγορεύουν την συμπεριφορά στον Τσίπρα.  Η πραγματικότητα, όμως, είναι άλλη και ο Τσίπρας φαίνεται ότι μάλλον ελέγχει την κατάσταση σύμφωνα με τους δικούς του ανομολόγητους σχεδιασμούς. Στην πραγματικότητα. ούτε πραξικόπημα των «θεσμών» συνέβη,  αλλά ούτε και από την κωλοτούμπα πρόκειται να ωφεληθούν τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Ακόμη μεγαλύτερο λάθος είναι η τρίτη εκδοχή, ότι δηλαδή ο Τσίπρας ανοίγει διασκελισμό προς την κατεύθυνση της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό που ξεκάθαρα δείχνουν οι τελευταίες εξελίξεις είναι ότι ο Τσίπρας ανασυνθέτει τον εθνικολαϊκισμό του για να επιβιώσει από την σύγκρουση με την στυγνή πραγματικότητα. Σκοπός του είναι ή επιβίωση του εθνικολαϊκιστικού του προφίλ και όχι η ρεαλιστική λύση του «ελληνικού ζητήματος». Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, στην πραγματικότητα ο Τσίπρας προσπαθεί να καλουπώσει το ελληνικό ζήτημα στο εθνικολαϊκό εκμαγείο του και όχι να το λύσει, τουλάχιστο στο προβλεπτό μέλλον.  Έχει σωστά διαγνώσει την ηγεμονεύουσα ιδεολογία και την εκμεταλλεύεται προς όφελός του. Βασικός του στόχος είναι η παραμονή του στην εξουσία και όχι κάποιο όραμα υπέρβασης της σημερινής βασανιστική κατάστασης.

Θυμίζουμε ότι ο εθνικολαϊκισμός είναι ένα σύστημα κλειστό που έχει περίπου ως αυτοσκοπό την διαιώνιση της εξουσίας, ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησής του. Οι εθνικολαϊκιστές ηγέτες πετσοκόβουν την πραγματικότητα στο επίπεδο των δυνάμεων που νομίζουν ότι ελέγχουν και την διατηρούν εκεί για να μη χάσουν την εξουσία. Εθνικολαϊκισμός στην Ευρώπη γέννησε τον φασισμό και τον ναζισμό,  στη Νότια Αμερική χωρίς φαβέλες δεν νοείται, όπως δεν νοείται και ο Τσαβισμός χωρίς ντόπιους ινδιάνους και μουλάτο. Και οι μεν ολοκληρωτισμοί οδήγησαν σε παγκόσμιες τραγωδίες, οι δε λαϊκισμοί νοτιοαμερικανικού τύπου καθήλωσαν τους λαούς της στην ίδια πάντα κατάσταση με μόνη διαφορά ότι τους κατέστησαν «φανατικά υπερήφανους» για τους λαϊκούς ηγέτες τους! Οι ηγέτες τους έχουν «ποδοσφαιρική» πλειοψηφία και όχι επιβράβευση αποτελεσματικότητας!  Έτσι εξηγούνται για παράδειγμα και μερικές ακραίες γελοιότητες του πρόσφατου κυβερνητικού ανασχηματισμού με τον διορισμό ενός γελωτοποιού για να λύσει το ασφαλιστικό κουβάρι της χώρας, και ενός άλλου ανθρωπάκου που το μόνο που έχει να δηλώσει για τις μέχρι τώρα επιδόσεις του είναι ότι «Από το 1986 έως το 2011 εργαζόταν στους τομείς της εμπορίας εργαλείων χειρός, της εστίασης και της παροχής υπηρεσιών υγείας & ομορφιάς, στον ιδιωτικό τομέα» (από το cv του κ. Σκουρλέτη στο site της Βουλής) στη κομβική θέση του υπεύθυνου της παραγωγικής ανασυγκρότησης, στη θέση δηλαδή ενός ΄Ερχαρτ που θα χρειάζονταν σήμερα η χώρα  Πρέπει να μη ξεχνάμε, επίσης,  ότι η μετριοκρατία είναι λογικό επακόλουθο του λαϊκίστικου βολονταρισμού που κυριάρχησε ακόμη και στα κομμουνιστικά κινήματα μέχρι τα μέσα του 20ου Αιώνα, μέχρι να δημιουργηθεί δηλαδή η νέα τάξη των απαρατσίκ στις λαϊκές δημοκρατίες και της ΕΣΣΔ. Συμπυκνώνονταν, δε, με το γνωστό δόγμα ότι ακόμη και ένας αμόρφωτος εργάτης μπορεί να ηγηθεί σε τομείς της οικονομίας υπό συνθήκες σοσιαλισμού.

Για να καταλάβουμε την ουσία των τελευταίων εξελίξεων στη χώρα μας, εν τούτοις,  πρέπει πρώτο να ακτινογραφήσουμε την εθνικολαϊκιστική αφήγηση και ύστερα να εξετάσουμε πώς αυτή ακριβώς η αφήγηση διαιωνίζεται με τις πονηρές κινήσεις και τα στρατηγήματα του κ. Τσίπρα, που αποδείχνεται όχι αμελητέος εθνικολαϊκιστής ηγέτης. Γιαυτό άλλωστε και τον θεωρώ επικίνδυνο για την εξέλιξη της αστικής κοινωνίας μας.

Στη χώρα μας το εθνικολαϊκιστικό αφήγημα το πρωτοέστησε στην σύγχρονη μορφή του το ΠΑΣΟΚ με την ίδρυσή του.  Με τα πολυσήμαντα συνθήματα «η Ελλάδα στους Έλληνες», «το Πασόκ στην κυβέρνηση και ο Λαός στην Εξουσία», το βαθειά αντιδυτικό μήνυμα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», το μεσσιανικό «Σοσιαλισμός σήμερα» και το φιάσκο της «κοινωνικοποίησης των ΔΕΚΟ» αλλά και πολλών «προβληματικών επιχειρήσεων», έστρωσαν τον δρόμο για μια εθνικολαϊκιστική προσδοκία που τελικά παγίδεψε ακόμη και τον ίδιο τον Αρχηγό, τον Ανδρέα Παπανδρέου εξασφαλίζοντάς του αυτό που τον ενδιέφερε, δηλαδή την εξουσία. Ο μηχανισμοί που στήθηκαν για να στηρίξουν την εθνικολαϊκιστική αφήγηση υποδούλωσαν στην ουσία το προφανώς ευρύτερο πολιτικό πρόσωπο του αρχηγού και αυτό αποδείχτηκε τρεις φορές: Την πρώτη φορά πριν από την κατάκτηση της κυβέρνησης, όταν το 1975 εκκαθαρίστηκε το Κίνημα από τον σοσιαλδημοκρατικό πυρήνα που είχε συμπράξει στην ίδρυσή του με βάση την Δημοκρατική Άμυνα. Όσοι γλύτωσαν από εκείνη την δραματική εκκαθάριση όπου οι ήρωες της αντίστασης αποπέμπονταν ως «κουλοχέρηδες» (από το ακρωτηριασμένο χέρι τους Καράγεωργα), υποτάχτηκαν, περιμένοντας την ευκαιρία να πάρουν το πάνω χέρι, αλλά ουδέποτε το κατόρθωσαν (βλ. Σημίτης). Η δεύτερη φορά ήταν όταν ο Παπανδρέου παραδέχτηκε δημοσίως ότι το «χρέος ή θα μας φάει ή θα το φάμε» και αποπειράθηκε να εφαρμόσει ένα πρώτο και δειλό πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας το 1985. Το πείραμα κράτησε μόλις λίγους μήνες και κατάληξε στην καρατόμηση του Σημίτη από τη θέση του Υπουργού. Η τρίτη φορά ήταν όταν ο Σημίτης ως πρωθυπουργός πλέον υποχρεώθηκε να πάρει πίσω όλο το σχέδιο Σπράου με κορωνίδα την αναδίπλωση του Γιαννίτση από την απόπειρα μεταρρύθμισης του καρκινογόνου ασφαλιστικού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο εθνικολαϊκίστικος πυρήνας του κόμματος βγήκε θριαμβευτής και πήρε θάρρος αφού έτσι εξασφάλιζε την εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ. Την τέταρτη φορά, όταν ο Γ.Α.Π αποπειράθηκε με αμετάκλητη ενέργειά του την προσφυγή στους θεσμούς, το ΠΑΣΟΚ διαλύθηκε ακριβώς επειδή δεν μπόρεσε ο εθνικολαϊκίστικος πυρήνας του να πάρει το πάνω χέρι στις εξελίξεις. Και εγένετο … ΣΥΡΙΖΑ (με την βοήθεια του αντιμνημονιασμού του Σαμαρά) !

Με την κρίση του 2009, το λαϊκιστικό στοιχείο του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή το 80% της εκλογικής επιρροής του μετακινήθηκε μαζικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ όπου βρήκε ακριβώς τα ίδια εθνικολαϊκιστικά συνθήματα με ελαφρώς μεταβλημένη την λεκτική τους έκφραση. Αυτό σημαίνει ότι η μάζα των οπαδών του εθνικολαϊκισμού απλώς αναζητεί κέλυφος για να εντρυφήσει. Η ίδια μένει αμετακίνητη στις θέσεις και τι προσδοκίες της.  Η ηγεμονεύουσα ιδεολογία είναι εκεί και περιμένει. Το αφήγημα τώρα πια έχει εκσυγχρονιστεί για να αποδώσει την τωρινή εικόνα του εθνικολαϊκιστικού μεσσιανισμού: Ο εθνικολαϊκισμός έχει στηθεί με νέους όρους και ο αρχηγός του δρέπει περίπου ανενόχλητους τους καρπούς του. Ποια είναι τα σημερινά στοιχεία του αφηγήματος;

Τώρα, ο εξωτερικός εχθρός είναι οι νεοφιλελεύθερες ηγεσίες των εκφραστών της λιτότητας στην ΕΕ. Στήριγμα του Λαού στην αναμέτρησή του με αυτό το αντιδραστικό κατεστημένο είναι η «υπερηφάνεια» με την οποία διαπραγματεύεται  η κυβέρνηση, προσδοκία είναι μια «δεύτερη ευκαιρία» για να ξεφύγει η χώρα από το «εξωτερικό πραξικόπημα» που τις επιβλήθηκε με τη μορφή διλήμματος «συμφωνία ή έξοδος από το Ευρώ» (καλλιεργείται το γνωστό σύνδρομο της αριστεράς για το όπλο παραπόδας και των επόμενο γύρο), ύψιστος εθνικός στόχος είναι η κατάργηση του επονείδιστου χρέους και καθοδηγητικό όραμα είναι η αποδέσμευση από τις πολιτικές λιτότητας (πάλι, βέβαια με ξένα χρήματα). Το τελευταίο είναι το μέγα μυστήριο του τωρινού εθνικολαϊκισμού που κρύβεται επιμελώς πίσω από την ωραία πύλη και δεν επιτρέπεται να το εξιχνιάσει κανένας. Αφήνεται στη φαντασία των συνελλήνων λαϊκών να φανταστούν τους παραδείσους που κρύβει ακριβώς όπως στο βαθύ ΠΑΣΟΚ είχε χρησιμοποιήσει ως κεντρική παντιέρα του την δικαίωση των «αδικημένων» χωρίς ποτέ να διευκρινίσει ποιοι ήταν οι  αδικημένοι και σε τι συνίστατο η δικαίωσή τους. Τότε είχε δημιουργηθεί η σκόρπια ιδεολογία του να μπορεί ο κάθε οπαδός του Κινήματος να φαντάζεται με το δικό του τρόπο τι είναι αυτό, όπως τώρα ο κάθε συνέλληνας καλείται να αφήσει την φαντασία του αχαλίνωτη για να ονειρευτεί τι θα του φέρει η κατάργηση την πολιτικών λιτότητας. Σε αυτό, ακριβώς για να μη αντιτεθούν στην ηγεμονεύουσα ιδεολογία, βοηθούν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης (της δημοκρατικής, βέβαια, γιατί η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ συμπλέουν πλήρως με την εθνικολαϊκή αφήγηση). Αναπαράγουν την προσδοκία ενός νεφελώματος αντιμνημονιακής πολιτικής χωρίς μέχρι τώρα να πούνε ξεκάθαρα σε τι ακριβώς συνίσταται η πρότασή τους για την ανάπτυξη, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την απομάκρυνση από τις πολιτικές δημοσιονομικής και αγοραίας (εσωτερική υποτίμηση) λιτότητας.

Πώς χειρίζεται ο Τσίπρας αυτή την ηγεμονεύσα αφήγηση και ποιος είναι ο ορατός πλέον στόχος του; Ο βασικός στόχος του είναι να δημιουργήσει ένα προσωποπαγές κόμμα με αναφορά στο πρόσωπό του ξεχωριστή από τα όποια συλλογικά όργανα. Ακριβώς όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφερόταν πάντοτε στο «Εγώ προσωπικά και το ΠΟΑΣΟΚ». Ως εργαλείο χρησιμοποίησε την δική του «ερμηνεία» του ΟΧΙ που του έδωσε την ευκαιρία να εμφανιστεί ως πρωταγωνιστής ενός «εθνικού» αγώνα τον οποίο κέρδισε με τον ιδρώτα και τον κάματό του. Το αμέσως επόμενο βήμα προς τον ίδιο σκοπό ήταν η ρήξη με εκείνους τους εσωτερικούς αντιπάλους που απειλούν την προσωπική κυριαρχία του  ελέγχοντας επί του παρόντος τους μηχανισμούς του κόμματος. Αν κερδίσει και αυτή την μάχη, θα είναι πλέον ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης που αποτείνεται απ’ ευθείας στον Λαό διά μέσου των «κινημάτων» που πιστεύει ότι θα μπορεί να ενεργοποιεί κατά τις ανάγκες του όπως έδειξε το παράδειγμα του δημοψηφίσματος. Τα «κινήματα» θα επιβληθούν πάνω στην κομματική νομενκλατούρα αποκλείοντας έτσι κάθε μελλοντική αμφισβήτηση του Αρχηγού. Το τρίτο και τελευταίο βήμα στο στρατήγημα αυτό θα είναι η προκήρυξη πρόωρων εκλογών πάνω στην ίδια συνταγή με την οποία κέρδισε το δημοψήφισμα. Θα κληθεί ο Λαός να στηρίξει των αρχηγό του που μάχεται για τα συμφέροντά του στο μέτωπο των στυγνών ευρωπαϊκών θεσμών. Αν πετύχει και στο τρίτο αυτό βήμα του, το πρώτο αμιγώς εθνικολαϊκιστικό καθεστώς της Ελλάδας θα έχει στηθεί. Το πόσο θα διαρκέσει θα εξαρτηθεί από τον ανταγωνισμό του «λαϊκού στοιχείου» με τους ευρωπαϊστές να ερμηνεύσουν τις εξελίξεις και να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης. Οι πιθανότητες υπέρ των πρώτων είναι αυξημένες όσο υπάρχουν το 1,5 εκατομμύρια των ανέργων, τα 2,5 εκατομμύρια των φτωχών και το 1 εκατομμύριο των αυτοαπασχολούμενων που δεν έχουν προλάβει να ωριμάσουν ως αστοί ώστε να λειτουργούν με την πολιτική κουλτούρα του αστικού ορθολογισμού.

Θέλω να επισημάνω εν κατακλείδι ότι  η πορεία του Τσίπρα προς τον εθνικολαϊκισμό γίνεται με σχετική άνεση εξ αιτίας της επίμονης αδυναμίες των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου να αναδείξουν αφενός  εναλλακτικό πολιτικό αφήγημα και αφετέρου πειστική συγκρότηση με σεβαστή ηγεσία που να προβάλλει ως αποτελεσματική εναλλακτική λύση τόσο στο οικονομικό όσο και στο ιδεολογικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας. Με τον τρόπο που  τώρα διαχειρίζονται τώρα το αρχικό τους άνοιγμα για στήριξη της συμφωνίας, ουδέν το καλό προοιωνίζει. Με τον φόβο των ανιδράσεων της εκλογικής πελατείας τους, μπαίνουν καθημερινά και περισσότερο στο περιεχόμενο της συμφωνίας και αναλαβαίνουν υποχρεώσεις που είναι αμφίβολο αν μπορούν να τις ικανοποιήσουν. Εγκαταλείπουν τη θέση «στηρίζουμε την όποια συμφωνία αρκεί να μείνει η χώρα στην Ευρωζώνη» και γίνονται διεκδικητές «βελτίωσης» της συμφωνίας χωρίς κανένα εχέγγυο ότι μπορούν να εξασφαλίσουν κάτι τέτοιο. Αν συνεχιστεί αυτή κατάσταση, μια νέα μακρά νύχτα διλήμματος συμφωνία ή έξοδος, είναι λογικά αναμενόμενη, με ευθύνη αυτή τη φορά της αντιπολίτευσης. Μια τέτοια εξέλιξη πολύ φοβάμαι ότι θα δικαιώσει συνάδελφο ειδικευμένο στα συστήματα που μου έλεγε τις προάλλες, ότι όταν ένα σύστημα μπεί σε φάση εντροπίας οι δυνατότητες ανάκαμψης είναι συνήθως μηδαμινές. Και το ελληνικό σύστημα (οικονομικό και πολιτικό) έχει μπει προ πολλού σε κατάσταση εντροπίας.